…Στρατοκόπος που διασχίζει τον ανατολικό Μοριά τραβώντας κατά τον νότιο κόρφο του, σαν προσπεράσει της Νεμέας τις σκυθρωπές κλεισούρες και τις λαγκαδιές, βλέπει σε λίγην ώρα ν’ ανοίγεται μπροστά του, φαρδύς και ολόφωτος, ένας μεγάλος κάμπος καρπερός. Κάτω από τον πλατύστερνο θολό τ’ ουρανού, που πριν από λίγο τον λιβάνιζε ερημικά με τον ανασασμό του το θυμάρι, τώρα μια βλάστηση χαρούμενη απλώνεται. Είναι μια χώρα ήμερη, με γη αφράτη και παχειά, σάρκα όλο χυμό, που στέκεται παραδομένη ολοχρονίς, ατάραχα, στη μυστική κυοφορία.
Η ευλογημένη τούτη χώρα είναι ο κάμπος ο αργολικός.
Ο στρατοκόπος που πορεύεται κατά τα νότια, περνώντας κάτω από ψηλές, γλυκόθροες λεύκες, νιώθει σε λίγο τον αέρα γύρω να αλαφρώνεται. Κάποια φρεσκάδα διάχυτη, κάτι καινούργιο και αγνό, αναφτερώνει την ανάσα. Δεξιά από τον κάμπο, που ήρεμα απλώνεται φεύγοντας πίσω, μια φωτεινή γραμμή, αδιόρατη ίσαμε κείνη τη στιγμή, ξάφνου φαρδαίνει, φέρνει ζωή, σπιθίζει, χρωματίζεται. Είναι η θάλασσα. Μερικά βαλτονέρια απόμακρα, κρυμμένα πίσω από βούρλα αγκαθερά, γλυκομυρίζουν με το βράδυ. Η αστραφτερή λάμψη του πόντου αντικαθρεφτίζει αυγατισμένο το φέγγος τ’ ουρανού. Όμως εκεί, στο βάθος του τοπίου φράζοντας τον κάμπο, μια γλώσσα βραχωμένη ξεπετιέται απόκοτα από τη στεριά βουτάει μέσα στη θάλασσα και κλείνει τον ορίζοντα μ’ αδέκαστη και σκυθρωπή ορμή. Μοιάζει, καθώς την κοιτάζεις σαν θεόρατο πέτρινο λιοντάρι, πεσμένο κατά γης με την κοιλιά, το κεφάλι του αγριωπά στυλωμένο, και που τεντώνει το ένα του ποδάρι για να κρούσει πεισματερά το γαλανό κύμα.
Πάνω στο ακρωτήρι τούτο, που φράζει με τον τεφρό του όγκο τον κρουσταλλένιο ορίζοντα, μια πολιτεία πανάρχαιη είναι κουρνιασμένη. Αρχόντισσα άλλοτε, τώρα απολησμονημένη και γριά, κρατεί το ίδιο πάντα ακριβό όνομα. Είναι τ’ Ανάπλι. Τα τειχιά της υψώνονται ακόμα, οδοντωτά και αγέρωχα, συμμαζεμένα σε προαιώνια στάση ανήσυχης απαντοχής. Αγριωπό και με σμιχτά φρύδια τ’ ορθοστημένο πέτρινο κεφάλι λαγοκοιμάται, κι όμως – έτσι που το κοιτάζεις – νιώθεις πως μέσα στον ύπνο του δεν αποξεχνιέται ποτέ. Στητό, αυτιάζεται αδιάκοπα τον άνεμο της θάλασσας, οσμίζεται και καρτερεί.
Εκεί, στην αντριωμένη κι όμορφη τούτη πολιτεία, είχε στυλωμένο το μάτι του, αναθυμούμενος κάποια παραμύθια της γριάς βάγιας του, ο νεαρός καβαλάρης που, κάποιο φθινοπωρινό δείλι του 1292, περνούσε αργοπορημένος τον Αργολικό κόλπο. Ο ήλιος έγερνε δεξιά, πάνω στ’ αρκαδικά βουνά, γλιστρώντας σαν μπάλλα σύφλωγη μέσα σε σύννεφα κοκκινωπά, κουρελιασμένα. Κάτω από τις ψηλές λεύκες του δρόμου πλήθαινε, υγραίνοντας τον αέρα, η νοτερή σκιά, ενώ το χώμα, ποτισμένο ακόμα από τη πρωϊνή βροχή, έκανε μαλακό και δύσκολο το βάδισμα του αλόγου……
Α. ΤΕΡΖΑΚΗΣ
Η πριγκιπέσσα Ιζαμπώ εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας