ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΒΑΡΑΛΗΣ – ΓΕΩΡΓΙΟΣ Π. ΤΣΕΚΕΣ – ΚΩΝΣΤΑΝTΙΝΟΣ Φ. ΜΠΟΥΝΤΟΥΡΗΣ
ΤΟ ΛΑΤΙΝΙΚΟ ΚΑΣΤΡΟ CHIVERI ΣΤΟΥΣ ΜΥΛΟΥΣ ΛΕΡΝΑΣ
Στο λόφο Ποντίνο, που αποτελεί το φυσικό όριο της Αργολικής πεδιάδας προς Νότο, δεσπόζει το κάστρο των Μύλων. Πρόκειται για μικρό κάστρο (συνολικού εμβαδού 9.358τ.μ.) με τριμερή διαίρεση, που διατηρεί εξαιρετική οπτική επαφή τόσο με το Αργείτικο κάστρο της Λάρισας, όσο και με την Ακροναυπλία, και αποτελεί ουσιαστικά το παρατηρητήριο ελέγχου του κάμπου του Άργους και της Νότιας εισόδου του Αργολικού κόλπου. Το κάστρο δεν διατηρείται σε καλή κατάσταση, αλλά προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για την οχυρωματική τέχνη των Φράγκων επικυρίαρχων της Αργολίδας το 13ο αιώνα. Παρόλο που έχει παρουσιαστεί συνοπτικά από τον W.E. MacLeod το 1962, η παρούσα ανακοίνωση θα επικεντρωθεί σε παρατηρήσεις κατασκευαστικές και μορφολογικές, και θα επιχειρηθεί η ένταξή του στο οχυρωματικό δίκτυο που εγκαθίδρυσαν οι Φράγκοι στη Βορειοανατολική Πελοπόννησο μετά το 1205.
Ο περίβολος της ακρόπολης είναι εξαγωνικός με πύργους που προσκολλώνται στις γωνίες. Λίγοι είναι οι πύργοι που σώζονται σε ικανό ύψος και διατηρούν ίχνη των εσωτερικών καθ’ ύψος διαιρέσεων. Η χάραξη της οχύρωσης είναι προσεγμένη, η κατασκευή επιμελής και η κάτοψη παραπέμπει άμεσα σε άλλα ιπποτικά κάστρα της Αργολιδοκορινθίας, όπως τα κάστρα του Αγιονορίου, του Αγγελοκάστρου και της Αλλαταριάς. Στο μέσο περίπου του περιβόλου σώζεται τμήμα του ορθογώνιου κεντρικού πύργου («donjon»), από τον οποίο σώζεται το νότιο ήμισυ. Η κινστέρνα στη Νοτιοανατολική γωνία του υπογείου του κεντρικού πύργου, που φέρει κάλυψη από δυο καμάρες που στηρίζονται σε ισάριθμα τόξα, είναι το μόνο κτίσμα που διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση. Μια δεύτερη κινστέρνα με παρόμοιο τρόπο στέγασης σώζεται στα Ανατολικά του πύργου.
Ο εξωτερικός περίβολος του κάστρου εκτείνεται προς Βορράν της ακρόπολης και ως προς την κάτοψη παρουσιάζει σχετικά ακανόνιστη χάραξη, ιδιαίτερα στο Δυτικό τμήμα, όπου τα μεταπύργια ακολουθούν το φρύδι του βράχου. Οκτώ πύργοι προσκολλώνται κατά κανόνα στις γωνίες και δεν συνδέονται με τα μεταπύργια, όπως ακριβώς και οι πύργοι της ακρόπολης. Οι θέσεις των πυλών του κάστρου είναι δύσκολο να προσδιοριστούν, δεδομένης της μεγάλης κατάρρευσης των μεταπυργίων και των λιθοσωρών που έχουν συσσωρευτεί από το οικοδομικό υλικό. Στο εσωτερικό του περιβόλου σώζονται ίχνη πολλών κτισμάτων, από τα οποία έχει ερευνηθεί μονόχωρος ναός στα Βορειοανατολικά, όπου το τείχος παρουσιάζει μιαν καμπύλη εκτροπή, προκειμένου να τον περιβάλλει πό την Ανατολική πλευρά.
