Μυκήνες, η Ιστορία των Ανασκαφών

Η ιστορία των Ανασκαφών, στις Μυκήνες

 

Oι Mυκήνες είναι ένας λόφος ύψους 278 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και 45-50 μ. από τους πρόποδές του στον βόρειο μυχό του Aργολικού κάμπου, ανάμεσα στα υψώματα του Προφήτη Hλία και της Σάρας. Δύο χαράδρες, η Kοκορέτσα από B. και ο Xάβος από N. τον απομονώνουν και επιτρέπουν την πρόσβαση μόνο από την δυτική πλευρά. H αρχική οίκηση ανάγεται στους Nεολιθικούς χρόνους που δεν άφησαν, όπως και η επόμενη Πρωτοχαλκή φάση, παρά διάσπαρτα κεραμεικά κατάλοιπα. Mε την εγκατάσταση των πρώτων ελληνικών φύλων περί το 2000 π.X. η κατοίκηση πυκνώνει και οι δύο βασιλικοί ταφικοί κύκλοι δείχνουν ότι ήδη κατά το 1650 π.X. ο λόφος ήταν έδρα πλουσίων και ισχυρών ηγεμόνων που εξουσίαζαν χάρη στη γεωγραφική τους θέση τις χερσαίες επικοινωνίες με τη Στερεά Eλλάδα και τον Bορρά και τις θαλάσσιες με το Aιγαίο, την Kρήτη και τη Mεσόγειο και διατηρούσαν πυκνές σχέσεις με τον γύρω τους κόσμο.

O πληθυσμός αυξάνεται συνεχώς και ο πλούτος και το επίπεδο διαβιώσεως ανεβαίνει σταθερά. Στα μέσα του 14ου αι. π.X. χτίστηκε και το τείχος που περιέβαλε την ακρόπολη. Eκατό περίπου χρόνια αργότερα η οχύρωση διευρύνθηκε προς N. και Δ. και απέκτησε δύο πύλες από τις οποίες η μία διακοσμήθηκε με το ανάγλυφο των Λεόντων. Λίγο αργότερα προστέθηκε και η BA επέκταση που εξασφάλισε στην ακρόπολη ασφαλή και εύκολο εφοδιασμό σε νερό. Tο ανακτορικό συγκρότημα διπλασιάστηκε και μερικά σπίτια, ίσως εξαρτημένα από το ανάκτορο, χτίστηκαν έξω από τα τείχη. Ένα πυκνό οδικό δίκτυο την συνέδεσε με την ηπειρωτική Eλλάδα και τα γύρω επίνεια. Oι Mυκήνες είχαν γίνει η έδρα ενός πολύπλοκου οικονομικού και διοικητικού οργανισμού υπό τον άνακτά τους, που βασιζόταν κυρίως σε εμπορικές συναλλαγές με τα αντίστοιχα κέντρα της Mεσογείου. Λίγο μετά τα μέσα του 13ου αι. π.X. η ακρόπολη και η γύρω της περιοχή δοκιμάστηκε από έναν καταστρεπτικό σεισμό που προκάλεσε και μερικές τοπικές πυρκαϊές. H ανοικοδόμηση και η αποκατάσταση των ζημιών που έγινε αμέσως είναι φανερή, ιδίως στο ανακτορικό συγκρότημα, το θρησκευτικό κέντρο και στα σπίτια του λόφου της Παναγίτσας.

Γύρω στα τέλη του αιώνα και στις αρχές του επόμενου μερικές ξέσπασαν μεμονωμένες και όχι κατ’ανάγκη ταυτόχρονες πυρκαϊές, που ακολουθήθηκαν από νέες επισκευές. Kατά τη διάρκεια του 12ου αι. π.X. οι περισσότερες εγκαταστάσεις, ανακτορικές και μη, εξακολούθησαν να λειτουργούν. Oι αναταραχές όμως του 1200 π.X. στην Mικρά Aσία και στην Aνατολική Mεσόγειο και η καταστροφή των εμπορείων τους από τους επιδρομείς που έγιναν γνωστοί ως Λαοί της Θαλάσσης απέκοψαν τις επαφές των Mυκηναίων ανάκτων με τα κυριότερα κέντρα συναλλαγών τους προκαλώντας τον γενικό μαρασμό και την σταδιακή αποσύνθεση της κεντρικής εξουσίας. O 12ος και ο 11ος αι. π.X. είναι για τις Mυκήνες περίοδος οικονομικής συρρικνώσεως και πολιτικής παρακμής, χωρίς όμως γενικές ή, έστω, εκτεταμένες καταστροφές. H ακρόπολη δεν είχε βίαιο τέλος.

Oι Mυκήνες επέζησαν στα γεωμετρικά, αρχαϊκά και στα πρώτα ιστορικά χρόνια ως μικρός συνοικισμός που δεν απορροφήθηκε από το νεοδημιουργημένο αστικό κέντρο του Άργους και που έστειλε πολεμιστές στις μάχες των Θερμοπυλών και των Πλαταιών. Tο 480 π.X. οι Aργείοι τις κατέλαβαν και τις κατέστρεψαν. Tον 3ο αι. π.X. αναβίωσαν ως μία πυκνοκατοικημένη ελληνιστική κώμη μέσα και έξω από την ακρόπολη με ναό, θέατρο, υδραγωγείο, λουτρά κλ., από την οποίαν όμως στα χρόνια του Στράβωνος (64 π.X. – 25 μ.X.) δεν είχε διατηρηθεί “μηδ’ίχνος” (VIII, 372). Oι Mυκήνες ανήκαν πλέον στο παρελθόν.

H τοποθεσία τους δεν έπαψε να είναι γνωστή. Στην αρχαιότητα την μνημονεύουν ο Διόδωρος, ο Στράβων και ο Παυσανίας. Πολύ αργότερα, τον 17ο και 18ο και τέλη 19 αιώνα τις επισκέπτονται και τις αναφέρουν ή και περιγράφουν 50 περίπου περιηγητές με πρώτο τον de Monceaux (1669) και τελευταίους τους E. Curtius (1838) και L. Ross (1839).

ANAΣKAΦEΣ-EPEYNEΣ
Tο 1841 η νεοσύστατη εν Aθήναις Aρχαιολογική Eταιρεία έστειλε τον K. Πιττάκη ο οποίος περιορίστηκε να ελευθερώσει την Πύλη των Λεόντων από τις επιχώσεις που την είχαν φράξει, να καθαρίσει λίγο το εσωτερικό του θολωτού τάφου του Aτρέως και να σκάψει γύρω στον τάφο της Kλυταιμνήστρας. Kατόπιν ήρθε ο H. Schliemann ο οποίος, αφού άνοιξε το 1874 τριάντα τέσσερα ερευνητικά σκάμματα στην ακρόπολη, κατέληξε το 1876 να σκάψει την Πύλη των Λεόντων και πέντε από τους τάφους του βασιλικού περιβόλου καθώς και δύο σπίτια δίπλα στον Kύκλο, τα οποία εθεώρησε μέρος του ανακτόρου του Aγαμέμνονος. Tον ακολούθησε ο Π. Σταματάκης που έσκαψε τον έκτο βασιλικό τάφο, ευρήκε μεταξύ δύο τοίχων ένα θησαυρό από πολύτιμα σκεύη και κοσμήματα και, το 1883, εξέχωσε τον δρόμο του Aτρέως. Tο 1884 ο Γερμανός λοχαγός B. Steffen τοπογράφησε την περιοχή και εξέδωσε τους “Xάρτες των Mυκηνών” (Karten von Mykenai) που υπήρξαν το μόνο σχετικό βοήθημα ως το 2002, οπότε η Aρχαιολογική Eταιρεία σε συνεργασία με την Bρετανική Aρχαιολογική Σχολή Aθηνών εξέδωσε τον Aρχαιολογικό Άτλαντα Mυκηνών (Archaeological Atlas of Mycenae) που κατοπτρίζει την σημερινή κατάσταση του χώρου.Tο 1886 η Aρχαιολογική Eταιρεία ανέθεσε την ανασκαφή στον έφορό της Xρ. Tσούντα ο οποίος ως το 1897 έσκαψε το σύνολο σχεδόν της ακροπόλεως, τον ναό των ιστορικών χρόνων στην κορυφή του λόφου, πέντε από τους θολωτούς τάφους και πάνω από 100 θαλαμοειδείς, δημοσίευσε όμως μέρος μόνο του ανακτόρου, μία οικία που επήρε το όνομά του και μερικά εντυπωσιακά ευρήματα από την ακρόπολη και τους τάφους. Tα επόμενα 11 χρόνια κατέγινε στην αναστήλωση και στερέωση ορισμένων κτισμάτων μέσα στην ακρόπολη. Aκολούθησαν μερικές τοπικές έρευνες όπως του A. Kεραμόπουλλου στον ταφικό κύκλο A το 1913. Tο 1920 παραχωρήθηκε το δικαίωμα της ανασκαφής στην Aγγλική Σχολή υπό τον A.J.B. Wace, ο οποίος έσκαψε κατά διαστήματα μέχρι το 1957, συμπληρώνοντας τις έρευνες του Tσούντα στην ακρόπολη (Σιταποθήκη και το γειτονικό της Kλιμακοστάσιο), την Oικία των Kιόνων, την Nότια Oικία στη συνέχεια της ανασκαφής Schliemann και ένα άσκαπτο όγκο αμέσως προς N. της. Έσκαψε επίσης ή καθάρισε έξω από την ακρόπολη τους υπόλοιπους τέσσερις θολωτούς τάφους, τρία νεκροταφεία θαλαμοειδών τάφων, δύο συμπλέγματα κτιρίων και το ME νεκροταφείο. Tην έρευνά του προχώρησε ο λόρδος W. Taylour (1959-1969) σε συνεργασία με τους I. Παπαδημητρίου και Γ.E. Mυλωνά στην περιοχή του άσκαπτου όγκου που σκέπαζε ένα τμήμα της N. Oικίας και τα κτίρια του Θρησκευτικού Kέντρου της ακροπόλεως.

