Ιταλοί και Γερμανοί στην Αργολίδα

Οι Ιταλογερμανοί στην Αργολίδα
Μνήμες του Αργείτη
Ανδρέα Χριστόπουλου (Φοίβου)

Η Πατρίδα μου σ’ ευγνωμονεί

Ανδρέας Χριστόπουλος

Απριλιάτικο πρωινό! Οι κάμποι λουλουδιασμένοι, χρωματισμένοι, μυρωμένοι, πλουμισμένοι ομορφιά και χάρη.

Τα φύλλα των πανύψηλων λεύκων χρυσοπρανίζουν παίζοντας χαϊδευτικά  με τα χρυσάχτιδα του φρεσκολουσμένου Ήλιου κι ο Ερασίνος φειδωτός, πλημμυρισμένος ροδοδάφνες και νούφαρα κυλάει αθόρυβα προς τον Αργολικό μέσα από καταπράσινους μ’ Ανατολίτικα χαλιά.

Τα βουναλάκια της Αργολίδας ήρεμα, αθόρυβα, γκριζοπράσινα χασμουργιώνται τεμπέλικα στ’ αντανάκλασμα τ’ αυγινού φωτοβασιλιά και το Βενετσιάνικο κάστρο της Λάρισσας σαν θεόρατος άγρυπνος σκοπός αγναντεύει την ομορφιά της γης του Δαναού και μοιάζει σαν να συμμαζεύεται ειρηνικά, ντροπαλά για το σκοπό που χτίστηκε στα παλιά τα χρόνια.

Πέρα τα φτωχόσπιτα της Αργολίδας ήσυχα, πλανεμμένα, τυλιγμένα στους μπαξέδες τους, σαν τίποτα να μην έχει ταράξει την ονειρομορφιά τους, την απλότητά τους, την γαλήνη τους.

Οι διαβάτες ανάρια – ανάρια έχουν πιάσει τις άκρες των δρόμων και με αβέβαια βήματα, γεμάτοι έκπληξη κι ακαθόριστα συναισθήματα για την πρωινή τούτη γαλήνη, τραβάν στα κέντρα της πόλεως για τις προμήθειές τους, τις δουλειές τους, τις υποθέσεις τους, σαν τίποτε να μην συμβαίνει, σαν να σκορπίστηκε με μιας ο φόβος, σαν να τελείωσε απότομα το ρηγμαδιό του πολέμου ή να μεταβλήθηκε άξαφνα σ’ άφθαστη ευρηνεμένη, ευτυχισμένη, πολυποθούμενη εποχή.

Κι ως τόσο, μια ατελείωτη φάλαγγα Αγγλικών αυτοκινήτων φορτωμένων υλικό και στρατό, τραβάει και ξεχύνεται σ’ όλους τους κεντρικούς δρόμους π’ οδηγούν σε χωριά, σε πολιτείες απόμακρες κοντινές ή αχτές της Ακροναυπλίας.

Πιο κάτου στο δρόμο τα’ Αναπλιού, μια μακρυά ουρά από λεβεντόκαρδους Αυατραλούς, Άγγλους και Νεοζηλανδούς, παραγωγικά, περήφανα, ψύχραιμα, γαλήνια, ακούραστα, σαν νάναι βέβαιοι για την απέραντη δύναμή τους και την τελική τους νίκη, τραβάνε για το Τολό ή για τα’ Ανάπλι, που θα τους παραλάβουνε γλήγορες κορβέτες, εμπορικά, πολεμικά ή υδροπλάνα και θα τους φέρουνε στις μακρινές πατρίδες τους ή στ’ άλλα μέτωπα της Κρήτης, της Αφρικής ή της Δύσης για να κάνουν κ’ εκεί το καθήκον τους, όπως η μεγάλη τους χώρα προστάζει. Και μαζί με το μούγκρισμα τόσων βουερών μηχανών, σαν πελώριοι αετοί ξαγμάντισαν ανάερα τα φτερά των Ούννων και παρακολουθάν τις φάλαγγες. Κι όμως των Άγγλων δεν τους καίγεται καρφί. Με τα ντουφέκια και τα πολυβόλα πάνου στ’ αμάξια, χωρίς από αέρα υποστήριξη, στραμμένα ψηλά, προχωράν στο σκοπό τους σύμφωνα με τις διαταγές πώχουν λάβει, γιατί ο καιρός είναι πολύτιμος… δεν τους παίρνει πιά.

