ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΤΑΝΕ στη μικρή παλιά ενοριακή εκκλησία τον Άϊ Σπυρίδωνα, τον Κορφιάτη άγιο. Πήγαινε πολύ πρωϊ σ’ αυτή.
Βγήκε από το Παλάτι πέντε η ώρα ντυμένος βαθυγάλαζη ρεντιγκότα με διπλά κουμπιά ασημένια, που παρασταίνανε το Φοίνικα, μ’ άσπρο λινό πανταλόνι και κασκέτο από τσόχα βαθυγάλαζη κι’ αυτό, τέλος στο σύνολο με στολή πούμοιαζε στρατιωτική ρούσσικη, πέρασε από το Συντριβάνι, έστρεψε δεξιά, σε λίγα βήματα γύρισε κι’ ανέβηκε αριστερά, πάλι δεξιά και πάλι αριστερά και πρόβαλε στο πλάτωμα της εκκλησιάς, μόλις φάνηκε από τ’ αγκωνάρι του ιερού είδε ανηφορικά στ΄ άνοιγμα του μικρού δρομάκου (σούδες τα λένε στ΄ Ανάπλι αυτά τα σοκάκια τα στενά) που ανηφόριζε κατά το κάστρο, είδε τους Μαυρομιχάληδες να παραφυλάν αντικρύζοντας τη θύρα του καθολικού, όπου θάμπαινε. Μια στιγμή δίστασε και κοντοστάθηκε, μα ξανάπιασε το δρόμο του, πέρασε από κοντά τους και χαιρέτησε…Έπεσε ο μισός μέσα στης εκκλησιάς τη θύρα. Το φιλότιμο τον έφαγε, λέει ο λαός.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ…ΕΔΩ