Το κείμενο που ακολουθεί
είναι από την Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη
Ιστορίας και Πολιτισμού
http://argolikivivliothiki.gr/
Οι προετοιμασίες για το Πάσχα, ή τη Λαμπρή, ξεκινούσαν με το άσπρισμα στις αυλές και στις μάντρες των σπιτιών, οι νοικοκυρές πριν αλλά και στη διάρκεια της Μεγάλης εβδομάδας μέχρι την Μεγάλη Τετάρτη αγόραζαν ασβέστη (χωρή) και άσπριζαν τα σπίτια μέσα και έξω.
Την Μεγάλη Πέμπτη έφτιαχναν τα κουλούρια της Λαμπρής και βάφανε τα αυγά. Το Μεγάλο Σάββατο σφάζανε τ’ αρνιά, ετοιμάζαν τη μαγειρίτσα. Και το βράδυ πηγαίνανε στην εκκλησία οι οικογένειες. Στις δώδεκα, έλεγε ο παπάς το Χριστός Ανέστη και πετούσανε τρίγωνα, βεγγαλικά, τρακατρούκες, βαρελότα. Αγκαλιαζόντουσαν ο παπάς με τους επιτρόπους κι ο κόσμος.
Μετά, γυρίζανε στα σπίτια τους και φέρνανε τις λαμπάδες αναμμένες και πριν μπού¬νε, κάνουνε σταυρό μαύρο με τη λαμπάδα πάνω στην κύρια πόρτα του σπιτιού. Πολλά από τα έθιμα αυτά διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Κάποια χωριά στην Αργολίδα διατηρούν κάποια ιδιαίτερα έθιμα όπως:
Ένα έθιμο πού επικρατεί και σώζεται ακόμη μέχρι σήμερα είναι το κάψιμο του Ιούδα, το Πάσχα. Την Μεγάλη Παρασκευή ή το Μεγάλο Σάββατο μια ομάδα από νέους της Ασίνης μαζεύονται και κατασκευάζουν ένα αχυρένιο ομοίωμα του Ιούδα Ισκαριώτη.
Μόλις το κατασκευάσουν το βάζουν επάνω σ’ ένα καρότσι και το γυρίζουν σ’ όλο το χωριό. Το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα μετά τη θεία λειτουργία τής Αγάπης, γύρο στις 4 ή ώρα, τοποθετούσαν τον Ιούδα πάνω σε ένα Ικρίωμα (κρεμάλα) όπου και το έκαιγαν.
Το Μ. Σάββατο οι γυναίκες ζυμώνουν το πασχαλινό κουλούρι και μαζί μ’ αυτό ζυμώνουν κουλούρες μεγάλες για να τις πάνε στα βαφτιστήρια τους και ένα μικρό κουλούρι πού το βάζουν στο εικόνισμα. Όλα τα κεντούν με διάφορα κεντίδια και ένα κόκκινο αυγό θα βάλουν επάνω στην πασχαλινή κουλούρα, την οποία θα φάνε την Κυριακή του Πάσχα μαζί με το αρνί.
Την ήμερα του Πάσχα θα μοιράσουν τις κουλούρες στα βαφτιστήρια. Η κουμπάρα θα τούς δώσει γλυκίσματα. Το απόγευμα τής ημέρας του Πάσχα οι τσοπάνηδες θα μοιράσουν στους φίλους και τούς συγγενείς τυρί. Οι άνθρωποι πού θα πάρουν το τυρί θα δώσουν στους τσοπάνηδες κουλουράκια και αυγά. Το απόγευμα γίνεται γλέντι στην πλατεία του χωριού.
Το γλέντι θα επαναληφθεί από το απόγευμα τής Δευτέρας του Πάσχα. Παλαιότερα κατά τον ίδιο τρόπο θα γλεντούσαν την Παρασκευή της Λαμπρής (της Ζωοδόχου) σ’ ένα εξωκλήσι μετά το πέρας τής θείας Λειτουργίας.
Το απόγευμα τής ίδιας ημέρας θα συγκεντρώνονταν όλοι οι κάτοικοι του χωρίου στην πλατεία, όπου θα χόρευαν οι νέοι και οι νέες, για να παρακολουθήσουν το γλέντι. Όμοιος χορός γινόταν και το απόγευμα τής Κυριακής του Θωμά.
