Α΄ Ονοματολογικά. Η ονομασία της πόλεως κατά τους αρχαίους χρόνους ήταν Ναυπλία και απαντάται στην αρχαία Γραμματεία κατά πρώτον στον Ηρόδοτο στη φράση «Ναυπλίη χώρη». Γράφει ο Ηρόδοτος: «Μετά δε ταύτα εξαναχωρήσας (ο Κλεομένης) την στρατίην κατήγαγε ες Θυρέην, σφραγησάμενος δε τη θαλάσση ταύρον πλοίοισι σφέας ήγαγεν ες τε την Τιρυνθίην χώρην και Ναυπλίην = Μετά από αυτά, έφυγε ο Κλεομένης και οδήγησε τον στρατόν του στην Θυρέα κι αφού απέκλεισε την θάλασσα με πλοία μετέφερε τους δικούς του στην περιοχή της Τίρυνθας και της Ναυπλίας» (VI 76).
Τύπος ονόματος na-u-pi-ri-jo στη Γραμμική Γραφή Β ταυτίζεται από ορισμένους γλωσσολόγους με το όνομα Ναύπλιος. Γενικότερη όμως παραδοχή της εκτιμήσεως αυτής δεν υπάρχει στους ειδικούς. Ίσως νεώτερες πινακίδες, πού κατά καιρούς ανευρίσκονται, να λύσουν το πρόβλημα. Έτσι παραμένομε στον Ηρόδοτο, ως πρώτη μνεία του ονόματος.
Το εθνικό όνομα, αυτό δηλαδή πού δηλώνει τον κάτοικο της πόλεως, το συναντούμε μεταγενεστέρως στον Στράβωνα (VIII, p. 374) και έχει τον τύπο Ναυπλιεύς / Ναυπλιείς.
Το κτητικό επίθετο έχει τους τύπους Ναύπλιος και Ναυπλίειος και απαντάται συχνά στον Ευριπίδη. Λέγει ο αρχαίος τραγωδός: Ναυπλίη χθών = γη του Ναυπλίου (Ορέστης, σ. 369), Ναύπλιοι λιμένες = λιμάνια του Ναυπλίου (Ελένη, σ. 453), Ναύπλιαι ακταί (Ελένη, σ. 1586) και Ναυπλίειος λιμήν (Ορέστης, σ. 54). Η πόλις με τα ονόματα Ναύπλιον και Ανάπλιον-Ανάπλιν – Ανάπλι εμφανίζεται κατά πρώτον στα υστεροβυζαντινά χρόνια:
Συγκεκριμένα το όνομα Ναύπλιον αναφέρεται κατά πρώτον από τον Βυζαντινό ιστορικό Γεώργιο Κεδρηνό, πού έγραψε γύρω στα 1100 μ.Χ., στο έργο του Σύνοψις Ιστοριών: «στρατηγούντος έν Ναυπλίω Νικηφόρου Πατρικίου = όταν στρατηγός στο Ναύπλιο ήταν ο Ν. Π.» (Migne, τ. 122 II 499, σ. 232).
Το όνομα επισημαίνεται και πάλιν σε υπόμνημα του επισκόπου Ναυπλίου και Άργους Λέοντοςσυνταχθέν κατά το έτος 1144 μ.Χ. Ακολούθως το συναντούμε στους ιστορικούς Μιχαήλ Χωνιάτη Ακομινάτο και Νικήτα Χωνιάτη Ακομινάτο πού έγραψαν γύρω στο 1200 μ.Χ. Λέγει ο Μιχαήλ σε επιστολή του προς τον ανεψιό του Γεώργιο Σεβαστόν: «Οι μεν φασιν εκ των παρακρήμνων Ναυπλίου σκοπέλων…= Άλλοι μεν λέγουν από τα απόκρημνα βράχια του Ναυπλίου». Και ο Νικήτας: «Ο δεΣγουρός ούτος εκ Ναυπλίου γεγενημένος…» (Χρονική Διήγησις, σ. 800).
Τον τύπον αυτόν του ονόματος θα τον συναντήσωμε ακολούθως στους Ιστορικούς της αλώσεωςΓεώργιο Σφραντζή και Λαόνικο Χαλκοκονδύλη. Ο Σφραντζής γράφει: «Και εν Ναυπλίω τον πλείονα καιρόν διέτριβε» (Χρονικόν, Migne, τ. 156 IV 407, σ. 983). Και ο Χαλκοκονδύλης: «Ην δε ο νεανίας Πριάμου παις, του Ναύπλιον επιτετραμένου παρά Ουενετών = Ήταν δε ο νέος αυτός γυιός του Πριάμου, αυτόν που οι Βενετοί είχαν τοποθετήσει στο Ναύπλιον» (Απόδειξις Ιστοριών, Migne τ. 159 IX 241, σ. 445).