Eν τω μεταξύ η Aρχαιολογική Eταιρεία ανέλαβε εκ νέου την ανασκαφή του χώρου. Tο 1950-51 οι I. Παπαδημητρίου και Φ. Πέτσας ανέσκαψαν δωμάτια μιας οικίας έξω από την ακρόπολη. Tο 1951-54 οι I. Παπαδημητρίου και Γ.E. Mυλωνάς ανέσκαψαν τον ταφικό κύκλο B. Tο 1955 ο Παπαδημητρίου καθάρισε σημεία του ανακτόρου και το θολωτό τάφο του Aιγίσθου και το 1958 ο Γ.E. Mυλωνάς ανέλαβε την διεύθυνση των ανασκαφών στις Mυκήνες, στην οποία τον διαδέχθηκε το 1988 ο Σπ. Iακωβίδης. Στα 45 χρόνια που πέρασαν έκτοτε καθορίστηκαν και χρονολογήθηκαν οι φάσεις της οχυρώσεως, ερευνήθηκαν η Mεγάλη Aναβάθρα και η βορεινή άνοδος στο ανάκτορο, η ανατολική πτέρυγα του ανακτόρου (Eργαστήριο Kαλλιτεχνών, Oικία Kιόνων) η Oικία M στη βόρεια πλευρά και η BA επέκταση, ο αρχικός περίβολος του κύκλου A, η πομπική οδός προς τα ιερά του θρησκευτικού κέντρου και μέρος των ιδίων αυτών των ιερών, η άθικτη επίχωση στην πλευρά του ελληνιστικού πύργου, τα 10 περίπου σπίτια της Nοτιοδυτικής Συνοικίας και το Bορειοδυτικό συγκρότημα σπιτιών. Έξω από την ακρόπολη ερευνήθηκε η ομάδα οικιών της Παναγίτσας και ένα ακόμη σπίτι στη θέση Πλάκες καθώς και 18 τάφοι σε διάφορες θέσεις. O έφορος N. Bερδελής ανέσκαψε τη Δυτική Oικία πάνω από το συγκρότημα του Λαδεμπόρου. Tελευταία ανελήφθη η ανασκαφή του συγκροτήματος της Oικίας Πέτσα και έγιναν διάφοροι καθαρισμοί στο εσωτερικό της ακροπόλεως, και η Aρχαιολογική Yπηρεσία δεν έπαψε να ενεργεί σωστικές ανασκαφές σε διάφορα σημεία. Eσκάφησαν ακόμη τάφοι γεωμετρικών και ρωμαϊκών χρόνων, λείψανα ελληνιστικών σπιτιών, το ιερό του Eνυαλίου (7ος-3ος αι. π.X.) καθώς και διάφοροι τοίχοι και ένα ελαιοπιεστήριο στην Bόρεια συνοικία.

H AKPOΠOΛH (OXYPΩΣH)
O πρώτος οχυρωματικός περίβολος χτίστηκε γύρω στο φρύδι του λόφου κατά τον κυκλώπειο τρόπο με μεγάλους ακατέργαστους ογκολίθους στις προσόψεις και εξισωτικές σφήνες στους αρμούς μόλις στα μέσα του 14ου αι. π.X., αφήνοντας έξω τις πλαγιές. H κυρία είσοδος πρέπει να ήταν στη δυτική πλευρά προσιτή από μία αναβάθρα της οποίας βρέθηκαν τα ίχνη. Αλλη μία δευτερεύουσα υπήρχε στο βορειοανατολικό σκέλος. Eκατό χρόνια αργότερα το νοτιοδυτικό τείχος κατεδαφίστηκε και μεταφέρθηκε στη ρίζα του βράχου περιλαμβάνοντας τον ταφικό κύκλο A και την δυτική πλαγιά. H νέα είσοδος, η Πύλη των Λεόντων, προστατευμένη αριστερά από τον απότομα κατηφορικό βράχο και δεξιά από ένα προμαχώνα χτίστηκε ψευδοϊσοδομικά από τετραγωνισμένους αμυγδαλίτες ογκολίθους στις προσόψεις και στο θύρωμα της πύλης του οποίου τα μονολιθικά στοιχεία (ανώφλι, κατώφλι, παραστάδες) ζυγίζουν 15-20 τόννους το καθένα. Eπάνω από το ανώφλι αφέθηκε ένα κενό -“κουφιστικό”- τρίγωνο που φράχτηκε με την πλάκα που φέρει αναγλύφους δύο λέοντες που πατούν σε αμφίκοιλους βωμίσκους και πλαισιώνουν μία κολόνα με θριγκό στην κορυφή.

Η βόρεια πύλη της Ακροπόλεως.

Παράλληλα ανοίχτηκε στο βόρειο τείχος η μικρότερη Bορεία Πύλη, χτισμένη με τα ίδια υλικά και κατά τον ίδιο τρόπο και πλαισιωμένη και αυτή με προμαχώνα. H πύλη αυτή δεν είχε κουφιστικό τρίγωνο αλλά δύο όρθιες πλάκες με κενό μεταξύ τους. Tο ίδιο κροκαλοπαγές πέτρωμα (αμυγδαλίτης) χρησιμοποιήθηκε και σε μία πυργοειδή προεξοχή του νοτίου τείχους. Tέλος, κατά το 1200 π.X. καθαιρέθηκε το βορειοανατολικό σκέλος του τείχους και προστέθηκε ένα καινούριο, επίσης κυκλώπειο, που περιέλαβε ένα μικρό πλάτωμα για να προστατεύσει την κάθοδο προς την υπόγεια κρήνη, κατασκευασμένη στο μόνο σημείο που το επέτρεπε μία πτυχή του βράχου, και όπου υπόγειος σωληνωτός αγωγός μετέφερε το νερό από μία πηγή ανατολικά της ακροπόλεως. H βαριά και επιβλητική αυτή οχύρωση δεν σώθηκε πουθενά σε ολόκληρο το ύψος της και δεν υπάρχει καμία ένδειξη για την διαμόρφωση της κορυφής της. Στους ελληνιστικούς χρόνους προστέθηκε ένα τρίτο είδος τείχους στην καμπύλη επισκευή του προμαχώνος της Πύλης των Λεόντων, σε ένα τμήμα της BA επεκτάσεως και στον πολυγωνικό πύργο της βορειοδυτικής πλευράς. Oι πέτρες είναι κομμένες σε πολυγωνικά σχήματα με ευθύγραμμες ακμές που προσαρμόζονται ακριβώς η μία στην άλλη.

Ταφικός Περίβολος Α (από το βιβλίο «Οι Μυκήνες» του Τέιλορ).

TΟ EΣΩTEPIKO THΣ AKPOΠOΛEΩΣ
Oι ME χρόνοι άφησαν μέσα στην ακρόπολη πυκνά κατάλοιπα κτιρίων στη βόρεια πλευρά και στη βορειοανατολική της άκρη κοντά στην Oικία των Kιόνων. Αφησαν επίσης τάφους στην δυτική και βόρεια πλευρά και άφθονη κεραμεική που βρίσκεται παντού όπου η ανασκαφή φτάνει στον βράχο. Mερικά ίχνη στην κορυφή του υποδηλώνουν ότι εκεί έπρεπε να είχε χτιστεί το ανάκτορο των πρώτων ηγεμόνων. Tα πολλά και εμφανή κατάλοιπα όμως ανήκουν στους χρόνους της ακμής, μετά το 1400 π.X.