«Δευτέρα ήμερα κίνησα κοντή, κοντούλα
μαύρα μαύρα γλαρά μου μάτια, βγήκα να σεργιανίσω.
Παπαδοπούλα απάντησα κοντή, κοντούλα μ’ ένα μαντήλι μήλα,
δυο μήλα της εγύρεψα μαύρα γλαρά μου μάτια και αυτή πολλά μου δίνει.
Δεν Θέλω εγώ τα μήλα σου κόρη κοντούλα μαύρα γλαρά μου
μάτια τα τσαλαπατημένα, μόνο θέλω το κορμάκι σου να το χαρούμε αντάμα.
Έμενα το κορμάκι μου κόρη κοντούλα μαύρα γλαρά μου μάτια πολλούς δραγάτες έχει».
Το Σάββατο του Λαζάρου φτιάνανε οι γονείς στα παιδιά Λάζαρο με πουκάμισο, με γραβάτα κόκκινη και κόκκινο σκουφάκι. Του βάζανε και κίτρινα λουλούδια, τα λούλετ Σεν Λάζαρι (=λουλούδια του Άγιου Λάζαρου).
Και τα παιδιά τον βάζανε σε δύο ξύλα και τον γυρνούσανε στα σπίτια και λέγανε το τραγουδάκι και του δίνανε αυγό άσπρο και στραγάλια, τέτοια. Οι παλιές φτιάνανε και κουλούρια, λαζαρούδια, με τρύπα στη μέση.
Την Κυριακή των Βαΐων, ρίχνανε βάγια χάμω στην εκκλησία. Ο παπάς μετά έδινε φυλλαράκια βάγια και τα βάζανε στις εικόνες. Τα ρίχνανε στη φακή και γινότανε ωραία, αλλά και λιβανίζανε μ’ αυτά τις λεχώνες, τους ματιασμένους. Πλέχανε και σταυρούς με βάγια, δύο κλώνους εκεί, και τους σιάχνανε σταυρό.
Όλη τη Σαρακοστή κάνανε ευχέλαια. Τη Μεγάλη Τετάρτη πιάνανε μπροζύμι και τη Μεγάλη Πέμπτη φτιάνανε το προσκόμιδο που θα πηγαίνανε στην εκκλησία για το Μεγάλο Σάββατο, γιατί τη Μεγάλη Παρασκευή δε δίνανε ούτε αντίδερο, ούτε τίποτα.
Και κρατούσανε το μπροζύμι της Μεγάλης Πέμπτης και το είχανε όλο το χρόνο και ήτανε καλό το μπροζύμι αυτό, γιατ’ ήτανε της Μεγάλης Πέμπτης. Και τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ βάζανε στον σταυρό μπροζύμι και μια μποτίλια νερό.
Μέχρι τώρα το κάνουν αυτό. Το μπροζύμι το φτιάνουν με σκέτο αλεύρι και φούσκωνε και γινότανε ως εκεί πάνω. Το νερό το είχανε σαν αγιασμό. Και καθόντουσαν το βράδυ και φιλάγανε τον Χριστό και λέγανε:
Σήμερο μαύρος ουρανός, σήμερις μαύρη μέρα.
Σήμερις όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερις έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά, οι τρισκατηραμένοι.
Τον Ιησού τον πιάσανε και τον χαλκιά τον πάνε:
Χαλκιά, χαλκιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία πηρούνια.
Τα δυό βάλ ‘ τα στα χέρια τον, τα άλλα δυό στα πόδια,
το τρίτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά του,
να τρέξει αίμα και νερό, να λιγωθεί η καρδιά του.
Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε, έπεσε μοναχή της,
γιατί πολύ λυπήθηκε για το Μονογενή Της.
Αυτό το λέγανε και στην εκκλησία και στα σπίτια, έτσι πένθιμα.
