Αναζητώντας την Iστορία των Ελλήνων
Μπέριτ Ουέλλς
Υποδιευθύντρια Σουηδικού Ινστιτούτου Αθηνών
Περιοδικό Αρχαιολογία & Τέχνες
τεύχος 49
Η επιφανειακή έρευνα, ως αρχαιολογική μέθοδος με σκοπό τη μελέτη των συμβάντων σε μια ορισμένη περιοχή, άρχισε στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Από τότε, τέτοιου είδους έρευνες έχουν καταστεί δημοφιλείς, όχι μόνο επειδή κοστίζουν λιγότερο σε σύγκριση με τις ανασκαφές, αλλά κυρίως επειδή σήμερα βλέπουμε ότι οι ανασκαφές δίνουν απάντηση μόνο σε ένα ορισμένο τύπο ερωτημάτων, και γι αυτό είναι αναγκαία να συμπληρώνονται με ολοκληρωμένες μελέτες του αρχαίου όσο και του νεότερου φυσικού περιβάλλοντος. Η «Επιφανειακή αρχαιολογική έρευνα στις περιοχές Μπερμπάτι και Λίμνες» (Berbati-Limnes Archeological Survey) είναι η πρώτη του είδους που έγινε στην Ελλάδα υπό την αιγίδα του Σουηδικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Αθηνών. Η συγγραφέας του παρόντος κειμένου, εκτός του ότι πήρε την πρωτοβουλία για την έρευνα αυτή, είναι επίσης επικεφαλής της ερευνητικής αποστολής. Επιτόπια έρευνα πραγματοποιήθηκε σε τρεις αποστολές κατά τα έτη 1988-1990 στην Αργολίδα, όπου Σουηδοί αρχαιολόγοι εργάζονται από το 1935. Η περιοχή που ερευνάται είναι στην τοποθεσία Μπερμπάτι, γύρω από ένα χωριό που σήμερα λέγεται Πρόσυμνα (Εικ. 1), και στο βουνό ανατολικά της κοιλάδας, γύρω από το χωριό Λίμνες (Εικ. 2).
Με άλλα λόγια, πρόκειται για μια περιοχή που βρίσκεται ανατολικά των Μυκηνών (Εικ. 3). Η τοποθεσία είναι μακριά από τους συγκοινωνιακούς κόμβους, και όσον αφορά το πρότυπο καλλιέργειας επικρατεί ο παραδοσιακός χαρακτήρας με ελαιόδεντρα, καπνό και σιτηρά, ενώ στην εύφορη πεδιάδα της Αργολίδας καλλιεργούνται κυρίως πορτοκαλιές.
Πως πραγματοποιήθηκε η έρευνα
Κατά το δεύτερο ήμισυ της Β’ χιλιετίας π.Χ., Π Αργολίδα ήταν κέντρο του Μυκηναϊκού πολιτισμού, που χαρακτηρίζεται από ένα ιεραρχικό κοινωνικό σύστημα με επίκεντρο τις Μυκήνες, στις οποίες συγκεντρώνονταν η πολιτική, οικονομική και θρησκευτική δύναμη. Αλλά ποια ήταν η εικόνα έξω από τα καλώς οχυρωμένα βασίλεια; Ποια στάση κράτησαν οι Μυκήνες έναντι των περιοχών που βρίσκονταν πίσω από τα βουνό; Η Ομάδα μας οργάνωσε την αναζήτηση της διαχρονικής κατοίκησης και χρήσης του τόπου από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Θέλαμε να δούμε πώς εκμεταλλεύτηκαν οι άνθρωποι την περιοχή για τους σκοπούς τους και πως προσαρμόστηκαν στους όρους που θέτει η φύση. Σκοπός μας δηλαδή ήταν μια ολοκληρωμένη μελέτη του ανθρώπου στο φυσικό του περιβάλλον.