Η τοιχοποιία των μεταπυργίων του εξωτερικού περιβόλου αποτελείται από μικρούς γκρίζους ασβεστόλιθους, που εξορύχθησαν επιτόπου και πελεκήθηκαν ελάχιστα. Ο περίβολος της ακρόπολης και όλοι οι πύργοι, της ακρόπολης και του εξωτερικού περιβόλου, είναι κατασκευασμένοι με τους ίδιους ντόπιους ασβεστόλιθους και με ισχυρό συνδετικό κονίαμα. Σ’αυτούς και μόνον έχουν κατά τόπους παρεμβληθεί στους κάθετους και τους οριζόντιους αρμούς μικρές πλακαρές πέτρες και θραύσματα κεραμίδων και πλίνθων.
Ο ακριβής προσδιορισμός της χρονολόγησης του κάστρου δεν είναι δυνατός λόγω έλλειψης πληροφοριών από άμεσες πηγές. Ωστόσο, η μελέτη των τοιχοποιιών, ιδιαίτερα του ακροπυργίου και των δεξαμενών, τεκμηριώνει τη σειρά των οικοδομικών εργασιών στο κάστρο. Η σύγκριση του σχεδίου και του τρόπου κατασκευής του με άλλα γνωστά κάστρα στην ευρύτερη περιοχή υποδεικνύει τη χρονική τοποθέτησή του στα μέσα του 13ου αιώνα. Η συνεξέταση της τοπογραφικής θέσης και της ιστορίας του κάστρου συμβάλλει στην κατανόηση του ρόλου του ως στρατηγικού εργαλείου εδραίωσης της Φραγκικής εξουσίας στην περιοχή.
ΘΑΝΟΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΒΕΝΕΤΙΚΩΝ ΟΧΥΡΩΣΕΩΝ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ. ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΠΟΛΗΣ (1388-1500)
Το Ναύπλιο ως οικιστική ενότητα υπήρχε ήδη από την αρχαία εποχή και εδραζόταν στον οχυρωμένο λόφο της Ακροναυπλίας.
Το 1388 η Βενετία κατάφερε να ενσωματώσει στο δικό της λεγόμενο «κράτος της θάλασσας» το μέχρι τότε φραγκοκρατούμενο Ναύπλιο και την ευρύτερη Αργολίδα. Μάλιστα, με το πέρασμα των χρόνων, μετέτρεψε το Ναύπλιο στη σημαντικότερη κτήση της στην ηπειρωτική Ελλάδα το 15ο αιώνα.
Στα τέλη του 14ου αιώνα η Γαληνότατη πραγματοποίησε επισκευές στις οχυρώσεις του κάστρου, δηλαδή στην Ακροναυπλία. Αργότερα, στις πρώτες δεκαετίες του 15ου αιώνα, έδωσε την άδεια για την εγκατάσταση των κατοίκων κι έξω από το κάστρο, στη βόρεια πλευρά του λόφου, και χαμηλότερα, μέχρι την παραλία. Έτσι άρχισε να δημιουργείται η νέα βενετική πόλη του Ναυπλίου. Κομβικό, βέβαια, σημείο σε όλο αυτό το εγχείρημα ήταν η σχεδίαση, η χωροθέτηση, και η συνακόλουθη οικοδόμηση ενός ισχυρού τείχους.