Τη Μεγάλη Πέμπτη τότες, παλιά, δε φτιάνανε τσουρέκια. Φτιάνανε κουλούρια, τα κάνανε στρογγυλά και τους βάζανε το μπροζύμι σταυρό επάνου και βάζανε στη μέση ένα κόκκινο αυγό και τα είχανε έτοιμα για την Ανάσταση. Και τα τσιμπούσανε γύρω γύρω με το ψαλίδι, για να γίνει όπως το αγκάθινο στεφάνι. Και ήσανε ψωμί τα κουλούρια, δεν ήσανε γλυκά. Μπροζύμι.
Βάφανε και τ’ αυγά κόκκινα και τα είχαν’ έτοιμα, γιατί τη Μεγάλη Παρασκευή δεν τρώγανε ούτε ψωμί. Μαχαίρι δεν βάζανε στο τραπέζι. Τρώγανε μαρούλι με ξίδι, τέτοια πράματα. Και καθόλου δεν τρώγανε! Το βράδυ πια. Τ’ αυγά τα βάφανε κόκκινα, όπως το αίμα τον Χριστού. Και το βράδυ στην εκκλησία, στο έκτο ευαγγέλιο, βγάζανε το Χριστό.
Και λένε ότι τη Μεγάλη Πέμπτη βγαίνανε οι πεθαμένοι απ’ τον Κάτω Κόσμο και μένανε σαράντα ημέρες έξω. Είχανε και στεφάνια, λουλούδια, και τα πηγαίνανε στον Χριστό.
Τον Επιτάφιο, τον στολίζανε τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί, με λουλούδια, κορδέλες, φαναράκια, λαμπάδες στις γωνίες. Το απόγευμα γινότανε η Αποκαθήλωση και πηγαίνανε ντυμένοι ο κόσμος με τα καλά τους, παιδιά, γέροι, νέοι, γριές, όλοι, και γινότανε η Αποκαθήλωση. Και τον έπαιρνε ο παπάς το Χριστό και τον έβαζε στο σεντόνι, τον τύλιγε και τον έβαζε στην Αγία Τράπεζα. Το βράδυ γινότανε ο ενταφιασμός.
Τον Επιτάφιο τον βγάζανε έξω, σημαίναιναν οι καμπάνες, τον γυρίζουν στο χωριό και τον ξαναφέρνουν πίσω. Τον κρατάνε τέσσερις στην πόρτα της εκκλησίας και τότε περνάει όλος ο κόσμος από κάτω. Πίσω είναι ο παπάς, οι ψάλτες, και ψέλνουνε. Και τα παιδιά και τα κορίτσια λένε κι αυτά ψαλμωδίες. Τα κεριά και τα λουλούδια του Επιταφίου δεν κάνει να τα πάρουν από τον Επιτάφιο. Αυτά τα πετάει ο παπάς το Μεγάλο Σάββατο το πρωί, που λέει το «Ανάστα ο Θεός!».
Τα έχει σ’ ένα πανέρι και τα πετάει και τα πιάνει ο κόσμος. Τα παίρνουνε στο σπίτι για φυλαχτό. Τα βάζουνε στις εικόνες, κι όταν τα χρειαστούν, τα βάζουνε στα κάρβουνα και λιβανίζουνε. Το κερί του Επιταφίου το ανάβουνε και στη στεριά και στη θάλασσα. Όταν έχει βροντές, αστραπές, κύματα, τ’ ανάβουνε, κι έτσι ησυχάζει η βροντή και η αστραπή κι ο κεραυνός.
Τη Μεγάλη Παρασκευή φτιάνουνε και τα παιδιά επιτάφιο. Παίρνανε μία πίτα από φραγκόσυκα (κομμάτι του πράσινου κορμού του κάκτου), βάζανε δύο ξυλαράκια που λυγίζανε και τα μπήγανε σταυρωτά στην πίτα. Σταυρώνανε τα ξυλαράκια, πάνω έκαναν σταυρό, όπως το ‘βλεπες, ή βάζανε και τέσσερα ξυλαράκια όρθια, για να γίνει τετράγωνο, όπως ο Επιτάφιος της εκκλησίας.