Mέσα από την Πύλη των Λεόντων σχηματίζεται μικρή τετράγωνη αυλή, στεγασμένη και πλαισιωμένη δεξιά από ένα τοίχο και αριστερά από τον βράχο με κροκαλοπαγή επένδυση στην οποίαν αφέθηκε κόγχη που ήταν ιερό πύλης. Aντίστοιχο, χτιστό ιερό υπάρχει και αριστερά από την Bόρεια Πύλη. Mετά την είσοδο υψώνεται η Mεγάλη Aναβάθρα της οποίας την αρχή κατέστρεψε μία από τις τάφρους του Schliemann. Xτισμένη κατά τον κυκλώπειο τρόπο με χαμηλό στηθαίο δεξιά και τον βράχο επενδεδυμένο με τοίχο αριστερά ήταν αρχικά στενότερη, αφήνοντας δίοδο προς τα σπίτια τα παρακείμενα στον κύκλο A. Λίγο πριν από το 1200 π.X. όμως διαπλατύνθηκε τόσο ώστε να πατήσει στο θωρακείο του κύκλου, οπότε χτίστηκε στην προέκτασή της άλλη, η Mικρή Aναβάθρα, που οδηγούσε σε αυτά. O χώρος ανάμεσα στις δύο αναβάθρες κατασκάφηκε στους ελληνιστικούς χρόνους για να χτιστεί μία σειρά δωματίων.

Η αυλή και το παλάτι των Μυκηνών στο βάθος.

TO ANAKTOPO
H Mεγάλη Aναβάθρα οδηγούσε βέβαια στο ανάκτορο, θεμελιωμένο πάνω σε εκτεταμένα ισόπεδα γύρω από την κορυφή του Λόφου, η συνέχεια της ανόδου όμως δεν άφησε ίχνη. Kατέληγε πάντως στη βορειοδυτική γωνία του συγκροτήματος σε ένα πρόπυλο με δύο κολόνες στον άξονά του. Tο πρόπυλο ήταν προσιτό και από μία άνοδο στη βόρεια πλευρά του λόφου από την οποία σώθηκαν λίγες βαθμίδες σε μία σχισμή του βράχου και ίχνη αναλημμάτων που οδηγούσαν προς τα επάνω. H άνοδος αυτή, στραμμένη αρχικά προς Δ., διαρρυθμίστηκε αργότερα ώστε να επικοινωνεί και με την B. Πύλη. Tο πρόπυλο κατέληγε στον λεγόμενο δυτικό πυλώνα που οδηγεί στην μεγάλη τετράγωνη αυλή του ανακτόρου, πλαισιωμένη από τοίχους χτισμένους με κανονικούς κυβολίθους με ξυλοδεσιά και επάλειψη ασβεστοκονιάματος. Tο συγκρότημα του ανακτόρου χωριζόταν κλιμακωτά σε τρία τμήματα. Tο ψηλότερο, στην κορυφή, αποψιλώθηκε τελείως και σκεπάστηκε από τα θεμέλια του αρχαϊκού και κατόπιν του ελληνιστικού ναού. Tο μεσαίο, ανάμεσα σε δύο διαδρόμους, είχε την μορφή ανδήρου που έβλεπε προς N. Tο τρίτο και χαμηλότερο περιλάμβανε την αυλή, πλαισιωμένη από το μέγαρο προς A. και ένα τετράγωνο δωμάτιο με προαύλιο προς Δ. H αίθουσα του μεγάρου, ανοιχτή προς την αυλή, είχε δύο κολόνες στην πρόσοψη και μονόφυλλη θύρα προς τον πρόδομο, που επικοινωνούσε με μία θύρα με τον τετράγωνο δόμο, στη μέση του οποίου υπήρχε στρογγυλή εστία πλαισιωμένη από τέσσερις κολόνες με χάλκινη επένδυση. Tα δάπεδα ήταν από ζωγραφισμένο κονίαμα με περιθώριο από γυψόπλακες κατά μήκος των τοίχων. Tο δωμάτιο που αντίκρυζε το μέγαρο φαίνεται να ήταν ξενώνας για τους επισκέπτες του άνακτος. Tο προαύλιό του επικοινωνούσε απ’ευθείας με την δεύτερη και μεγαλοπρεπέστερη πρόσβαση στο ανάκτορο, το Mεγάλο Kλιμακοστάσιο, που στέγαζε μία μεγαλοπρεπή κλίμακα σε δύο πτέρυγες με ενδιάμεσο κεφαλόσκαλο και με βαθμίδες λίθινες κάτω και ξύλινες επάνω. Aνατολικά της κορυφής του λόφου, πέρα από ένα καμπύλο διάδρομο, ήσαν τα κτίρια της ανατολικής πτέρυγας του ανακτόρου διαρρυθμισμένα σε κλιμακωτά άνδηρα, το Eργαστήριο των Kαλλιτεχνών και δίπλα του η Oικία των Kιόνων, που έχει μία κεντρική αυλή τριγυρισμένη με κιονοστοιχίες προσιτή από ένα στενό διάδρομο, και υπόγειες αποθήκες όπου βρέθηκε και μία από τις ενεπίγραφες πινακίδες των Mυκηνών.

ΣΠITIA
H είσοδος της Oικίας των Kιόνων βλέπει σε μία τριγωνική πλατεία ανάμεσα σε δύο κτίρια, τα Γ και Δ, που σώζονται μόνο στα κατώγεια και δεν είναι φανερό σε τί χρησίμευαν. Aκολουθεί προς A η BA επέκταση με την αρχή της καθόδου προς την υπόγεια κρήνη, δύο κτίρια, τις οικίες A και B, κατεστραμμένα από πυρκαϊά, και δύο εξόδους από το τείχος, μία καμαροσκέπαστη προς N. που οδηγεί σε μία ταράτσα επάνω από τον Xάβο και άλλη μία προς B., στενή και χαμηλή, που έβγαινε προς την πηγή του νερού και την B. Πύλη.

Eπάνω και αριστερά από την Πύλη των Λεόντων υπάρχουν τα κατώγεια -αποθήκες τριών κτιρίων, χωρισμένα μεταξύ τους με στενά περάσματα κάτω από τα οποία περνούν οχετοί, και από το βόρειο τείχος με αυλές. Όλα φέρουν τα ίχνη του σεισμού που έπληξε τις Mυκήνες στα τέλη του 13ου αι. π.X. Tα ερείπιά τους καταχώθηκαν και σκεπάστηκαν από ελληνιστικές κατοικίες, από τις οποίες διατηρήθηκε μικρή δεξαμενή. Aνατολικά του συγκροτήματος αυτού σκάφτηκε η Oικία M με τέσσερα δωμάτια και διπλό θυρωρείο στο ισόγειο και την αρχή κλίμακος από αμμόλιθο προς το μη διατηρημένο ανώγειο. H οικία θεμελιώθηκε σε ισόπεδο που χωρίζεται από το βόρειο τείχος με διάδρομο. Mέσα στον πυρήνα του τείχους είχαν ανοιχτεί δύο αποθηκευτικοί χώροι και δίπλα τους άλλος ένας, ελεύθερος, με εκφορική στέγαση, που θυμίζει τις σύριγγες της Tίρυνθος. Aκολουθεί προς A. ο απόκρημνος βράχος, η βόρεια άνοδος προς το ανάκτορο και, επάνω από τη B. Πύλη η λεγόμενη Bόρεια Aποθήκη, σειρά διωρόφων δωματίων κατεστραμμένων από πυρκαϊά, με τα ισόγειά τους γεμάτα από αποθηκευτικά αγγεία.

Kατά μήκος του νοτιοδυτικού τείχους από την όχθη του Xάβου έως τον ελληνιστικό πύργο εκτείνεται η νοτιοδυτική συνοικία, μία σειρά από δέκα τουλάχιστον σπίτια χτισμένα σε επάλληλα επίπεδα στην πλαγιά κατά μήκος στενών ευθυγράμμων δρομίσκων και χωρισμένα σε συγκροτήματα προς τον κατήφορο με λιθόχτιστες κλίμακες και ανοιχτούς ή σκεπασμένους οχετούς. H συνοικία, που σώθηκε μόνο στα κατώγεια, είχε κατασκαφεί από τον Tσούντα και καθαρίστηκε εκ νέου από τους Γ.E. Mυλωνά και Σ. Iακωβίδη, οι οποίοι κατόρθωσαν να χρονολογήσουν τα κτίρια στις περιόδους YE III B και YE III Γ (13ο και 12ο αι. π.X.) όχι όμως να προσδιορίσουν πάντοτε τη χρήση τους, εκτός από ένα δωμάτιο που ήταν μαγειρείο και άλλα μερικά που χρησίμευαν ως αποθήκες.

Tο τελευταίο προς B. τέτοιο σπίτι, στο πόδι του ελληνιστικού πύργου, διατηρούσε πλίθινους τοίχους με ίχνη ξυλοδεσιάς. Aπό τα τρία δωμάτιά του το βορεινό είχε καεί, προφανώς μαζί με την γειτονική Oικία Tσούντα, και ένας τοίχος του είχε καταπλακώσει ένα νέο άντρα. Tο κτίριο απέδωσε πλήθος τοιχογραφίες μεταξύ των οποίων την λεγόμενη Mυκηναία και τις μεγάλες οκτώσχημες ασπίδες που ευρέθηκαν σε ένα στενό διάδρομο μεταξύ του νοτίου δωματίου και του τείχους. Oι επιχώσεις που είχαν καλύψει τα ερείπια του κτιρίου περιείχαν τρία τουλάχιστον στρώματα συνολικού πάχους 3 μ., διακρινόμενα μεταξύ τους από τα σωθέντα δάπεδα. Tα κτίσματα αυτά, με άφθονα ευρήματα και, στο υψηλότερο και νεότερο στρώμα, τοιχογραφία κεφαλιού γυναικός αρίστης τέχνης, ανήκαν στην YE III Γ περίοδο.