Αυτό περιέβαλλε όλη την νέα πόλη και μετά την ολοκλήρωσή του είχε συνολική έκταση περίπου 1.300 μέτρα. Εκκινούσε ανατολικά από το βόρειο πύργο του Κάστρου Τόρον στην Ακροναυπλία. Ακολουθούσε την κατωφέρεια του λόφου με κατεύθυνση βόρεια, και κατέληγε στην παραλία. Από εκεί ξεδιπλωνόταν το τείχος της παραλίας, μέχρι που έφτανε στο απώτερο δυτικό όριο της κάτω πόλης. Τέλος, από εκεί ανηφόριζε και πάλι βόρεια, έως ότου κατέληγε στις δυτικές υπώρειες του κάστρου της Ακροναυπλίας. Σε όλο το μήκος των τειχών της κάτω πόλης ήταν ανοιγμένες θύρες και πύλες που επέτρεπαν την επικοινωνία με το ύπαιθρο και τη θάλασσα.
Με την παρούσα ανακοίνωση επιδιώκεται να γίνει καταρχήν η ιστορική παρουσίαση όλων γενικά των οικοδομικών εργασιών που ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν οι Βενετοί στο Ναύπλιο από τα τέλη του 14ου αιώνα μέχρι και το 1500.
Ακολούθως η ανακοίνωση θα επικεντρωθεί στην αναλυτικότερη παρουσίαση ειδικά των τειχών της κάτω πόλης του Ναυπλίου. Αυτά τα τείχη έχουν διασωθεί μόνο σε λίγα σημεία, μετά την κατεδάφισή τους στα τέλη του 19ου αιώνα.
Αυτό και μόνο το γεγονός είναι που καθιστά ακόμα πιο κρίσιμη την κατ΄ αρχήν ιστορική – αλλά ίσως και την αρχαιολογική – ανάδειξή τους, όσο τούτο είναι δυνατόν. Ευτυχώς οι αρχειακές μαρτυρίες κυρίως από τα βενετικά αρχεία, και η απεικόνιση των τειχών της κάτω πόλης σε γκραβούρες ως τα τέλη του 19ου αιώνα είναι αποκαλυπτικές.
Η Βενετία επένδυσε τεράστια ποσά και φαίνεται ότι το έργο της οικοδόμησης των τειχών της κάτω πόλης ήταν από κάθε άποψη επιτυχημένο. Έτσι, απώτερος στόχος της παρουσίασης αυτής είναι να αναδειχτεί ο σημαντικός ρόλος των τειχών της αναγεννησιακής κάτω πόλης του Ναυπλίου πολλαπλά (αρχιτεκτονικά, ιστορικά, κοινωνικά, καλλιτεχνικά, κτλ).
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΠΙΝΑΤΣΗ – ΚΛΗΜΗΣ ΑΣΛΑΝΙΔΗΣ
ΤΟ ΜΠΟΥΡΤΖΙ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
Με την ευκαιρία της πρόσφατης αναλυτικής αποτύπωσης του φρουρίου Μπούρτζι στο Ναύπλιο, μελετήθηκε εκ νέου το μνημείο, αποσαφηνίστηκαν ζητήματα που αφορούν στην οικοδομική του ιστορία αλλά και διατυπώθηκαν ερωτήματα που παραμένουν ανοικτά στην έρευνα. Η αποτύπωση έγινε σε συνεργασία με το αρχιτεκτονικό γραφείο Στ. και Ν. Μαμαλούκου, με σκοπό τη συντήρηση και αποκατάσταση του μνημείου από την 25η ΕΒΑ και την Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης.
Η αρχιτεκτονική του φρουρίου έχει μελετηθεί κυρίως από τους G. Gerola (Le fortificazioni di Napoli di Romania, ΑSAA XIII-XIV 1930-31, 347-72), και W. Schaefer (Baugeschichte der Stadt Nauplia im Mittelalter, Danzig 1936). Και οι δύο μελέτες είναι πολύτιμες, καθώς η πρώτη περιλαμβάνει περιγραφή του μνημείου, συνοδευόμενη από φωτογραφίες, πριν από οποιαδήποτε επέμβαση καθώς και το ιστορικό της ανέγερσής του, με αναφορά στις πηγές, και η δεύτερη περιγραφή των επεμβάσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 1936-37, με σκοπό το φρούριο να λειτουργήσει ως ξενοδοχείο.