Μα των Ούννων άλλες είναι οι βουλές σήμερα. Δε βομβαρδίζουν τις φάλαγγες και τόσο στους δρόμους, δεν πολυβολάνε τις γυναίκες στα σπίτια, δεν σκοτώνουνε τους Αγρότες που ειρηνικά δουλεύουνε στα χωράφια τους – παράξενη μεταμόρφωση!- Γι’ άλλο μεγαλύτερο ψάρι ρίχνουν τα δίχτυα τους σήμερα. Δεν θέλουνε ψιλόψαρα… Κι έτσι, σιγοψάχνοντας, βουτώντας, ή ανεβαίνοντας, γυρίζοντας ή προχωρώντας, φτάνουν στον Αργολικό, ερευνάν μέχρι τα’ Άστρος και γυρνάνε στο λιμάνι τα΄Αναπλιού.

Κει πέρ, λίγα εμπορικά έχουν φουντάρει από την νύχτα και περιμένουν το φορτίο τους. Μα τα Ούννικα μάτια τα κελάρισαν – ή κάποιος Αναπλιώτης, όπως λένε τα κακά στόματα – Και να! Τώρα διαγράφουν κύκλους πανωθέ τους, βουτάνε, σηκώνονται, παίρνουν γωνίες τα ΣΤΟΥΚΑΣ και μ’ απαίσιο σφυρυχτιό ξαπωλάνε τις μπόμπες τους στα καταστρώματα των πλοίων.

Οι κρότοι δονάνε το σύμπαν. Τα ουρλιαχτά των βομβών μοιάζουν πελώριας σαϊτας πέταγμα, τα πολυβόλα της ξηράς και των καραβιών κροταλίζουν απαίσια. Ένα ΣΤΟΥΚΑΣ παίρνει το δρόμο του Άδη, δεύτερο τρεκλίζει και χάνεται μέσα στους καπνούς., κι ένα καράβι στ’ ανοιχτά χτυπιέται θανάσιμα και γέρνει πονεμένα στο μπλάβο κοιμητήρι τα’ Αργολικού για πάντα.

Πιο πέρα στο λιμάνι κοντά, ένα δεύτερο χτυπιέται και πνίγεται ολότελα στις φλόγες του. Μα και κάποιο άλλο ΣΤΟΥΚΑΣ τραυματίζεται βαριά και πέφτει μαλακά στο αεροδρόμιο τα’ Άργους για να πληρώσει το πλήρωμά του, τις δολοφονίες του απ’ τους Αυστραλούς. Θεία δίκη.

…Ο ήλιος γέρνει στη δύση του. Οι κάμποι κι η θάλασσα στρωμένοι στους καπνούς κι ατμούς των εκρήξεων. Ο Αργολικός φουρτουνιασμένος πιά με πελώρια  αφρισμένα κύματα, βογγάει παράξενα μέσα στην άνοιξη, σαν μοιρολόγι ανείπωτο, σα να κλαίει τον άδικο χαμό της ανθρωπότητας, σέρνει από τα’ ανοιχτά και ξερνάει στις ακρογιαλιές του κάθε είδους συντρίμμι από την μανία των ανθρώπων και μέσα σ’ όλα τα κύματα σκαμπανεβάζουν ανθρώπινα κορμιά παραμορφωμένα, φουσκωμένα, μελανιασμένα, απάισια, παράξενα, παράδοξα, τυμπανιασμένα. Λες πως κι ο Άδης συνωμότησε με τους Ούννους, για να φέρη στα μάτια μας τη φρίκη του σ’ όλη της τη μεγαλοπρέπεια.