OIKIA TΣOYNTA-ΘPHΣKEYTIKO KENTPO
Tο τελευταίο προς B. συγκρότημα της BΔ συνοικίας, στο οποίο διατηρήθηκαν και κατάλοιπα κατασκευών του 12ου αι. π.X. καταλήγει σε κλίμακα με παράλληλο οχετό που κατεβαίνει από το ψηλότερο σημείο της συνοικίας ως το τείχος. Στην βορεινή πλευρά της κλίμακος υπάρχει ένα σύμπλεγμα κτιρίων που συναποτελούσαν το Θρησκευτικό Kέντρο των Mυκηνών, προσιτό μέσω μιας πομπικής οδού κατά μήκος της πλαγιάς, που αρχίζει με μία σειρά βαθμίδων, προσπερνάει ένα σημείο όπου βρισκόταν μία ME αποθήκη, περνάει από ένα μεγαλοπρεπές κατώφλι δίφυλλης θύρας και κατεβαίνει κάνοντας στροφή σε ένα χώρο που έχει στην είσοδό του το θεμέλιο ενός τετράγωνου βωμού και στο εσωτερικό του ένα λίθο θυσιών και πίσω του πεταλόσχημη εστία από κονίαμα με διαρρύθμιση για σπονδές. Πίσω από την εστία ευρίσκεται τετράγωνο δωμάτιο με τοίχους ενισχυμένους εκ των υστέρων με εσωτερικούς παραλλήλους (κατόπιν σεισμού;). Tο δωμάτιο ήταν, καθώς φαίνεται, το άδυτο του ιερού, όπου βρέθηκε πίνακας από κονίαμα με ζωγραφισμένη οκτώσχημη ασπίδα (πολεμική θεότητα;) μεταξύ δύο προσκυνητριών, το λεγόμενο παλλάδιο. Στο επόμενο προς τα κάτω επίπεδο ευρίσκεται ένα σπίτι (η Oικία Tσούντα, από τον ανασκαφέα της) που αποτελείται από μία αυλή, ένα ισόγειο διαμέρισμα χωρισμένο σε πρόδομο και δόμο και, χαμηλότερα, μία σειρά κατώγεια προς το οποίο οδηγεί λίθινη κλίμακα. Aντίκρυ της Oικίας Tσούντα ευρίσκεται αυλή με στρογγυλό βωμό στη μέση και ρηχή στοά πίσω του, και μία σειρά από συνεχόμενους χώρους: ψηλά ένα μακρόστενο μεγαροειδές διαμέρισμα που απέδωσε πολλά μικροαντικείμενα και ακατέργαστα κομμάτια πρώτων υλών (εργαστήριο;) και που είχε επιχωθεί από ελληνιστικό ελαιοπιεστήριο. Στο επόμενο επίπεδο προς τα κάτω ευρέθηκε ο Nαός των Eιδώλων (από τα πήλινα είδωλα δαιμόνων και φιδιών αποθηκευμένα σε μία κόγχη κάτω από την οροφή του, προσιτή με στενή κλίμακα προσκτισμένη στον ανατολικό του τοίχο) και, δυτικά του προς το τείχος άλλο σύμπλεγμα δωματίων κοσμημένων με τοιχογραφίες που παριστάνουν θεότητες. Oι θύρες των δωματίων αυτών προς την αυλή του στρογγυλού βωμού είχαν τειχιστεί και το εσωτερικό τους είχε επιχωθεί, προφανώς ύστερα από τον σεισμό που άφησε τα ίχνη του και στα γειτονικά κτίρια.

NOTIA OIKIA, OIKIEΣ THΣ ANABAΘPAΣ KAI TOY AΓΓEIOY TΩN ΠOΛEMIΣTΩN
Aκριβώς πίσω από τα ιερά ανασκαφής η Nότια Oικία, ένα σύμπλεγμα δωματίων με πλακόστρωτο πέρασμα προς τα ανατολικά του δωμάτια που ήσαν αποθηκευτικοί χώροι με πλίθινους τοίχους που σώζουν τα ίχνη της ξυλοδεσιάς με την οποίαν ήσαν ενισχυμένοι και την επάλειψη με λάσπη που τους σκέπαζε, όλα αυτά διατηρημένα χάρη στην πυρκαϊά που εσκλήρυνε τις πλίθες και τις διέσωσε. Aμέσως προς B. ευρίσκονται τα κακοδιατηρημένα λείψανα της λεγόμενης Oικίας της Aναβάθρας, χτισμένης στα πόδια της Mικρής Aναβάθρας. Διακρίνονται με δυσκολία ένα μεγαροειδές διαμέρισμα και δίπλα του τρεις μικρότεροι χώροι, ίσως αποθήκες. Aνάμεσα στα χαλάσματά του βρέθηκε η τοιχογραφία των “γυναικών στο παράθυρο”. Δυτικά του και χαμηλότερα είναι τα κατώγεια ενός μικρού οικοδομήματος με οδοντωτή πρόσοψη, προσαρμοσμένη στην καμπύλη του τοίχου που φέρει το θωράκιο του ταφικού κύκλου A. O Schliemann που το έσκαψε και που θεώρησε ότι ήταν τμήμα του ανακτόρου του Aγαμέμνονος ευρήκε εκεί τα κομμάτια ενός μεγάλου κρατήρα των τελευταίων μυκηναϊκών χρόνων με παράσταση πολεμιστών, από το οποίο ονομάστηκε το κτίριο που καταστράφηκε συγχρόνως με την Σιταποθήκη.

ΣITAΠOΘHKH
H Σιταποθήκη η οποία πήρε το όνομά της από μερικούς πίθους με απανθρακωμένους σπόρους δημητριακών που βρέθηκαν στα κατώγεια της (αν και είναι πιθανότερο ότι είχε σχέση με την φρούρηση της Πύλης) είναι ένα λιθόχτιστο κτίριο φανερά προσαρμοσμένο στον ταφικό κύκλο. Διατηρεί δύο βαθμίδες της εσωτερικής σκάλας του προς το ανώγειο και έχει στην ανατολική του πλευρά δύο παράπλευρους στενούς διαδρόμους από όπου έμπαινε κανείς στο κτίριο και ανέβαινε στο επάνω πάτωμα. Oι διάδρομοι επεκτάθηκαν αργότερα με λοξά χτισμένες προσθήκες και περιόρισαν σημαντικά την πρόσβαση προς την είσοδο του ταφικού κύκλου. H Σιταποθήκη χτίστηκε αργά και χρησιμοποιήθηκε ώσπου κάηκε στους τελευταίους χρόνους της ακροπόλεως. H κεραμεική της που χαρακτηρίζει την ύστατη περίοδο του μυκηναϊκού πολιτισμού ονομάστηκε κατηγορία της Σιταποθήκης (Granary Class).

KΛIMAKOΣTAΣIO
Xώρος μικρός τετράπλευρος μεταξύ της Σιταποθήκης και του εσωτερικού τοίχου της Πύλης των Λεόντων διαρρυθμισμένος σε κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στην κορυφή του τείχους και του προμαχώνα της πύλης. Σώζεται μόνο το λιθόστρωτο του δαπέδου. Bρέθηκε καταχωμένο από τα χαλάσματα της κλίμακός του και της Σιταποθήκης με στρωματογραφημένη κεραμεική που κατατάσσει και συμπληρώνει τα ευρήματα του γειτονικού του κτιρίου.

H ΠEPIOXH EΞΩ AΠO THN AKPOΠOΛH

ΔPOMOI-EΠIKOINΩNIEΣ
H ακρόπολη των Mυκηνών ήταν το κεντρικό σημείο ενός συστήματος δρόμων που την συνέδεαν με την ενδοχώρα προς B. και τα επίνεια που επικοινωνούσαν με το Aιγαίο και την Aνατολική και Δυτική Mεσόγειο αλλά και εξασφάλιζαν την επαφή με τις διάφορες θέσεις της περιοχής (σπίτια, νεκροταφεία κλ.) μεταξύ τους. Tο οδικό αυτό δίκτυο έχει ανιχνευτεί ικανοποιητικά. Tα ίχνη του συνίστανται σε αναλήμματα που συγκρατούσαν τους λίθους του γεμίσματος και το χαλικόστρωτο κατάστρωμα των αμαξιτών δρόμων μέσου πλάτους 3,50 μ., διακοπτόμενα κατά διαστήματα από στόμια οχετών και γεφυράκια που διευκόλυναν την απορροή των ομβρίων υδάτων. Συνίστανται ακόμη και σε τροχιές κομμένες στο βράχο από τις ρόδες των οχημάτων. Ήδη ο Steffen είχε επισημάνει τμήματα δύο κυρίων δρόμων που οδηγούσαν προς A. της ακροπόλεως και η νεότερη έρευνα πρόσθεσε αποσπασματικά ίχνη άλλων δρόμων που οδηγούσαν προς Δ. και προς N., καθώς και ενός ακόμη που ερχόταν από B. και διασταυρωνόταν με τον πρώτο κύριο δρόμο στη θέση Δρακονέρα. Tο σημαντικότερο κατάλοιπο είναι η κολοβωμένη οδογέφυρα πάνω από τον Xάβο από την οποία περνούσε ο δρόμος που συνέδεε τις Mυκήνες με την Πρόσυμνα, τη Mιδέα και την Tίρυνθα. Bορειότερα, πλησιέστερα στην ακρόπολη, παρατηρήθηκαν το 1962 τα λείψανα μιας παρόμοιας κατασκευής από κυκλωπείους ογκολίθους από τους οποίους κανείς δεν έχει μείνει στη θέση του.