Τα συμπεράσματα της έρευνας
Πριν επισκεφτούμε την περιοχή, φανταζόμασταν ότι θα ήταν ακατοίκητη, ιδιαίτερα στα ορεινά, επειδή οι πόροι προς συντήρηση θα πρέπει να ήταν το ίδιο περιορισμένοι όπως και σήμερα. Με έκπληξη διαπιστώσαμε το αντίθετο (Εικ. 4). Όπως όμως η περιοχή δεν προσέλκυε νέους κατοίκους, ο πληθυσμός σταδιακά ελαττώθηκε τόσα που δεν είχε τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί τη γη. Γραμμικά θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα στην περιοχή με μια σειρά καμπύλες, των οποίων οι κορυφές μερικές φορές απέχουν αρκετά μεταξύ τους και η απόσταση αυτή σε χρονική διάρκεια μπορεί α φτάσει έως και πεντακόσια χρόνια. Τα πρώτα ίχνη ανθρώπων μας γυρνούν 50.000 χρόνια πίσω. Ζωή στα μέσα της παλαιολιθικής εποχής υπήρχε ακριβώς μέσα στο φαράγγι της Κλεισούρας, το οποίο φέρει από την πεδιάδα της Αργολίδας στην κοιλάδα του Μπερμπατιού. (Χώρος αρχαιολογικών ευρημάτων 600, Εικ. 4). Στις βορειοδυτικές πλαγιές βρέθηκαν απλά εργαλεία από πυριτόλιθο που τα έχασαν κάποιοι κυνηγοί. Τέτοια ευρήματα δείχνουν καθαρό πόσο αναγκαίο είναι να εξεταστεί το έδαφος όλης της περιοχής. Χωρίς την εντατική επιφανειακή έρευνα δεν θα γνωρίζαμε τίποτα για τους ανθρώπους και τις μετακινήσεις τους εκεί όπου διάλεξαν να εγκατασταθούν. Για πρώτη φορά βρίσκουμε οικισμούς στην περιοχή κατά τη μεσολιθική εποχή, αυτή τη φορά μέσα στο ίδιο το φαράγγι (200 και 201) (εικ. 4). Τα ευρήματα είναι χιλιάδες εργαλεία από πυριτόλιθο, που κατασκεύασαν και χρησιμοποίησαν κάποτε οι κάτοικοι των σπηλαίων του φαραγγιού. Το ποτάμι, που σήμερα είναι ένας πλατύς ξεροπόταμος, έχει ξεχώσει το φαράγγι και καταστρέψει τις σπηλιές. Μέχρι τώρα έχουν βρεθεί μόνον τρεις μορφές οικισμών στην Ελλάδα από την εποχή που μας ενδιαφέρει (οι άλλοι δύο βρίσκονται στην Κέρκυρα και την νότια Αργολίδα). Οι πλουσιότεροι δε τόποι σε αρχαιολογικό ευρήματα είναι ακριβώς οι υπ. αριθμόν 200 και 201 στην Κλεισούρα.
Από τα μέσα της νεολιθικής εποχής, δηλαδή περί το 5000 π.Χ., έχουμε μια πιο συνεκτική εικόνα του οικιστικού μοντέλου στην περιοχή που εξετάσαμε, αν και οι πληροφορίες διαφέρουν, ανάλογα με το αν προέρχονται από την κοιλάδα ή το οροπέδιο, κάτι που αιτιολογείται από τις διαφορές ποιότητας του υπεδάφους. Το υπέδαφος της πεδιάδας αποτελείται κυρίως από ασβεστόλιθο, αλλά ειδικά προς δυσμάς υπάρχουν αργιλάσβεστος και φλύσχη, πετρώματα που διαβρώνονται ευκολότερα από τον σκληρό ασβεστόλιθο· εδώ οι ξεραμένοι πλέον ποταμοί έχουν δημιουργήσει βαθιά φαράγγια.
Η περιοχή των Λιμνών είναι κακοτράχαλη και πετρώδης, γι’ αυτό πρέπει να θεωρείται μη προσοδοφόρα όσον αφορά τη γεωργική εκμετάλλευση. Η γεωμορφολογική ανάπτυξη της περιοχής καθορίζει το βαθμό διατήρησης των αρχαιολογικών ευρημάτων, τα οποία διατηρούνται στον ασβεστόλιθο, αλλά διαβρώνονται όταν έρθουν σε επαφή με μαλακότερα πετρώματα. Για τις επόμενες επτά χιλιετίες μπορούμε να ορίσουμε το οικιστικό μοντέλο της περιοχής μέσα από διαδοχικές χρονικές περιόδους επέκτασης και συρρίκνωσης. Άλλοτε δηλαδή υπήρχαν μεγάλοι οικισμοί, άλλοτε μικροί, σκορπισμένοι σε όλη την περιοχή, άλλοτε πάλι φαίνεται ότι ο λιγοστός πληθυσμός συναθροιζόταν υπό μορφή κοινότητας.
Συγκοινωνίες
Σήμερα το Μπερμπάτι και οι Λίμνες βρίσκονται έξω από τους δρόμους μεγάλης κυκλοφορίας και σαφή γεωγραφικά και κοινωνικοοικονομικά όρια υπάρχουν μεταξύ τους. Οι Λίμνες είναι νεότερες απ’ ό,τι το Μπερμπάτι, γιατί κατά την Τουρκοκρατία ο κόσμος ζούσε ψηλά στο βουνό, σε μια απομονωμένη πεδιάδα με το όνομα Μυγιό. Στο μέσον της πεδιάδας κατά την προϊστορική εποχή περνούσε ένας σημαντικός δρόμος προς βορρά, με κατεύθυνση την Κόρινθο, και κατά τη Φραγκοκρατία στα 7200 μ Χ. βρισκόταν σ’ αυτά τα σημείο μια φράγκικη προφυλακή της Κορίνθου.
Μετά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 άρχισαν οι κάτοικοι να κατεβαίνουν το βουνό και το χωριό Λίμνες μεγάλωσε. Για πρώτη φορά το 1967 ενώθηκε με το Μπερμπάτι με σύγχρονο δρόμο, αλλά ακόμη θεωρούν οι μεν Λιμνιάτες την Κόρινθο οι δε Μπερμπατιώτες το Αργος ως κέντρο της περιοχής. Κατά τη Φραγκοκρατία Ενετοκρατία και Τουρκοκρατία, δηλαδή το Μεσαίωνα και τη νεότερη εποχή, ενώθηκαν η Αργολίδα και η Κορινθία με τη λεγόμενη Κοντοπορεία. Όπως ακριβώς δηλώνει και το όνομα, ήταν ο κοντινότερος δρόμος μεταξύ Άργους και Κορίνθου, που εν μέρει χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα, συγκεκριμένα στο κάτω μέρος της κοιλάδας του Μπερμπατιού. Ένα μέρος του λιθόστρωτου δρόμου είναι διατηρημένο στη βουνοπλαγιά αριστερά από το Μπερμπάτι. Η Κοντοπορεία οδηγούσε από το Αργος στο χωριό Αγιονόρι. Περνώντας από την Κλεισούρα διέσχιζε διαγωνίως την κοιλάδα και συνέχιζε ΒΑ πάνω από το βουνό. Από εκεί συνέχιζε βόρεια, μέσω ενός ακόμη φαραγγιού προς την Κόρινθο. Καθώς οι δρόμοι στην σημερινή εποχή κατασκευάζονται, με τη βοήθεια των μηχανών, σχεδόν όπου θέλει ο άνθρωπος, πρέπει να προσέξουμε, η έρευνά μας, όσον αφορά τους δρόμους στην αρχαιότητα, να στραφεί σε μέρη όπως η μορφολογία του εδάφους καθιστούσε δυνατή τη στρώση δρόμων. Γι’ αυτό είναι εν μέρει δυνατό να γνωρίζουμε από πού περνούσαν οι δρόμοι και να συμπληρώνουμε την εικόνα με αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία μας επιτρέπουν να αναπαραστήσουμε τους αρχαίους συγκοινωνιακούς κόμβους. Μετά από επιτόπιες έρευνες ενός έτους, ήταν ξεκάθαρο ότι η κοιλάδα του Μπερμπατιού και η περιοχή των Λιμνών, από τη νεολιθική ως την πρόσφατη εποχή, δεν ήταν ποτέ στο περιθώριο, όπως μοιάζει να είναι σήμερα. Ωστόσο, ο ρόλος τους ως κέντρων, διαφοροποιείται ανάλογα με τον ρου της ιστορίας, θα ήταν όμως λάθος να ειπωθεί ότι συμπίπτει με περιόδους έντονης αξιοποίησης της κάθε περιοχής. Ως παράδειγμα μπορούμε να αναφέρουμε την πρωτοβυζαντινή εποχή, όταν στην κοιλάδα υπήρχε σύμπλεγμα αγροκτημάτων με διάφορες δραστηριότητες, όπως η παραγωγή ελαιόλαδου, χειροτεχνία κτλ., συγκεντρωμένες και χωροθετημένες σε διαφορετικές περιοχές του συμπλέγματος αυτού. ‘Ομως, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Ρωμαίοι εποφθαλμιούσαν άλλες περιοχές εκτός από εκείνη του Άργους. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να δούμε αν δρόμοι διέσχιζαν την περιοχή τον 3ο και 4ο αι. μ.Χ. Εκτός του πιο πάνω παραδείγματος, μπορούμε να ξεχωρίσουμε ακόμη τρεις περιπτώσεις, στις οποίες η ερευνηθείσα έκταση αποτελούσε προσαρτημένο μέρος της ευρύτερης γύρω περιοχής. Από την ύστερη νεολιθική έως και την πρώιμη εποχή του χαλκού, οι περιοχές που καταγράφηκαν δείχνουν, χάρη στο πλούσια αρχαιολογικό υλικό εκείνης της εποχής. ότι πολλοί από τους δρόμους ακόμη και σήμερα είναι σημαντικοί για την περιοχή και βρίσκονταν σε χρήση. Αυτό ισχύει κατ’ αρχήν για τον σύγχρονο δρόμο που διασχίζει την Κλεισούρα, και τον δρόμο που οδηγεί διαμέσου της κοιλάδας του Μυγιό και φτάνει ψηλά
στα βορειοανατολικά. Στα νοτιοανατολικά, δυτικά των Λιμνών, υπήρχε άλλος δρόμος, ο οποίος κατά την Τουρκοκρατία λιθοστρὡθηκε και διατηρείται ακόμη στη βόρεια πλευρά του όρους Βίγλιζα και δυτικά της εξεταζόμενης περιοχής, στα βόρεια του σύγχρονου χωριού Μιδέα. Μια γυναίκα περίπου 30 ετών θυμάται πως μαζί με τον παππού της, στην παιδική της ηλικία, ίππευαν σε δρόμο προς δυσμάς. Φυσικά στα ορεινά αυτά μέρη χρησιμοποιούνταν για τις μεταφορές τετράποδα.