Και τώρα ένα κορμί παλικαριού τινάζεται με γδούπο πρώτο στ’ ακρογιάλι της Κίου κι οι ψυχραιμότεροι το πλησιάζουν με πόνο και σπαραγμό ψυχής. Στο ένα χέρι κρατάει ακόμα τις διόπτρες σφιχτά, στη μέση του ζωσμένο καλά το μπιστόλι και στον ώμο περασμένο το δισάκι της εκστρατείας. Το όλον του δείχνει βαθμοφόρο τα’ Αγγλικού στρατού – Υπολοχαγός αν δε γελιόμαστε – στ’ άλλο του χέρι μια χρυσή ταυτότητα λέει τα’ όνομά του.

…Ένας τάφος πλάι στο κύμα που τον έφερε ανοίχτηκε με ευλάβεια. Λίγα λουλούδια από χέρια κοριτσιών στόλισαν το φτωχικό του. Ένας σταυρός ξύλινος στήθηκε παράμερα και δάκρυα – δάκρυα πόνου ράντισαν το χώμα τ’ άμοιρου παλικαριού της μακρυνής πατρίδας.

Πέθανε για την Ελλάδα και τον Πολιτισμό.

-Αιωνία σου η μνήμη ξανθό παλικάρι της Αλβιώνας

Η πατρίδα μου σ’ ευγνωμονεί.

Απρίλιος 1941

 

ΟΙ  ΙΤΑΛΟΓΕΡΜΑΝΟΙ ΣΤΟ ΑΡΓΟΣ

ΚΑΙ Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Οι επίστρατοι της Αργολίδας στον ελληνοϊταλικό πόλεμο 194041 στελέχωσαν το 8ο Σύνταγμα Ναυπλίου (IV Μεραρχίας), το οποίο ήταν μια από τις ελάχιστες μονάδες που μετά τη συνθηκολόγηση συμπτύχθηκε με τάξη και στις 9/10.5. 1941 διεκπεραιώθηκε στην Πελοπόννησο (Ψαθόπυργο), όπου και διαλύθηκε.

Οι Γερμανοί έφτασαν στο Άργος πολύ νωρίτερα, την ίδια ακριβώς μέρα πού έφτασαν και. στην Αθήνα. Τμήματα της Μεραρχίας των SS — Leίbstandarte «Α.Η.» (Σωματοφυλακή «Αδόλφος Χίτλερ») κινούμενα ταχύτητα. από τα Ιωάννινα διεκπεραιώθηκαν στην Πελοπόννησο τη νύχτα της 25/26.4.1941. Παράλληλα το 2ο Σμήνος Μάχης, ενισχυμένο από το 2ο Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών, από τη Φιλιππούπολη, προσγειώθηκε στη Λάρισα στις 25.4. 1941 και την επομένη επεχείρησε την κατάληψη του Ισθμού και την αποτροπή της ανατίναξης της γέφυρας. Ο πρώτος στόχος επετεύχθη, ο δεύτερος όμως όχι. Το Ι Ι Τάγμα του Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών, καταδιώκοντας το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα, έφτασε στο Άργος στις 17.00 της 27.4. 1941.

Τις αμέσως προηγούμενες μέρες η γερμανική αεροπορία, η οποία είχε την αποκλειστική κυριαρχία στους ελληνικούς αιθέρες καταδίωκε ανηλεώς τις συμμαχικές δυνάμεις πού υποχωρούσαν. Η πόλη βομβαρδίστηκε στις 26 και 27 Απριλίου 1941 με θύματα 40 Αργείτες και 3 Άγγλους. Το πρωινό, μάλιστα, της 27ης Απριλίου 1941 και ενώ ο π. Νικόδημος Βρέλλος τελούσε την τελευταία ελεύθερη λειτουργία στην Κατακεκρυμμένη, ένα γερμανικό αεροπλάνο έριξε βόμβα έξω από την είσοδο της σπηλιάς που βρίσκεται κάτω από το μοναστήρι με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 18 άτομα. Στην σπηλιά είχαν καταφύγει Αργείτες και άνδρες του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος για να προφυλαχθούν από τούς γερμανικούς βομβαρδισμούς.

