Ένα περιστατικό στο Ανυφί
το Μάη του 1944
από το βιβλίο
του Ανδρέα Χριστόπουλου
ΟΙ ΙΤΑΛΟΓΕΡΜΑΝΟΙ ΣΤΗΝ ΑΡΓΟΛΙΔΑ
ΤΕΤΟΙΟΙ ΟΙ ΟΥΝΝΟΙ
Πυρωμένες οι αντικρυνές κορφές των βουνών της Αργολίδας. Χρυσοπράσινος ο κάμπος πέρα ως πέρα και το αεράκι του δειλινού απαλοχαϊδεύει τα χρυσόσταχια, π’ αφήνουν ένα ανάλαφρο θρόισμα, που πασπατεύει ηδονικά τη ψυχή.
Τα χωριουδάκια της Ακροναυπλίας πλουμισμένα μέσα στον καρπερό κάμπο φαντάζουνε σαν όμορφες βιλίτσες, τριγυρισμένες χρώματα, σκιές κι αρώματα.
Ο αρμονικός τριγμός των ποτιστικών μηχανών απλώνει ανάερα την παράξενη συναυλία του κι οι σκληροδουλεμένοι χωρικοί της πλούσιας γης κατάκοποι και ηλιομαυρισμένοι προσωράν βιαστικά και σκεφτικά για τα νοικοκυριά τους, μη και δεν τους πάρει η ώρα και τους ντουφεκίσουν οι Γερμανοί στο δρόμο.
Κι ο γέρο – Γιώργης Αγγελόπουλος απ’ τ΄Ανιφί, γλήγορα όσο βάσταγαν τα γέρικα πόδια του πήρε τη δημοσιά και μπήκε στο χωριό τρεχάτος, μη τυχόν και πέρασεν η ώρα. Δεν έκανε όμως λίγα βήματα και μια μπαταργιά των Γερμανών τον σώριασε κατάχαμα πεθαμένο. Ήταν έξι και πέντε, η ώρα!
Τ’ αδέλφια Γιώργης και Νίκος Στεργίου παρακολούθαγαν την πάρα πάνω σκηνή από τα κάγκελα της αυλής τους. Σαν είδαν το Γέρο – Γιώργη κατάχαμα ξαμπλωμένο, φώναξαν άθελά τους: «Βρε τους άτιμους …το φάγανε το γέρο!» Μα για κακή τους τύχη μια κούρσα με το Γερμανό Διοικητή πέρναγε κείνη τη στιγμή μπροστά τους.
Ο Ελληνομαθής Γερμανός άκουσε τη βρισιά των αδελφών και σταμάτησε απότομα, μπήκε στην αυλή τους, άρπαξε έναν – έναν από το γιακά και με δυο μπιστολιές κατακέφαλα τους σκόρπισε τα μυαλά στον αέρα. Ύστερα έφυγε ήσυχα κι αναπαυμένα, σα νάκανε την πιο καλή δουλειά στη ζωή του.
Τέτοιοι οι Ούννοι, κι η ψυχή τους μαύρη σαν το κόρακα.
Τέτοιοι οι Ούννοι, κι απλώνουν μέρα – νύχτα τις μαύρες φτερούγες τους, και σκιάζουν τη ψυχή των Χριστιανών, που βογγούν τέσσερα χρόνια τώρα κάτω απ’ τη χειρότερη σκλαβιά, που γνώρισαν ποτέ οι αιώνες.
Μάιος 1944
One thought on “Ανυφί 1944”
Comments are closed.