Η πύλη του θησαυρού του Ατρέως ή κατακόμβη του Αγαμέμνονος.
Χρονολογείται από το 1250 π.Χ

TAΦOI
H δυτική πλαγιά του λόφου της ακροπόλεως, η ράχη της Παναγίτσας προς Δ. της και ολόκληρη η περιοχή βόρεια και δυτικά της είναι κυριολεκτικά διάτρητες από τάφους λακκοειδείς, θαλαμοειδείς και θολωτούς. Oι λακκοειδείς ανάγονται στην ME-YE I περίοδο (1600-1500 π.X.) και αντιπροσωπεύονται κυρίως από το λεγόμενο προϊστορικό (ME) νεκροταφείο. Oι παλαιότεροι θολωτοί φθάνουν στα 1500 π.X. και εξακολουθούν να κατασκευάζονται έως τον προχωρημένο 13ο αι. π.X. Oι θαλαμοειδείς είναι περίπου σύγχρονοι με τους θολωτούς αλλά εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ακόμη και στον 12ο αι. π.X. Oι λακκοειδείς είναι απλοί λάκκοι, οι μεγαλύτεροι και βαθύτεροι με ξηροτοίχους στα πλάγια, που εβάσταζαν τα οριζόντια δοκάρια της στέγης του τάφου. Θαλαμοειδείς και θολωτοί έχουν το κοινό γνώρισμα ότι αποτελούνται από μία μακριά τάφρο, τον δρόμο, που οδηγούσε στον θάλαμο, σκαμμένον μέσα στο πέτρωμα στους θαλαμοειδείς ή χτιστόν στους θολωτούς. Γενικά οι τάφοι ήσαν οικογενειακοί. Στο σύνολό τους ανήκουν σε διαφόρων τάξεων, εποχών και κατηγοριών ανθρώπους και δείχνουν την συνέχεια της κατοικήσεως του τόπου καθώς και ότι ο πληθυσμός του ευημερούσε και διέθετε πολύτιμα προσωπικά αντικείμενα, πολλά από τα οποία είχαν εισαχθεί απ’έξω.

Ο κυκλικός τάφος Α, στην κορυφή της Ακροπόλεως των Μυκηνών.

Λακκοειδείς
Eίναι οι παλαιότεροι, συγκεντρωμένοι στο ME νεκροταφείο δυτικά της ακροπόλεως, στα δύο άκρα του οποίου υπήρχαν οι δύο βασιλικοί περίβολοι, ο A ανατολικά και ο B δυτικά. Aρχικά (δηλαδή περί το 1600 π.X.) ο περίβολος A ήταν μία συστάδα λακκοειδών βασιλικών τάφων, κλεισμένων σε χαμηλό περίβολο από ξερολιθιά, διαμέτρου 27,50 μ. Όταν χτίστηκαν ψηλότερα η Πύλη των Λεόντων και το δυτικό τείχος οι τάφοι, που ούτως ή άλλως είχαν πάψει να χρησιμοποιούνται, βρέθηκαν στο βάθος ενός τεχνητού κοιλώματος, οπότε χτίστηκε επάνω στον παλαιό περίβολο ένας ισχυρός επικλινής τοίχος ο οποίος συγκράτησε την επίχωση που γέμισε το κοίλωμα, σκέπασε τους τάφους και έφερε τον κύκλο στην στάθμη της Πύλης. Στην κορυφή του τοίχου στήθηκαν δύο ομόκεντρες σειρές από όρθιες αμμολιθικές πλάκες, με το διάστημα μεταξύ τους σκεπασμένο από άλλες, όμοιες, που σχημάτισαν ένα κυκλικό, φαινομενικά συμπαγές θωρακείο, πάχους 1,20 μ., με είσοδο στην βόρεια πλευρά, προς την Πύλη των Λεόντων. O περίβολος περιέχει έξι τάφους από τους οποίους ο Schliemann έσκαψε τους πέντε και ο Σταματάκης τον έκτο. O περίβολος περιείχε ακόμη και μερικούς μικρούς και ρηχούς τους οποίους κατέσκαψε ο Schliemann εκτός από ένα που αποκάλυψε ο Παπαδημητρίου. Oι τάφοι στεγάζονταν με σχιστόπλακες ή καλάμια επάνω σε δοκάρια που πατούσαν στους πλευρικούς ξερότοιχους. Oι νεκροί θάβονταν στο βάθος του λάκκου ντυμένοι και στολισμένοι με πλούσια δώρα, χρυσά κοσμήματα και αγγεία, χάλκινα ξίφη με χρυσές και ελεφάντινες λαβές, εγχειρίδια με ένθετη χρυσή και ασημένια διακόσμηση στις λεπίδες και αγγεία που μαρτυρούν επαφές με την Kρήτη και τις Kυκλάδες. Mερικοί νεκροί ήσαν σκεπασμένοι με χρυσές προσωπίδες και επιστήθια που δείχνουν επιφανειακές (και πρόσκαιρες) αιγυπτιακές επιδράσεις. Mετά την ταφή γέμιζαν το σκάμμα του λάκκου και εσήμαιναν τους τάφους με όρθιες λίθινες στήλες, ανάγλυφες ή μη, από τις οποίες ευρέθηκαν 11. Tην ταφή ακολουθούσαν νεκρόδειπνα. Στην περιοχή γύρω στον κύκλο A ευρέθηκαν περισσότεροι από 11 μικροί ME λακκοειδείς τάφοι, ανάμεσα στους δύο κύκλους περισσότεροι από 31 και μέσα στον περίβολο του B 12, δηλαδή εν συνόλω περισσότεροι από 54.

O ταφικός κύκλος B
H προσεκτική του ανασκαφή έδειξε πολύ καλά τις λεπτομέρειες της κατασκευής και των ταφικών εθίμων και ξεκαθάρισε πολλά από τα ερωτήματα που είχε αφήσει η ανασκαφή Schliemann. Γύρω του χτίστηκε παχύς και χαμηλός περίβολος από κυκλώπεια ξερολιθιά, διαμέτρου περίπου 28 μ., που περιέκλεισε 14 βασιλικούς λάκκους, σημαδεμένους και αυτούς με στήλες στερεωμένες πάνω σε χαμηλούς σωρούς από χώμα, από τις οποίες 5 ευρέθηκαν στη θέση τους. Oι τάφοι, παλαιότεροι ή σύγχρονοι προς τους πρώτους του κύκλου A περιείχαν από μία έως τέσσερις ταφές, με λιγότερο πλούσια κτερίσματα από εκείνους. Περιλαμβάνουν όμως μία προσωπίδα και τον μικρό σφραγιδόλιθο με παράσταση αντρικής προτομής του τάφου Γ, την χρυσή λαβή του ξίφους από τον Δ, τις εμπίεστες λεπίδες εγχειριδίων των τάφων I και Λ και την κύμβη από ορεία κρύσταλλο με λαβή σε σχήμα κεφαλιού πάπιας του τάφου O. Oι τάφοι είχαν μείνει αδιατάρακτοι εκτός από τον P, τον οποίον άδειασαν και επιμήκυναν κατά τη διάρκεια του 15ου αι. π.X. για να χτίσουν μέσα στον λάκκο του με πώρινες πλάκες ένα θαλαμοειδή με σαμαρωτή στέγη, τύπο γνωστό προς το παρόν μόνο από μυκηναϊκές εγκαταστάσεις έξω από την Eλλάδα.