Λίγες ημέρες μετά την είσοδο των Γερμανών στην πόλη έφθασαν και, οι Ιταλοί «συγκιρίαρχοι», οι οποίοι και. είχαν αναλάβει την κύρια ευθύνη «κατοχής» της Πελοποννήσου. Στην πόλη του Άργους εγκαταστάθηκε η Γερμανική Διοίκηση και. η Γκεσταπό (μέγαρο Κωνσταντόπουλου), ενώ μικρές γερμανικές μονάδες διασκορπίστηκαν στα χωριά τον κάμπου. Εκεί , όμως, που έδωσαν ιδιαίτερη σημασία οι Γερμανοί ήταν το αεροδρόμιο τον Κουτσοποδίου, το οποίο και αποτέλεσε μια από τις κυριότερες βάσεις τους για την κατάληψη της Κρήτης. Το αεροδρόμιο υπήρξε αργότερα στόχος των Βρετανών και η πρώτη επίθεση της RAF εναντίον του καταγράφεται στις αρχές Νοεμβρίου 1941.

Η Ιταλική Διοίκηση (Ρresidium Commando) εγκαταστάθηκε στο Δημαρχείο, η Ιταλική Στρατιωτική Μυστική Αστυνομία στο κτίριο Κωλέτη (Δαναού 33), ενώ ο κύριος όγκος των ιταλικών κατοχικών δυνάμεων εγκαταστάθηκε στους Στρατώνες της πόλης.

‘Ενα από τα πρώτα προβλήματα που ανέκυψαν ήταν ο επισιτισμός των κατοίκων. Οι ανάγκες του πολέμου, η έλλειψη εργατικών χεριών λόγω της επιστράτευσης, η απόκρυψη τροφίμων και οι επιτάξεις δημιούργησαν εκρηκτική κατάσταση στην πόλη από τον Ιούνιο του 1941 που κατέληξε σε εξέγερση τον πληθυσμού και λεηλασίες. Το ενδιαφέρον, όμως, της Εκκλησίας (οργάνωση συσσιτίων) και η δράση του Ερυθρού Σταύρου λειτούργησαν ανακουφιστικά απέναντι. στο μείζον αυτό πρόβλημα. Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα, πραγματικό άγος για την πόλη, υπήρξε η αναγκαστική προσφορά εργασίας στις αρχές κατοχής. Ο Δήμος προσπάθησε να δώσει κάποια λύση με τη συγκρότηση Επιτροπής εξασφάλισης εργατικών χεριών. Η Επιτροπή λειτούργησε αποτελεσματικά, αν και δεν έλειψαν οι κατηγορίες για καταχρήσεις. ‘Ενα μελανό σημείο των σκληρών εκείνων ημερών υπήρξε η συνεργασία πολλών με

τις αρχές κατοχής. Άλλοι κάτω από το φάσμα της πείνας και. άλλοι. με την προσδοκία τον εύκολου πλουτισμού πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στους ξένους κατακτητές. Ξεχωριστή, επονείδιστη είναι η περίπτωση του Μποζιονέλου ή Γράτσου, στενού συνεργάτη τον στυγνού καραμπινιέρου Domilio.

Ο Αργείτικος, όμως, λαός ήταν επόμενο να αντιδράσει. και να στελεχώσει, τις δυνάμεις τις αντίστασης, κυρίως τις τάξεις τον ΕΑΜ. Αυτό οδήγησε στη σκλήρυνση της στάσης των Γερμανών, οι οποίοι μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών (8.9. 1943) ανέλαβαν αποκλειστικά το βάρος της «κατοχής» της Χώρας.