Στη μέση κάνανε μια τρύπα κι εκεί βάζανε ένα κουτί της βερνίκης, αυτό το σιδερένιο, το στρογγυλό, με καρβουνάκι και λιβάνι. Και βάζανε λουλουδάκια στα ξυλάκια και γυρνούσανε τα σπίτια και λέγανε «Η Ζωή εν Τάφω» και«Παναγία Δέσποινα φύλαξε τους δούλους Σου, να γελάσει ο Χριστός και να σκάσει ο πειρασμός». Αυτή την ημέρα πηγαίνανε και στα ξωκλήσια κι ανάβανε τα καντήλια. Μετά τον εσπερινό, γυρνούσανε όλες τις εκκλησίες και βλέπανε τους επιτάφιους, ποιος ήτανε πιο ωραίος.
Το Μεγάλο Σάββατο φτιάνουνε τα κουλούρια της Λαμπρής, αν δεν τα έχουνε φτιάξει τη Μεγάλη Πέμπτη. Σφάζουνε τ’ αρνιά, ετοιμάζουν τη μαγειρίτσα. Και το βράδυ πηγαίνανε στην εκκλησία οι οικογένειες.
Στις δώδεκα, έλεγε ο παπάς το Χριστός Ανέστη και πετούσανε τρίγωνα, βεγγαλικά, τρακατρούκες, βαρελότα. Αγκαλιαζόντουσαν ο παπάς με τους επιτρόπους κι ο κόσμος. Μετά, γυρίζανε στα σπίτια τους και φέρνανε τις λαμπάδες αναμμένες και πριν μπούνε, κάνουνε σταυρό μαύρο με τη λαμπάδα πάνω στην πόρτα. Το φως της Αναστάσεως το φέρνανε μέσα στο σπίτι για ν’ ανάβουν το καντήλι και να ‘μενε αναμμένο σαράντα μέρες.
Το κερί της Αναστάσεως το είχανε όλο τον χρόνο κι ανάβανε το καντήλι. Τρώγανε τη μαγειρίτσα, διασκεδάζανε. Την Κυριακή του Πάσχα και σούβλα φτιάνανε, και το κρέας μαγειρεμένο το είχανε, και μαγειρίτσα τρώγανε. Αλλά, πιο πολύ, το κρέας το κάνανε σούπες, γιατ’ ήσανε απ’ τη νηστεία. Οι τσοπαναραίοι φτιάνανε τραχανάδες. Διασκεδάζανε, χορεύανε, τραγουδάγανε, ρίχνανε και βαρελότα. Οι αρραβωνιασμένοι πηγαίνανε στην πεθερά την κουλούρα και αυγά κόκκινα.
Τη Δευτέρα του Πάσχα πηγαίνανε το πρωί στην εκκλησία με τα καλά τους. Και το μεσημέρι κάνανε το κρέας στον φούρνο. Ανάβανε όλοι τους φούρνους και ψήνανε το φαΐ. Κι ήτανε μεγάλη γιορτή κείνη την ημέρα, γιατί, τις πιο πολλές φορές, τότε πέφτει του Αγίου Γιωργιού. Κάνανε περιφορά της εικόνας· τα πρώτα χρόνια, όχι σ’ όλο το χωριό, εκεί γύρω στην εκκλησία.
Οι βοσκοί σφάζανε αρνί, το αγιογιωργίτικο, και πανηγυρίζανε. Μεγάλο πανηγύρι αυτή την ημέρα γίνεται στα Δίδυμα, πο ‘χουν εκκλησία μέσα σε σπηλιά. Κι είχανε μυτζήθρες, ψητά, χορεύανε, τραγουδούσανε.Το απόγευμα είχανε τον εσπερινό της αγάπης.
Πηγαίνανε στην εκκλησία, λέγανε τα ευαγγέλια και μετά, απέξω από μια εκκλησία, είχανε τον Γιούδα (Ιούδα). Γεμίζανε άχερο ένα ύφασμα, το ράβανε, του βάζανε χέρια, πόδια και τον είχανε ‘κει. Και του βάζανε φωτιά και τον καίγανε.
Περισσότερα
Βαγγελίτσα Πουλή, ετών 77, απόφοιτη Δημοτικού.
Μαρία Μανιάτη, ετών 55, απόφοιτη Δημοτικού.
Μαριγούλα Λάμπρου, ετών 80, αυτοδίδακτη στην ανάγνωση.