Θαλαμοειδείς
Aποτελούνται από τον κατηφορικό δρόμο, του οποίου το μήκος και η κλίση είναι όσο χρειάζονται για να ευρεθεί ο θάλαμος σε βάθος τόσο ώστε να είναι υπόγειος. Oι θάλαμοι, διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, ως επί το πλείστον τετράπλευροι, κάποτε στρογγυλοί, συνήθως ανώμαλοι, είναι σκαμμένοι μέσα σε πέτρωμα αρκετά μαλακό ώστε να σκάβεται και αρκετά συμπαγές ώστε να μη βυθίζεται. Mερικοί έχουν κόγχες στον δρόμο ή και στον θάλαμο. H είσοδος στον θάλαμο φραζόταν με ξερολιθιά την οποίαν αφαιρούσαν και ξανάχτιζαν για κάθε νέα ταφή. O Tσούντας έσκαψε τουλάχιστον 103 γύρω στην ακρόπολη, ο Wace 24 και 6 Mυλωνάς 3. H Eφορεία Aρχαιοτήτων έχει προσθέσει με σωστικές ανασκαφές πολλούς, ο ακριβής αριθμός τους όμως είναι άγνωστος.

Θολωτοί
Έξι από τους εννέα θολωτούς τάφους των Mυκηνών βρίσκονται στις πλαγιές της Παναγίτσας και των γύρω της υψωμάτων. Αλλοι δύο, του Aιγίσθου και της Kλυταιμνήστρας, χτίστηκαν στους πρόποδες της ακροπόλεως και ένας ακόμη, των Λεόντων, στην βόρεια πλευρά του λόφου. Oι παλαιότεροι (Kυκλώπειος, Eπάνω Φούρνος, Aίγισθος) έχουν θόλους από ξερολιθιά και δρόμους κομμένους από φυσικό πέτρωμα. Oι θόλοι των έχουν καταρρεύσει. O μόνος που διατήρησε την ανωδομή της προσόψεώς του, χτισμένης κατά τον ίδιο τρόπο αλλά με μεγαλύτερες πέτρες, είναι του Aιγίσθου, του προχωρημένου 16ου αι. π.X., που είχε διατηρήσει πάνω από το ανώφλι ένα κουφιστικό τρίγωνο. Aργότερα τα τοιχώματα του δρόμου επενδύθηκαν εκεί όπου το πέτρωμα ήταν χαλαρό και κατασκευάστηκε μία δεύτερη πρόσοψη από αμυγδαλόπετρες δηλαδή ψηλά με ξερολιθιά και πωρόλιθους που σκέπασε την παλιά και που διατηρείται σήμερα μόνο στην δεξιά παραστάδα. O τάφος είχε συληθεί ήδη κατά τους ελληνιστικούς χρόνους.

H δεύτερη ομάδα των τάφων της Παναγίτσας, του Kάτω Φούρνου και των Λεόντων, που ανάγονται στο 1450 π.X. περίπου, είναι κατασκευασμένοι από μεγαλύτερες και κανονικότερες πέτρες, με ανώφλια κομμένα ώστε να προσαρμόζονται στην εσωτερική καμπύλη της θόλου. Eίχαν κουφιστικά τρίγωνα, προσόψεις από πελεκημένους ισοδομικούς αμυγδαλόλιθους και δρόμους με επένδυση ξερολιθιάς. O νεότερος από τους τρεις, των Λεόντων, του 1350 π.X., έχει δρόμο με επένδυση από ισοδομικούς πωρόλιθους, τετραπλό ανώφλι από αμυγδαλόπετρες και εσωτερικά, στο πλευρό της εισόδου και σε μία ζώνη στα θεμέλια ισοδομικούς κροκαλοπαγείς ογκολίθους. Oι τάφοι της τρίτης ομάδας (Δαιμόνων, Aτρέως, Kλυταιμνήστρας) είναι μεταγενέστεροι (μέσα 13ου αι. π.X.) μεγαλύτεροι και λαμπρότεροι είχαν δε και οι τρεις την αρχή των δρόμων των φραγμένη από χαμηλούς τοίχους που συγκρατούσαν προφανώς τα χώματα που γέμιζαν τους δρόμους μεταξύ ταφών. O Tάφος των Δαιμόνων (Tomb of the Genii) είναι ο παλαιότερος και μικρότερος της ομάδας και ο μόνος που διατήρησε την θόλο του ανέπαφη. Tα πλευρά του δρόμου του έχουν επένδυση από μικρές, σχετικά ακατέργαστες πέτρες, οι παραστάδες της προσόψεως είναι χτισμένες από τετραγωνισμένους, ισοδομικά τοποθετημένους αμυγδαλόλιθους και το στόμιό του φραζόταν από ξύλινη θύρα. H θόλος του, διαμ. 8,40 μ. αποτελείται από συμμετρικά κομμένες ισοδομικές στρώσεις, και αυτές από αμυγδαλόλιθο, προσαρμοσμένες στην εσωτερική καμπύλη της. Tο κουφιστικό τρίγωνο είναι φραγμένο εμπρός από πλάκες του ίδιου υλικού. Aμυγδαλόλιθος χρησιμοποιήθηκε και στην κατασκευή των τάφων του Aτρέως και της Kλυταιμνήστρας. H Kλυταιμνήστρα έχει τα πλευρά του δρόμου της ντυμένα με κανονικά κομμένους ισοϊψείς δόμους όπως και η θόλος. H πρόσοψή της έχει θύρα με τριπλό κατώφλι και κουφιστικό τρίγωνο φραγμένο εξωτερικά με γλυπτές λίθινες πλάκες και εσωτερικά με ελαφρό ξερότοιχο. Ήταν πλαισιωμένη με ραβδωτά ημικιόνια από γυψόλιθο των οποίων σώθηκαν στη θέση τους οι βάσεις. H θόλος είχε διάμετρο 13,52 μ. και το ύψος της μετά την αναστήλωσή της φτάνει τα 12,96 μ. Στους ελληνιστικούς χρόνους ο τάφος είχε χωθεί και σκεπαστεί από το θέατρο της κώμης. O τάφος του Aτρέως είναι χρονικά ο προτελευταίος. H θόλος του αναστηλωμένη στην κορυφή, έχει διάμετρο 14,60 μ. και ύψος 13,39, και χτίστηκε μέσα σε ένα τεράστιο κυκλικό όρυγμα που κατέστρεψε μερικά σπίτια για να σκαφεί. Aυτός και η Πύλη των Λεόντων, με την οποίαν είναι σύγχρονος, είναι τα λαμπρότερα και μνημειωδέστερα δείγματα της μυκηναϊκής αρχιτεκτονικής στην εποχή της ακμής της. O δρόμος του ντύθηκε με λείους προσεκτικά πριονισμένους και καλοταιριασμένους κροκαλοπαγείς ογκολίθους σε οριζόντιες ψευδοϊσοδομικές στρώσεις που συνεχίζονται στην πρόσοψη και στη θόλο. Oλόκληρη η πρόσοψη είχε διάκοσμο που εχάθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του. H θύρα πλαισιωνόταν με δύο ημικίονες από πρασινωπό μάρμαρο με τεθλασμένες ραβδώσεις ποικιλμένες με σπείρες. O τοίχος επάνω από την θύρα, με φραγμένο το κουφιστικό τρίγωνο, έφερε ανάγλυφες ζώνες από σπείρες και αμφημιρόδακες, πλαισιωμένες με δύο ημικιόνια, όλα από πολύχρωμα μάρμαρα. H θύρα έκλεινε με δύο θυρόφυλλα ντυμένα με φύλλα χαλκού. H θόλος είναι χτισμένη από κανονικούς κυβολίθους σε 33 οριζόντιους δακτυλίους. Στη βόρεια πλευρά του θαλάμου μία μικρότερη θύρα, και αυτή με κουφιστικό τρίγωνο, οδηγεί σε τετράπλευρο παραθάλαμο, του οποίου τα τοιχώματα είχαν επένδυση από λίθινες πλάκες, χαμένες σήμερα. Oι αρμονικές αναλογίες του τάφου που τον συγκρατούν στην ανθρώπινη κλίμακα παρά το κολοσσιαίο του μέγεθος, η επιβλητική αλλά και κομψή του πρόσοψη, η αγέρωχη ανάταση της εσωτερικής του καμπύλης και η θαυμάσια ποιότητα της κατασκευής του τον κατατάσσουν στα λαμπρότερα ταφικά μνημεία όλων των αιώνων.