Οι εκτελέσεις πατριωτών και οι καταστροφές έγιναν καθημερινότητα. Και. η κατάσταση επιδεινωνόταν όσο πλησίαζε το τέλος Μέσα σ’ αυτή τη σύμφορά, ο καθημαγμένος τόπος έμελλε να υποστεί και άλλα δεινά, τα οποία ήλθαν με τον ανεξήγητο ακόμη βομβαρδισμό της πόλης από αμερικανικά αεροπλάνα στις 14.10. 1943 με δεκάδες νεκρούς. Παράλληλα άρχισαν να εμφανίζονται και τα πρώτα κρούσματα της εμφύλιας σύρραξης που θα ακολουθούσε. Οργανώθηκε Τοπική Πολιτοφυλακή με στόχο την αυτοπροστασία πολιτών που πίστευαν πως κινδύνευαν και μονάδα των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα σκλαβιάς και τρομοκρατίας, τον Αύγουστο τον 1944 θα χαράξει το πρώτο χαμόγελο της ελπίδας. ‘Ηταν πλέον κοινό μυστικό ότι οι Γερμανοί θα φύγουν. Πράγματι, αργά το βράδυ της 14ης Σεπτεμβρίου 1944 και ο τελευταίος Γερμανός στρατιώτης εγκαταλείπει την πόλη του «Δαναού». Η ένταση, όμως, πού επικρατεί δεν αφήνει το λαό να χαρεί την ελευθερία του. Μια Επιτροπή έγκριτων Αργειτών διαπραγματεύεται από τι 11.9. 1944 με τούς αντάρτες τον ΕΛΑΣ την αναίμακτη παράδοση της πόλης. Η στάση, όμως, των Ταγμάτων Ασφαλείας είναι άκαμπτη. Μόνον μετά τη μάχη τον Αχλαδοκάμπου (18.9. 1944) θα πεισθούν να αποχωρήσουν. ‘Ετσι το πρωινό της 19.9. 1944 η δύναμη της Χωροφυλακής και οι άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας θα συμπτυχθούν στο Ναύπλιο.

Οι αντάρτες εισήλθαν αμέσως πανηγυρικά στην πόλη και την επομένη, μετά την πανηγυρική δοξολογία, ανακοινώθηκε η σύνθεση της 25μελούς Λαϊκής Επιτροπής Αυτοδιοίκησης υπό την προεδρία τον οδοντογιατρού Κων/νου Δωροβίνη, η οποία και εγκρίθηκε δια βοής. Για την Ελλάδα, όμως, άρχιζε νέος Γολγοθάς τα Δεκεμβριανά…. Ατυχώς για την τραγική εκείνη για την ιστορία τον τόπου μας περίοδο οι μαρτυρίες είναι λιγοστές. Από όσο είναι γνωστό πρόκειται για το ανέκδοτο «Ημερολόγιο» του Τάσου Τσακόπουλου και το δυσεύρετο μέχρι σήμερα βιβλίο του Ανδρέα Χριστόπουλου (Φοίβου), «Οι Ιταλογερμανοί στην Αργολίδα», που εκδόθηκε στο Ναύπλιο το 1946 στο Ναύπλιο. Το βιβλίο, παρά το εύρος τον τίτλου του, περιορίζεται στην περιοχή τον Άργους. ‘Ομως αυτό δεν το κάνει λιγότερο ενδιαφέρον. Επίσης ο χρόνος έκδοσής του, μόλις δύο χρόνια μετά την Απελευθέρωση, συνιστά τεκμήριο αξιοπιστίας, ένα τεκμήριο που ενισχύθηκε από την μετέπειτα βιβλιογραφία, αφού μέχρι σήμερα δε διατυπώθηκαν ουσιαστικές αντιρρήσεις για το περιεχόμενό του

. Αυτός είναι και ο βασικό λόγος που το Πνευματικό Κέντρο τον Δήμου Άργους προβαίνει φέτος —60 χρόνια από την Απελευθέρωση της πόλης από τούς γερμανούς κατακτητές— στην επανέκδοσή του. Ο Ανδρέας Χριστόπουλος (Φοίβος) γεννή0ηκε το 1899 στο Άργος. ‘Εκανε τις πρώτες εμφανίσεις του σε τοπικές εφημερίδες και. περιοδικά. Το 1928 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή «Σκόρπιες δοξαριές», το 1930, σε συνεργασία με τον Γεώργιο Λογοθέτη, εξέδωσε το «Αργειακόν Ημερολόγιον», ενώ το 1946 το χρονικό «Οι Ιταλογερμανοί στην Αργολίδα». Το 1948 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Απλά Τραγούδια», το 1953 τα «Λυρικά Πεζοτράγουδα», το 1955 την ποιητική συλλογή με φολκλορικό χαρακτήρα

«Αργείτικα» και, τέλος, το 1968 τα «Βλάχικα», μια ποιητική συλλογή κατά τον «τρόπον» τον Κώστα Κρυστάλλη, αφιερωμένη στη ζωή της ορεινής Αργολίδας.