Με βάση τις παραπάνω μελέτες, την παρατήρηση παλαιών φωτογραφιών, απεικονίσεων και σχεδίων, τις πηγές και τις επιτόπου παρατηρήσεις, η μελέτη της οικοδομικής ιστορίας του φρουρίου παρουσιάζει λίγα μόνο προβλήματα.
Στην αρχική οικοδομική φάση, που χρονολογείται το 1471 και οφείλεται στον αρχιτέκτονα Antonio Gambello, ανήκει το μεγαλύτερο μέρος του φρουρίου. Η κάτοψη είναι επιμήκης, με άξονα προσανατολισμένο κατά την κατεύθυνση ανατολής – δύσης. Στα άκρα σχηματίζονται προμαχώνες με καμπύλες απολήξεις. Στις μακρές πλευρές διαμορφώνονται πύργοι, μέσω των οποίων γίνεται η είσοδος στο φρούριο, που προστατεύονται από barbacane, ημικυκλικό στα βόρεια και τετράγωνο στα νότια. Εκατέρωθεν του νότιου barbacane διαμορφώνονται πυροβολεία, πολυγωνικής κάτοψης. Ο ογκώδης κεντρικός πύργος έχει κάτοψη εξαπλεύρου και καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του φρουρίου.
Οι ακανονιστίες της κατόψεως και οι μορφολογικές διαφορές μεταξύ του κεντρικού πύργου και των υπολοίπων κτηρίων πιθανώς σχετίζονται με τις γνωστές από τις πηγές κριτικές για την οχυρωματική αποτελεσματικότητα του φρουρίου, που οδήγησαν στη μετάκληση του μηχανικού Brancaleone και μετέπειτα στην επιστροφή του Gambello από τη Βενετία. Πάντως, τόσο από τις πηγές όσο και από τα παλαιά σχέδια προκύπτει ότι το φρούριο είχε πάρει την τελική μορφή του πριν από τη Β΄ Ενετοκρατία.
Κατά τη διάρκεια των τριών αιώνων που μεσολάβησαν μέχρι την Επανάσταση, υπέστη μετατροπές που περιλαμβάνουν την υπερύψωση των επάλξεων στο βόρειο barbacane και το βόρειο τείχος, τη μετατροπή του στηθαίου στη νότια πλευρά, ώστε να προστατευθεί η είσοδος του λιμανιού με κανόνια, την κατασκευή του στηθαίου με πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής στον ανατολικό προμαχώνα και την ανέγερση ευτελών κτισμάτων στο εσωτερικό. Η κλίμακα που οδηγεί στην είσοδο του κεντρικού πύργου, που αρχικά ήταν προσπελάσιμη από κινητή γέφυρα, οφείλεται επίσης σε μεταγενέστερη επέμβαση.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 καθαιρέθηκαν τα ευτελή μεταγενέστερα κτίσματα στο εσωτερικό και οι υπερυψωμένες επάλξεις στη βόρεια πλευρά.
Κατά τη μετατροπή του φρουρίου σε ξενοδοχείο αποκαταστάθηκε η νότια πλευρά, που είχε υποστεί σημαντικές καταστροφές κατά την Επανάσταση. Έκτοτε το μνημείο υπέστη αρκετές τροποποιήσεις, όπως η στέγαση των νότιων πυροβολείων και η μετατροπή των κανονιοθυρίδων τους σε παράθυρα, η διάνοιξη εξωστωθυρών στους προμαχώνες, ώστε να στεγαστούν εκεί τα υπνοδωμάτια, και η ανέγερση στη βόρεια πλευρά προσκτισμάτων για τη στέγαση των βοηθητικών λειτουργιών.
ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Ι. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Ο ΚΕΝΤΡΙΚΟΣ ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ. ΝΕΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ
Η ιστορία του Κάστρου του Άργους, ως ενός ισχυρού και αξιόμαχου φρουρίου, ξεκινά από τους προϊστορικούς χρόνους και φτάνει ως την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Το εσωτερικό του Κάστρου ανασκάφηκε πλήρως στις αρχές του 20ου αιώνα με στόχο την αναζήτηση των λειψάνων της προϊστορικής και της κλασικής ακρόπολης. Κατά την διάρκεια των ανασκαφών αυτών αγνοήθηκαν και πιθανότατα καταστράφηκαν μεσαιωνικά και νεώτερα κτηριακά κατάλοιπα. Αυτή η πρακτική αναμφίβολα μείωσε σε μεγάλο βαθμό την επιστημονική αξία του μνημείου και πιθανότατα συντέλεσε στην αποθάρρυνση μιας συστηματικής μελέτης του. Ορισμένα παλαιά σχέδια του κάστρου, που δεν έχουν μελετηθεί από τους έως σήμερα κύριους ερευνητές του Κάστρου (τους Α. Bon και K. Andrews), καθώς και μία προσεκτικότερη μελέτη των γραπτών πηγών σε συνδυασμό με επιτόπια παρατήρηση των κτηριακών καταλοίπων, δίνουν τη δυνατότητα για νέες εκτιμήσεις σχετικά με τη χρονολόγηση του κεντρικού πύργου και του προμαχώνα, που τον αντικατέστησε σε μεταγενέστερη περίοδο. Από την έρευνα εκτιμάται ότι ο πύργος αυτός κατασκευάστηκε εντός της χρονικής περιόδου, που πραγματεύεται το παρόν συνέδριο, ενώ ο προμαχώνας, που χαρακτηριζόταν από τους μελετητές ως έργο της οθωμανικής περιόδου, ανήκει σε εργασίες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Β Ενετοκρατίας στην Πελοπόννησο ύστερα από την καταστροφή του πύργου την ίδια περίοδο, όπως τεκμηριώνεται στην παρούσα μελέτη.
Ως προς την ακριβή χρονολογία κατασκευής του κεντρικού πύργου, οι έμμεσες ιστορικές και αρχειακές μαρτυρίες καθώς και η αόριστη μαρτυρία του Τσελεμπί ότι τον πύργο αυτό κατασκεύασε ο ίδιος αρχιτέκτονας με αυτόν του πύργου του Γαλατά στην Κωνσταντινούπολη (περί το 1340), σε συνδυασμό με κατασκευαστικές και τυπολογικές ομοιότητες με τον εν λόγω πύργο, έστρεψαν αρχικά την έρευνα προς μία πρώιμη χρονολόγηση του πύργου του Άργους. Ωστόσο η παρουσία ενός αρμολογήματος, που συναντάται σε πλήθος οθωμανικών οχυρωματικών έργων, από το Rumeli Hisar έως και το φρούριο του Ρίου, και το οποίο έχει καθιερωθεί στην επιστημονική βιβλιογραφία ως χαρακτηριστικό της οθωμανικής περιόδου στην Πελοπόννησο, φαίνεται ότι οδηγεί μάλλον στη χρονολόγηση του πύργου στην περίοδο της πρώτης οθωμανικής κατοχής του Άργους (1463-1686). Σε κάθε περίπτωση οι αρχειακές πηγές και οι υλικές μαρτυρίες περισσότερο συγκρούονται παρά κινούνται παράλληλα προς μία κοινή χρονολόγηση. Η ύπαρξη επιστημονικών εκκρεμοτήτων σε πλήθος θεμάτων, όπως στην ακριβέστερη χρονολόγηση του πύργου του Γαλατά, στη διενέργεια ανασκαφών περιμετρικά του πύργου και στην ύπαρξη αδημοσίευτου υλικού σε οθωμανικά και ενετικά αρχεία, δημιουργούν προϋποθέσεις για περαιτέρω έρευνα και διεξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων στο μέλλον. Έτσι, το θέμα της χρονολογίας κατασκευής του πύργου παραμένει ανοικτό στην επιστημονική κοινότητα εφόσον και αν προκύψουν νέα δεδομένα.