…Ό,τι έβλεπα από το λόφο του χωριού δεν ήταν παρά ένα γενικό πλάνο μέ ακαθόριστα σχήματα. Σάν μόνα ξεχωριστά σημάδια ήσανε τό Μπούρτζι, πού τό θαρρούσα αγκυροβολημένο καράβι, τά συγκεντρωμένα σπίτια τ’ Άναπλιοΰ στην πρόσοψη της Ακροναυπλίας, και λίγο αριστερότερα τό Παλαμήδι. Μερικά πρωινά, πού ό ήλιος δέ σού θαμπώνει τήν ορατότητα, είχα τή δυνατότητα νά διακρίνω και κάποιες λεπτομέρειες- έβλεπα τή γραμμή τών κάστρων, τό μεγάλο οικοδομή μα τών φυλακών, καθώς και τά διάφορα εμπορικά πλοία μπροστά στο λιμάνι…
…Μέ αυτά και διάφορα άλλα τ’ Άνάπλι επιδρούσε επάνω μου μέ μιά διφορούμενη σημασία: Άπό τή μιά μοΰ προκαλούσε έναν ανεξήγητο θαυμασμό κι άπό τήν άλλη έπιθυμοΰσα νά πηγαίνω μόνο στο ‘Άργος καθώς ό λαϊκός και θορυβώδης παλμός του μέ προσγείωνε και μέ κατακτοΰσε.
Τ’ Ανάπλι εΐχε μια δική του ξεχωριστή αϊγλη αλλά και συνάμα κάπως ψυχρή. Ένώ δηλαδή τό θαύμαζα κι εκστασιαζόμουνα με τις τόσες περγαμηνές του, παράλληλα θαρρούσα πώς μ’ επιτηρούσε αυστηρά νά μη φύγω άπό μιά πειθαρχημένη τάξη.
Για ολόκληρο το κείμενο κάντε “κλικ” στην εικόνα.