Ο Ανδρέας Χριστόπουλος, σαν ποιητής, κινείται άνετα στην παράδοση του δημοτικού τραγουδιού. Ο δεκαπεντασύλλαβος είναι γι’ αυτόν χώρος οικείος και όταν η θεματολογία του έρχεται από τη φύση της Αργολίδας ή τη ζωή του τόπου του γίνεται ιδιαίτερα εκφραστικός. Στα «Αργείτικα» σατιρίζει με ιδιαίτερη επιτυχία την κοινωνία και τούς τύπους της πόλης. Ένα από τα ξεχωριστά ποιήματα του Χριστόπουλου είναι το «Παίξε» («Απλά Τραγούδια»):

 

Παίξε τσιγγάνα μου βροχή το ντέφι σου θλιμμένα

Πάνω στο κιόσκι το φτωχό, το τσιγκοσκεπασμένο,

Σκέψη γλυκειά κι απόμακρη, σε χρόνια περασμένα,

Ξαναγυρνά στη θύμιση σ’ όνειρο νιοφερμένο.

 

Το έργo του Ανδρέα Χριστόπουλου απέσπασε ευμενή σχόλια του Άλκη Θρύλου του Σπ. Παναγιωτόπουλου, τον Α. Καραντώνη, του Στέφανου Δάφνη, τον Πέτρου Χάρη κ.ά., ενώ ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε τοπικές ποιητικές ανθυλογίες.

Ο Χριστόπουλος βρήκε τραγικό θάνατο στις 10 Ιανουαρίου  1977. «Το μοιραίο βράδυ αποκοιμήθηκε τυλιγμένος στη μοναξιά και. την πίκρα του, ξεχνώντας να σβήσει το κερί που προκάλεσε πυρκαγιά στο δωμάτιο με αποτέλεσμα το φρικτό θάνατο του ποιητή».

Ο αιφνίδιος θάνατος του ποιητή και η αδιαφορία της τοπικής κοινωνίας είχαν σαν αποτέλεσμα την οριστική, μάλλον, απώλεια τον ανέκδοτου έργου του, τουλάχιστον εκείνου που είχε ανακοινωθεί στην ποιητική τον συλλογή «Βλάχικα» (1968).

Μεταξύ αυτού ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν τα έργα «Από τον πόλεμο της Μικρασίας» (Από το πολεμικό του ημερολόγιο, αφιερωμένο στην ηρωική VI Ημιλαρχία Ιππικού), «Οι ανταρτοκομμοννισταί στην Αργολίδα» (2 τόμοι — Χρονικά), «Οι Ιταλογερμανοί στην Αργολίδα» (βιβλίο 2ο). «Το Ημερολόγιο της Κατοχής» (5 τόμοι) και «Για να γνωρίσετε την Αργολίδα» (Σκίτσα). Το ποιητικό έργα του Χριστόπουλου δεν ξεπέρασε τελικά τα όρια της Αργολίδας. ‘Ομως το βιβλίο του «Οι Ιταλογερμανοί στη Αργολίδα», που επανεκδίδεται, αποτελεί μια μαρτυρία πρώτης γραμμής για την τοπική ιστοριογραφία. Και συνιστά αναμφισβήτητη ατυχία για τον τόπο μας η απώλεια τον ανέκδοτου έργου του.

 

Κλείνοντας το εισαγωγικό σημείωμα της παρούσας έκδοσης είμαστε υποχρεωμένοι να ευχαριστήσουμε τη Δημόσια Βιβλιο0ήκη Ναυπλίου «Ο Παλαμήδης» και. τον Αντιδήμαρχο της πόλης κ. Δημήτρη Καρυάμη για τη συμβολή τούς στην επανέκδοση τον πολύτιμου αυτού έργου.

 

Κώστας Δανούσης

Tagged

One thought on “Ιταλοί και Γερμανοί στην Αργολίδα

Comments are closed.