Το όνομα Ανάπλιον, και απλοποιημένο Ανάπλιν και Ανάπλι, εμφανίζεται κατά πρώτον στο Βυζαντινό ιστορικό και λόγιο Γεώργιο Παχυμέρη (1242-1310;), ο οποίος στο έργο του Μιχαήλ Παλαιολόγος, γράφει: «τα κατά την Πελοπόννησον ταύτα, Μονεμβασίαν, Μαΐνην, Ιεράκιον, Μυζηθράν (Ανάπλιον δε και Άργος εν Αμφιβόλοις ετίθει = Το Ναύπλιον και το Άργος ανέθεσε στους Αμφιβόλους)» (Migne τ. 143 I 88, σ. 523).
Την ίδια εποχή (περ. 1300 μ.Χ.) το μνημονεύει ο συγγραφέας του Χρονικού του Μορέως. Ο τύπος αναγράφεται και στις τρεις παραλλαγές. Δηλαδή μορφή Ανάπλιον (στ. 1587 και 2766), μορφή Ανάπλιν (στ. 2085) και Ανάπλι (στ. 2871) (Έκδ. J. Schmidt, Methuen, London 1904).
Και πάλιν μεταγενεστέρως συναντάται στον Γεώργιο Σφραντζή στη μορφή Ανάπλιν: «και πάλιν ευρίσκετο εις τε τον δεσπότην κύρ Δημήτριον και εις το Ανάπλιν, τον πλείονα καιρόν» (Χρονικόν Μικρόν, Migne τ. 156 υξ’, σ. 1070). Και πάλι θα το συναντήσομε στον Δωρόθεο Μονεμβασίας στο έργο του Χρονογράφος (γύρω στο 1600 μ.Χ.).
Β’ Ετυμολογικά. Η ετυμολογία της λέξεως Ναυπλία είναι διαφανής. Δηλαδή η λέξις παράγεται εκ του ναύς + πλέω. Ο Στράβων εξηγεί την ετυμολογία της λέξεως ως εξής: «το δ’ έτυμον από του ταις ναυσίν προσπλείσθαι = την ετυμολογία της λέξης ερμηνεύει από τα πλοία» (VIII, p. 368). Υπήρχε όμως και η θέσις ότι το όνομα της πόλεως ωφείλετο στον Ναύπλιο, υιόν του Ποσειδώνος και τηςΔαναΐδος Αμυμώνης.
Ο Ναύπλιος υπήρξε ο θεμελιωτής και πρώτος οικιστής της πόλεως αυτής. Γράφει ο Παυσανίας:«οικιστής δε εγένετο αυτής Ναύπλιος Ποσειδώνος λεγόμενος και Αμυμώνης είναι = αυτός που έχτισε την πόλη ήταν ο Ναύπλιος ο οποίος κατά την παράδοση ήταν γυιός του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης» (II 38 2).
Ο Παυσανίας δηλαδή θεωρεί το όνομα κυριώνυμο. Ας σημειωθή ότι η τάσις αυτή, του να αναζητούνται δηλαδή για τα τοπωνύμια πρώτοι οικιστές, είναι αρκετά διαδεδομένη στους αρχαίους χρόνους. Την άποψη όμως αυτή απορρίπτει ο γεωγράφος Στράβων ισχυριζόμενος ότι προηγείται το όνομα της πόλεως, ενώ το όνομα Ναύπλιος είναι νεώτερο δημιούργημα: «Από τούτου (του ετύμου) δε πεπλάσθαι φασί τον Ναύπλιον και τους παίδας αυτού παρά τοις νεωτέροις = Λέγεται δε ότι οι μεταγενέστεροι ξεκινώντας από την ονομασία αυτή ( της πόλης) δημιούργησαν το Κύριο όνομα που έδωσαν στον Ναύπλιο και τους απογόνους του». Και συνεχίζει αιτιολογών τη θέσιν του: «Ου γαρ Όμηρων αμνημονήσαι αν τούτων = Γιατί ο Όμηρος δεν θα μπορούσε να τους ξεχάσει» (VIII, p. 368).
Ο Στέφανος ο Βυζάντιος (6ος αιώνας μ.Χ.) υιοθετεί αυτή τη θέση: «Ναυπλία, πόλις Άργους. Στράβων ογδόη «από του ταις ναυσί προσπλείσθαι». Οι οικούντες Ναυπλιείς, ως Στράβων» (s.v. Ναυπλία). Αντιθέτως ο αρχαίος σχολιαστής του Ευριπίδη υιοθετεί τη θέσιν του Παυσανία: «Ναύπλιος γαρ Αργείος ανήρ, ναυτικής εμπειρίας έμπειρος… ότι εν λιμένι διέτριβε, εκ τούτου ομώνυμος αύτω ο λιμήν» (Σχόλιο στο στίχο 472 του Ορέστη).
Το ότι ο Ναύπλιος ήταν δεινός θαλασσοπόρος μαρτυρείται και από τον Απολλώνιο τον Ρόδιο: «Ναύπλιον, ος περί πάντας εκαίνυτο ναυτιλίησιν = ο Ναύπλιος ο οποίος εξουσίαζε τους πάντες με τον στόλο του( τη ναυτική δύναμη)» (Αργοναυτικά, στ. 138).
Το λεξικό της Σούδας αναφέρεται στη σιγή του Ομήρου, πού μνημονεύει ο Στράβων, και δίδει μία ερμηνεία: «Τα δε ποιήματα αυτού ηφανίσθη υπό των Αγαμέμνονος απογόνων δια βασκανίαν. Υπολαμβάνω δε και τον ποιητήν Όμηρον αυτό τούτο πεπονθέναι, και μηδεμίαν του ανδρός μνήμην ποιήσασθαι = τα έργα αυτού χάθηκαν ( ξεχάστηκαν) από τους απογόνους του Αγαμέμνονα για λόγους αντιζηλίας. Υποψιάζομαι μάλιστα ότι και ο ποιητής Όμηρος αυτό έπαθε και δεν μνημονεύει τον άνδρα πουθενά» (δηλ. του Παλαμήδη) (λ. Παλαμήδης).
Ο Παλαμήδης, ως γνωστόν, μετέσχε του Τρωικού Πολέμου και είχε οικτρό τέλος από τέχνασμα του Οδυσσέα. Ήταν γιος του Ναυπλίου και της Κλυμένης. Ο εδώ αναφερόμενος Ναύπλιος ήταν πέμπτος απόγονος του πρώτου Ναυπλίου.
Το όνομα Ναύπλιον είναι ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του κτητικού επιθέτου Ναύπλιος, το οποίο, ως ήδη ελέχθη, θεωρείται παράγωγο του ονόματος Ναυπλία. Το εθνικό όνομα του τύπου αυτού είναι Ναυπλιώτης / Ναυπλιώτισσα και το κτητικό Ναυπλιακός και Ναυπλιώτικος.
Το όνομα Ανάπλιον παράγεται από το πρόθεμα (προτακτικό φωνήεν) α + Ναύπλιον, με απλοποίησιν του συμφωνικού συμπλέγματος fpl στο δεύτερο συνθετικό. Εθνικό όνομα του τύπου αυτού είναι Aναπλιώτης και Αναπλιώτισσα και το κτητικό Αναπλιώτικος.
Ας σημειωθή ότι η πόλις ως πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδος επί πενταετίαν (1829-1834) καταγράφεται και ως Ανάπλιον, ονομασία πού μέχρι σήμερα διατηρείται σε χρήσιν λαϊκή και λογοτεχνική. Το πρόθεμα α στη λέξι Ανάπλιον αναπτύχθηκε χάριν ευφωνίας και απλοποιήσεως. Τούτο, ως γνωστόν, συνέβη και σε άλλα τοπωνύμια, όπως Ναύπακτος – Έπαχτος κ.λπ. Το προτακτικό φωνήεν είναι συνηθέστερο στην ποιητική γλώσσα και συνήθως δεν διαφοροποιεί τη σημασία της λέξεως. Έτσι ο τσιγγάνος λέγεται και Ατσίγγανος, η βδέλλα και αβδέλλα, η σκιά και ίσκιος, η μασχάλη και αμασχάλη, κ.λπ.
Συμπερασματικά, κατά την πιθανότερη θέσιν, η Ναυπλία είναι ή το πρώτον υπάρξασα λέξις και παράγεται εκ του ναύς + πλέω. Δηλώνει δε τον τόπο στον οποίο προσωρμίζοντο τα πλοία των χρόνων εκείνων, εύρισκαν δηλ. καλό αραξοβόλι.
Αθανάσιος Βερτσέτης
Ομότιμος Καθηγητής Παν/μίου Αθηνών
Σταυρούλα Πετράκη – Βερτσέρη
Σχολική Σύμβουλος
* Η μετάφραση των αποσπασμάτων από τα αρχαία, έγινε από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη.
Πρακτικά Γ’ Τοπικού Συνεδρίου Αργολικών Σπουδών, Ναύπλιο 18-20 Φεβρουαρίου 2005, Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, Αθήναι, 2006.