Τό Βουλευτικό του Ναυπλίου

ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 19ου ΑΙΩΝΟΣ, δυό παλληκάρια από τη Βενετία, από­γονοι πλουσιωτάτης οικογενείας όπου έμενε στο Ναύπλιο όλη την τε­λευταία βενετζιάνικη κυριαρχία, ήλθαν στο Ναύπλιο με γερές συστά­σεις προς τον υποπρόξενο της Όλλανδίας Ρούπαν. Είχαν φέρει μαζί τους και σχεδιάγραμμα, όπου με κάθε ακρίβεια σημειωνόταν ή θέσις πού κοντά στη σκευοθήκη του Σαγρέδου, δηλαδή στο σημερινό στρατώνα της πλατείας, ένας πρόγονός τους, ίσως ο τελευταίος «προ­βλεπτής» του Ναυπλίου, είχε θάψει τις παραμονές της παραδόσεως της πόλεως τα μετρητά του, τα τιμαλφή του και όλο τό δημόσιο χρήμα. Άλλα ή θέσις αυτή όπως έξηκρίβωσαν με τον Ρούπαν, βρισκόταν μέσα στον περίβολο του Σεραγιού του Άγά-πασσά. Μα εύκολα ήλθαν σε συνεν-νόησι μαζί του, ό όποιος εσύστησε και στους τρεις απόλυτη μυστικό­τητα. ‘Άψε-σβύσε ο πασσάς και τα δυο παλληκάρια βρήκαν τη θέσι και τήν ίδια νύκτα τήν άνέσκαψαν και βρήκαν τον κρυψώνα και τους θη­σαυρούς του. Μα τόσο φούντωσε το μυαλό του Άγά-πασσά ή θέα του αμύθητου αυτού θησαυρού και τόσο κόρωσε τήν πλεονεξία του, ώστε παρ’ όλη τή φήμη ως φιλανθρώπου, ξάπλωσε και τα δυό παλληκάρια νε­κρά με μιά αξινιά κατακέφαλα και τάθαψε στον ίδιο το λάκκο του θη­σαυρού. Κανένας άλλος από τον πασσά και τον Όλλανδό πρόξενο δεν ήξερε το φθάσιμο τών δυό παλληκαριών και κατά περισσότερο λόγο τον σκοπό τους κι’ έτσι τό κακούργημα κανείς δέν τό πήρε χαμπάρι. Ό πασ­σάς είπε στον πρόξενο πώς αφού τρε ις νύχτες έψαχναν και δέν βρήκαν τίποτε, τά δυό παιδιά έφυγαν ξαφνικά μέ κάποιο ραγοζαίο καράβι. Ό Ρούπαν πού είτε πίστεψε είτε έκανε πώς πίστεψε αυτόν τον μύθο, είτε από φόβο του, δέν ξανάκανε πιά λόγο.

Μά μόλις ό πασσάς ήλθε στά συγκαλά του, ένοιωθε τις αξινιές πού σκότωσαν τα παλληκάρια σάν τσεκουριές κατά της συνειδήσεώς του γιά το διπλό έγκλημα του. Κάθε μέρα γινόταν και μελαγχολικώτερος, πιό αμίλητος, χώρια πού οικογενειακές ατυχίες και θάνατοι συγγενών του τον έκαναν κουρέλι, αφού μάλιστα δεν μπορούσε να πή τον πόνο του, γιά να απαλύνη τη νευρασθένειά του. Μετά μερικούς όμως μήνες πέρασε από το Ναύπλιο, ερχόμενος από τη Μέκκα και κατευθυνόμενος στην Τριπολιτζά, ένας σεβάσμιος βεζύρης.. “Ε! σ’ αυτόν πια ξέχυσε το μυστικό των βασάνων του. Αυτός δε τον συμβούλευσε νά χτίση ακριβώς στη θέσι τοϋ διπλού εγκλήματος και με τά λεπτά του θησαυρού έναν πολυτελή τεκέ, γιά νά προσεύχεται επτά φορές την ημέρα γιά την έξι-λέωσι τής ψυχής του.


Μέσ’ στη βδομάδα άρχισε το κτίσιμο του τεκέ πού τέλειωσε γύρω στά 1818. Μά δεν πρόφθασε ό Άγά-πασσάς όχι να προσευχηθή σ’ αυτόν, μα ούτε καν νά τον δή τελειωμένον. “Ενα πρωί, καθώς επέβλεπε τις τελευ­ταίες εργασίες από το μπαλκόνι του, κατέρρευσε αυτό κι’ εκείνος έγινε μαρμελάδα στο καλντερίμι. Όμως η χήρα του Φατιμέ χανούμ, διαβλέ­πουσα σ’ όλα αυτά θεία έκδίκησι γιά κανένα έγκλημά του άγνωστο της και θέλοντας νά έξαγνίση την ψυχή του, ξανάχτισε τον τεκέ.


Αμέσως άπό τις 30 Νοεμβρίου 1822 ανήμερα τοϋ Άγιου Ανδρέα, με την ανάκτησι τοϋ Ναυπλίου, άλλαξε προορισμό ό τεκές του Άγά-πασσά. Προωρίσθηκε γιά τις συνεδρίες του βουλευτηρίου και ώνομάσθηκε «Βουλευτικό».

Ε. Λυκουλης

«Τό “Βουλευτικό” τοϋ Ναυπλίου» στο Π. Λιαλιάτσης,

Ναυπλιακή Ανθολογία (1540-1968),

εκδ. Συλλόγου «Ο Παλαμήδης», Ναύπλιον 1969