Οι δυο τελευταίοι δρόμοι βρίσκονταν σε χρήση και κατά τη μυκηναϊκή εποχή, οπότε προστέθησαν και άλλοι δρόμοι. Στα βορειοδυτικά φτιάχνεται -κατά πάσα πιθανότητα στα 1330 π.Χ. – ένας εντυπωσιακός δρόμος με γέφυρες (Εικ. 5) και υπόγειες στοές, ο οποίος οδηγεί από τις Μυκήνες προς το Μπερμπάτι. Αμέσως όμως βορείως ενός σημαίνοντος οικισμού της ίδιας εποχής (Χώρος ευρέσεως αντικειμένων 14, Εικ. 4) σβήνουν τα ίχνη του και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς τη συνέχειά του. Μια πιθανότητα είναι ότι συνέχιζε βόρεια, πάνω από το βουνό που χωρίζει την Αργολίδα από την Κορινθία, και έφτανε σ’ ένα χωριό που σήμερα ονομάζεται Άγιος Βασίλειος. Υπάρχει και η άλλη δυνατότητα, να διασταυρωνόταν με το μεγάλο φαράγγι Κεφαλάρι να συνέχιζε παράλληλα με το βουνό βόρεια της κοιλάδας και να τραβούσε βορειοανατολικά προς το Αγιονόρι. Πιστεύουμε ότι η πρώτη εκδοχή είναι η σωστή, καθώς από την Ψηλή Ράχη, στα βόρεια,
μπορούμε να ξεχωρίσουμε πυκνή σειρά θαμνότοπων, που ακολουθούν το Κεφαλάρι προς το βορρά. Μονάχα ένας μεγάλος αριθμός λίθων, που συγκεντρώνουν την υγρασία στο έδαφος, θα μπορούσε να δημιουργήσει τέτοια ίχνη στη φύση, ανάλογα με τα ίχνη που έχουν αφήσει αρχαίες ταράτσες. Οι χώροι με πλούσιο αρχαιολογικό υλικό στο βάθος της κοιλάδας και στις δυτικές πλαγιές προϋποθέτουν την ύπαρξη δρόμων, και είναι πιθανόν ότι μέρος των δρόμων, που σήμερα διασχίζουν την περιοχή, βαίνουν επάνω σε αρχαίες οδούς.
Το τρίτο παράδειγμα είναι από την κλασική εποχή ή τον 4ο και 3ο αι. π.Χ. Στις Λίμνες, δυτικά του χωριού, χρησιμοποιείται ο παλαιός δρόμος επάνω στο βουνό Βίγλιζα επί του οποίου, στην αριστερή πλαγιά στρώνεται ένας καινούργιος. Ο δρόμος μέσω της Κλεισούρας βρισκόταν σε λειτουργία και συνέχιζε πιθανότατα, όπως και σήμερα βορειοανατολικά πάνω από την κοιλάδα, περνώντας κάτω από μια πλαγιά της Ψηλής Ράχης, όπου και χτίστηκε ένα οχυρό Εικ. 6). Πιθανώς ο δρόμος να συνέχιζε στην ίδια κατεύθυνση όπως η Κοντοπορεία, επειδή δίπλα της, στα βορειοανατολικά, εντοπίστηκαν ευρήματα της κλασικής εποχής. Από τα αρχαιολογικά ευρήματα διαπιστώνουμε ότι ένας δρόμος υπήρχε, σε υψόμετρο 300 μέτρων, κατά μήκος του οποίου βρίσκονταν αγροκτήματα της κλασικής περιόδου.
…
Τελειώνοντας, πρέπει να επισημάνουμε ότι η επιφανειακή έρευνα στο Μπερμπάτι και τις Λίμνες μας έδωσε σημαντικές πληροφορίες για την επικοινωνία και τις μετακινήσεις των ανθρώπων στη βορειοανατολική Πελοπόννησο· αυτές οι πληροφορίες είναι αναγκαίο συμπλήρωμα σε ό,τι ήδη γνωρίζουμε χάρη στις αρχαιολογικές ανασκαφές, οι οποίες έχουν γίνει τα τελευταία εκατό χρόνια στην περιοχή.
Ολόκληρη η δημοσίευση μπορείτε να διαβάσετε ΕΔΩ