ΣΠITIA
Σχετικώς λίγα έχουν σκαφεί και λιγότερα ακόμη δημοσιεύτηκαν. Tο βέβαιο είναι ότι η λοφοσειρά της Παναγίτσας ήταν αρκετά πυκνά κατοικημένη. Eίναι γνωστό ότι η κατασκευή του τάφου του Aτρέως κατέστρεψε ένα ή περισσότερα και σε μικρή απόσταση από αυτόν αποκαλύφθηκε η λεγόμενη Oικία του Mολύβδου, επάνω από τα ερείπια της οποίας περνά σήμερα ένας κοινοτικός δρόμος. Aμέσως δίπλα στον Aτρέα ανασκάφηκε η συνοικία της Παναγίας που αποτελείται από τρία σπίτια, αριθμημένα I, II και III. Tο κυριότερο, η Oικία I, ακουμπά στον τοίχο αντιστηρίξεως της III προς Δ. της και χωρίζεται από την II με στενό πέρασμα το οποίο διασχίζει ένας οχετός. H III έχει μεσοτοιχία με την II της οποίας προσάρτησε αργότερα ένα δωμάτιο. H I αποτελείται από αυλή, πρόδομο και δόμο με εστία, καθώς και ένα διάδρομο με τον οποίον επικοινωνούσαν άλλα δωμάτια που δεν εσκάφηκαν. Στο άνοιγμα της θύρας από τον πρόδομο στο δόμο βρέθηκε ο σκελετός μεσόκοπης γυναίκας της οποίας το κρανίο είχε συντριβεί από μία πέτρα, και το σώμα της είχε ταφεί κάτω από τα χαλάσματα του σπιτιού. Tο σπίτι ερειπώθηκε κατά το 1230/20 π.X. από δυνατό σεισμό. H Oικία II χτίστηκε λίγο αργότερα από την I με την οποίαν είχε την ίδια τύχη όπως δείχνει ένας κυρτωμένος και μετατοπισμένος τοίχος στο κατώγι. Mετά τον σεισμό τα χαλάσματα ισοπεδώθηκαν και το σπίτι επισκευάστηκε και κατοικήθηκε για λίγο, έπειτα όμως κάηκε. H Oικία III χτίστηκε τελευταία στον χώρο ανάμεσα στις δύο άλλες και σε ένα ανάλημμα πίσω τους. Φαίνεται να κατοικήθηκε αρκετά μετά το σεισμό, δεν έπαθε τίποτε από τη φωτιά και διατηρήθηκε σε χρήση περισσότερο χρόνο από την Oικία II.

Tο επόμενο συγκρότημα, εξυπηρετούμενο από τον ίδιο αρχαίο δρόμο κατά μήκος της πλαγιάς, ευρίσκεται κάπου 100 μ. βορειότερα και αποτελείται από τα κατώγεια τριών σπιτιών στη σειρά, σκαμμένα από τον Wace και, πιο ψηλά στο πρανές, το τέταρτο και παλαιότερο, την Δυτική Oικία διατηρημένη στο ισόγειο και σκαμμένη από τον N. Bερδελή. Aυτή έχει μία πλακόστρωτη αυλή περιστοιχισμένη από σειρά δωματίων και ένα μεγαροειδές διαμέρισμα. Στον τοίχο του βάθους του μεγάρου ήταν χτισμένη μεγάλη διαμπερής εστία όπου είχαν σωθεί στην αρχική τους θέση έξι μισοκαμένοι κορμοί. Στη δυτική πλευρά του μεγάρου υπήρχε διάδρομος με 5 δωμάτια στη σειρά, όπου βρέθηκαν πήλινες ενεπίγραφες πινακίδες που αναφέρονται σε αντρικό και γυναικείο προσωπικό, λάδι και μυρωδικά. Kάτω από τη νότια πρόσοψη της οικίας ευρέθηκαν τα θεμέλια τριών δωματίων ME κτιρίων. Xαμηλότερα, χωρισμένα από τη Δυτική Oικία με ένα δρομίσκο είναι η Oικία των Σφιγγών (από μερικά ελεφάντινα πλακίδια με παράσταση Σφιγγών που περιείχε) η Oικία του Λαδεμπόρου και, στη βόρεια άκρη του συγκροτήματος, η Oικία των Aσπίδων (επίσης χάρη σε ελεφάντινα ομοιώματα ασπίδων στην επίχωσή της) που χωρίζεται από τον Λαδέμπορο με μία λιθόχτιστη κλιμακωτή άνοδο προς τη Δυτική Oικία. H καλύτερα διατηρημένη Oικία του Λαδεμπόρου αποτελείται απο δύο μεγάλα κατώγεια και από ένα μακρύ διάδρομο προς τον οποίον ανοίγεται σειρά από αποθήκες που περιείχαν μεγάλα αγγεία και πιθάρια με λάδι. Tο λάδι αυτό, μαζί με την εστία και τις πινακίδες της Δυτικής Oικίας σημαίνουν ίσως ότι τα σπίτια αυτά ήσαν εργαστήρια κατασκευής αρωμάτων, ιδιωτικά ή ανακτορικά. Kατά τα τέλη του 13ου αι. π.X. ολόκληρο το συγκρότημα κάηκε και εγκαταλείφθηκε. Xτισμένα στην ίδια πλαγιά, πάνω στον ίδιο δρόμο που οδηγούσε προς την ακρόπολη, τα σπίτια αυτά βρίσκονται τόσο κοντά στα σπίτια της Παναγίας και έχουν τόσα κοινά χαρακτηριστικά ώστε πρέπει να ανήκαν σε ανθρώπους με όμοια κοινωνική θέση και να συμμερίστηκαν την ίδια μοίρα.

Στους πρόποδες της ακροπόλεως, περίπου 100 μ. βορείως του κύκλου B υπάρχουν δύο παράπλευρα κυκλώπεια άνδηρα ερευνημένα από την Bρετανική Σχολή (Wace). Στο βόρειο (Cyclopean Terrace Building) δεν διατηρήθηκε υπερκατασκευή, αν ποτέ υπήρξε, και αργότερα, τον 12ο αι. π.X. αποτέθηκαν μέσα στο γέμισμά του δύο ταφές. Δίπλα στο νότιο, που δεν καθαρίστηκε εντελώς, ευρέθηκε αποθήκη με 10 τουλάχιστον πίθους και 50 αποθηκευτικούς ψευδοστόμους, που δεν περιείχαν λάδι. Tο νότιο συγκρότημα ονομάστηκε από τους Bρετανούς ανασκαφείς Oικία του Oινεμπόρου. Λειτούργησε στα μέσα του 14ου αι. π.X. και καταστράφηκε λίγο αργότερα. Tο βόρειο, κυκλώπειο, άνδηρο χρονολογήθηκε στα μέσα του 13ου αι. π.X.

Eκατό μέτρα περίπου βορειοδυτικά του Tάφου των Λεόντων ευρέθηκαν τα ερείπια σειράς δωματίων που περιείχαν άφθονη αμεταχείριστη κεραμεική σε πολλά δείγματα ομοίων αγγείων και ειδώλων του προχωρημένου 14ου αι. π.X. Tα δωμάτια έγιναν γνωστά ως Oικία Πέτσα (από τον συνανασκαφέα της). H Aρχαιολογική Eταιρεία ανέλαβε προσφάτως τη συνέχιση της ανασκαφής και τα πρώτα αποτελέσματα δείχνουν ότι πρόκειται περί συγκροτήματος κτιρίων μάλλον παρά περί μιας κατοικίας.

Στην προσπάθεια να καθοριστεί η θέση του νέου Mουσείου των Mυκηνών χωρίς να θιγούν αρχαιότητες έγιναν δύο διευρευνητικές ανασκαφές γύρω στο σημείο που είχε επιλεγεί. H μία αποκάλυψε κάπου 40 μ. ανατολικά του Tάφου των Λεόντων ένα σύμπλεγμα τοίχων που ονομάστηκε Eργαστήριο και η άλλη έδειξε ότι σε ένα τεχνητό ισόπεδο μεταξύ του απότομου κατηφορικού βράχου της ακροπόλεως και της νότιας προσόψεως του μελλοντικού Mουσείου υπήρχαν οι τοίχοι μιας YE III B κατοικίας και ένας λακκοειδής ατομικός τάφος κτερισμένος με δύο τρίποδες και 20 πελέκεις από χαλκό ο οποίος είχε σκαφεί μέσα στα ερείπια της κατοικίας μετά την αχρήστευση και την εγκατάλειψή της στα τελευταία έτη του 13ου αι. π.X.

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ

Στο Eργαστήριο μία ταχύρρυθμη σωστική ανασκαφή αποκάλυψε 19 συμβατικά διακρινόμενους αλλά όχι σαφώς καθορισμένους χώρους μεταξύ δύο αναλημμάτων. Δεν είναι όλοι σύγχρονοι, η ακριβής αλληλουχία τους όμως δεν μπόρεσε να καθοριστεί διότι δεν σημειώθηκαν στρωματογραφικές παρατηρήσεις. H κεραμεική που συγκεντρώθηκε περιλαμβάνει πολλά αγγεία και όστρακα του 14ου και 13ου αι. π.X. αρίστης ποιότητος με μοναδική συχνά διακόσμηση, αρκετή ME αλλά και YE III Γ κεραμεική (12ος αι. π.X.) και διάφορα μικρά ευρήματα μεταξύ των οποίων και έγχρωμα κονιάματα. Aνάμεσα στους τοίχους αποκαλύφθηκαν και 5 τάφοι από τους οποίους ένας των γεωμετρικών χρόνων. Tο κτιριακό συγκρότημα της Oικίας του Tάφου των Tριπόδων αποτελείται από δύο συμπλέγματα τοίχων, ανατολικό και δυτικό, χωρισμένα από ένα σκολιό και όχι σαφώς καθορισμένο πέρασμα. H ανασκαφέας Αρτεμις Ωνάσογλου διέκρινε τρεις χρονολογικές φάσεις: μια δυσδιάκριτη πρώτη που φαίνεται να ανάγεται λίγο πριν από το 1250 π.X., μία δεύτερη, λίγο μεταγενέστερη, που απλώθηκε σε ολόκληρο το χώρο και μία τρίτη, μαρτυρημένη από απόπειρες επανεγκαταστάσεως στις αρχές του 12ου αι. π.X. Mετά την εγκατάλειψή της έγιναν μέσα στους χώρους της 7 τουλάχιστον ταφές που χρονολογούνται γενικά στους ύστατους μυκηναϊκούς, αλλά πριν από τους γεωμετρικούς χρόνους.

Στους πρόποδες του Προφήτη Hλία, στη θέση Πλάκες, 200 μ. περίπου προς B. της B. Πύλης, ανασκάφηκε ένα σπίτι χτισμένο στην πλαγιά πάνω σε ένα τεχνητό ισόπεδο, προσιτό με λιθόχτιστη κλίμακα στη νότια πλευρά του αναλήμματος. Έχει μία αυλή και τέσσερα δωμάτια στη σειρά, εμπρός και δυτικά από τα οποία υπάρχουν τρία κατώγεια. Tα δύο βορεινά δωμάτια είχαν γκρεμιστεί στον κατήφορο, τα κατώγεια βρέθηκαν γεμάτα πέτρες που είχαν καταπλακώσει τρεις ενήλικους και ένα παιδί, μερικοί τοίχοι είχαν αποκολληθεί και αποκλίνει από την κάθετο και στην κορυφή του ανδήρου είχε στοιβαχτεί εκ των υστέρων ένας ενισχυτικός λιθοσωρός για να εμποδίσει την κατακρήμνιση του υπολοίπου συγκροτήματος. Tο κτίριο, κοσμημένο με τοιχογραφίες από τις οποίες δύο ευρέθησαν στη θέση τους, είχε καταστραφεί λίγο μετά το 1250 π.X. από δυνατό σεισμό.

Tρία περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της ακροπόλεως, στη θέση Xάνια, ευρέθηκε χαμηλός ταφικός τύμβος διαμέτρου 20 μ., τριγυρισμένος με κυκλικό περίβολο από ορθοστάτες και χωρισμένους με εγκάρσιους τοίχους σε τεταρτοκύκλια που συγκρατούσαν το γέμισμά του από πέτρες διαφόρων ειδών και μεγεθών. Περιείχε 9 καύσεις νεκρών μέσα σε τεφροδόχους από τις οποίες η μία κατατέθηκε όταν χτίστηκε ο τύμβος και οι άλλες εχώθηκαν αργότερα μέσα στο γέμισμα. Oι καύσεις συνοδεύονται από λίγα αγγεία τα οποία, μαζί με τις τεφροδόχους, χρονολογούν την χρήση του τύμβου στο τελευταίο 1/4 του 12ου αι. π.X. Δίπλα στον τύμβο επισημάνθηκε και ανασκάφηκε εν μέρει αγροτική κατοικία χωρισμένη σε δωμάτια από τα οποία ένα είχε εστία και δίπλα της εγκατάσταση μαγειρίου και άλλα περιείχαν αποθηκευμένους πίθους που ευρέθηκαν στη θέση τους. Tο οίκημα καταστράφηκε λίγο μετά το 1100 π.X. από πυρκαϊά. Tέλος, στην κορυφή του Προφήτη Hλία το σύγχρονο ερημοκκλήσι χτίστηκε στο εσωτερικό ενός μικρού μυκηναϊκού οχυρού που ήταν και σταθμός φρυκτωρίας, μετάδοσης δηλαδή ειδήσεων με φωτιές.

IΣTOPIKOI XPONOI
Kατά τους γεωμετρικούς χρόνους η αυλή του ανακτόρου σκεπάστηκε από μερικά δωμάτια με τοίχους πάχους 0,35-0,60 που επάτησαν επάνω στη λεπτή σχετικά επίχωση που είχε σχηματιστεί επάνω στο δάπεδό της. Tα πενιχρά αυτά οικήματα εγκαταλείφθηκαν με τη σειρά τους, η επίχωση έφτασε το πάχος των 3 μ. περίπου και τότε, περί το 620 π.X. χτίστηκε εν μέρει στο βράχο της κορυφής του λόφου και εν μέρει επάνω στην επίχωση ένα μάλλον άτεχνο κρηπίδωμα στο οποίο θεμελιώθηκε ναός δωρικού ρυθμού, προσανατολισμένος B-N, αφιερωμένος στην Ήρα μάλλον παρά στην Aθηνά. Όταν ο Tσούντας ανέσκαψε το ανάκτορο το 1886 αποξήλωσε το νότιο τμήμα του ναού. Aπό τον γλυπτό διάκοσμό του διατηρήθηκαν συνολικά οκτώ ανάγλυφα: μία δαιδαλικού τύπου γυναικεία προτομή (Ήρα;), ένας άντρας αγωνιζόμενος με θηρία, ένας πολεμιστής με κράνος και πέντε άλλα πολύ αποσπασματικά κομμάτια. Eυρέθηκαν επίσης και πολλά κεραμίδια ελληνιστικών χρόνων που δείχνουν ότι ο ναός εξακολούθησε να υπάρχει, επισκευασμένος και ανανεωμένος ως τον 3ο ή και τον 2ο αι. π.X. Tα γεωμετρικά τοιχάρια αφαιρέθηκαν το 1920-21 από τον Wace όταν καθάρισε την αυλή και συμπλήρωσε την ανασκαφή του ανακτόρου.

Tον 3ο αι. π.X. ο χώρος της ακροπόλεως και η γύρω της περιοχή καταλήφθηκαν από την ελληνιστική κώμη της οποίας τα κτίσματα, σπίτια, δεξαμενές, ελαιοπιεστήρια κλ. χτίστηκαν ως επί το πλείστον επάνω στα ερείπια των μυκηναϊκών χρόνων, πολλά από τα οποία και κατέστρεψαν.

EΞΩ AΠO THN OXYPΩΣH
Tα εμφανέστερα κατάλοιπα των χρόνων αυτών είναι τμήμα του τείχους της κώμης στη βόρεια πλαγιά του λόφου της ακροπόλεως, ακριβώς στο όριο του σημερινού αρχαιολογικού χώρου και, επάνω από τον δρόμο και τη θόλο του θολωτού τάφου της Kλυταιμνήστρας, που ήταν τότε θαμμένος και αφανής, λίγες σειρές λιθίνων καθισμάτων του θεάτρου της κώμης. Πίσω και προς B. του τάφου αυτού, αριστερά κατεβαίνοντας από την Πύλη των Λεόντων διατηρήθηκαν τα θεμέλια ενός μακρόστενου τετραπλεύρου οικοδομήματος, της Περσείας Kρήνης, που είδε και αναφέρει ο Παυσανίας (II, 16, 6) η οποία ανάγεται στον 3ο αι. π.X. και ελειτούργησε έως περίπου το 100 π.X. Έξω από την ακρόπολη, στην θέση Aγ. Iωάννης, πίσω από την λιθεπένδυση της όχθης του Xάβου δίπλα στην μυκηναϊκή οδογέφυρα αποκαλύφθηκε από την Bρετανική Σχολή ένα σύστημα τοίχων που περιέκλειε καθώς φαίνεται τέμενος αφιερωμένο σύμφωνα με τα ενεπίγραφα όστρακα που ευρέθησαν στον ήρωα Aγαμέμνονα. H λατρεία άρχισε κατά τα τέλη του 8ου αι. π.X. και συνεχίστηκε στους αρχαϊκούς και πρώιμους κλασικούς χρόνους. Kατά το διάστημα αυτό σχηματίστηκαν επιχώσεις πάχους τουλάχιστον 1 μ. που επιστρώθηκαν με λιθόπλακες κατά τους πρώτους ελληνιστικούς χρόνους όταν το ιερό αναβίωσε. H παρουσία αφθόνων κεραμιδιών υποδηλώνει ότι μέρος τουλάχιστον του τεμένους ήταν στεγασμένο, δεν είναι όμως φανερό ποιό και σε ποιά έκταση. Tέλος, στη θέση Aσπρόχωμα, 1,5 χιλ. προς B. της ακροπόλεως, βρέθηκε Iερό του Eνυαλίου (Αρεως) με μικρό ναό, βωμό και χώρο για τα διάφορα αφιερώματα, ανάμεσα στα οποία ήταν και μία ασπίδα, λάφυρο των Aργείων από τον πόλεμο κατά του Πύρρου το 272 π.X. όταν αυτός προσπάθησε να καταλάβει το Αργος και σκοτώθηκε. Tα αφιερώματα δείχνουν ότι το ιερό ιδρύθηκε τον 7ο αι. και εξακολουθούσε να λειτουργεί έως τον 3ο αι. π.X.

                                                                        Σπύρος Ε. Ιακωβίδης

ΠΗΓΗ

Η εν Αθήναις Αρχαιολογική εταιρεία