Ο πρώτος πανηγυρισμός της Εθνικής Εορτής
στις 25 Μαρτίου 1838 στην Αθήνα
Καθιερώθηκε με το διάταγμα 980/15-3-1838 η ημέρα εθνικής εορτής «εις το διηνεκές»
Πριν από εκατόν πενήντα εννέα χρόνια γιορτάστηκε για πρώτη φορά επίσημα η 25η Μαρτίου ως ημέρα εθνικής εορτής. Στις 15 Μαρτίου 1838 συγκεκριμένα, με το διάταγμα 980, καθιερώθηκε επίσημα η 25η Μαρτίου ως παντοτινή, «εις το διηνεκές», εθνική εορτή των Ελλήνων. Την πρόταση για την έκδοση του διατάγματος από τον βασιλιά Όθωνα είχε κάνει ο Γεώργιος Γλαράκης, γραμματέας της Επικρατείας επί των Εκκλησιαστικών, Δημοσίας Εκπαιδεύσεως και Εσωτερικών. Η εισήγηση του, που καθόριζε την 25η Μαρτίου ως ημέρα εθνικής εορτής, θεωρήθηκε ορθή και εύστοχη γιατί αποτελούσε ένα θαυμάσιο συνδυασμό του εθνικού με το θρησκευτικό στοιχείο. Διότι, όπως χαρακτηριστικά τόνιζε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, το ελληνικό έθνος «εις την ιερόν του θρησκείαν οφείλει τας σημερινός αριστεΐας του, την ανεξαρτησίαν και πολιτικήν του ύπαρξιν, διότι μέγας ο Θεός των Χριστιανών όστις υπερασπίζεται τα δίκαια του…»
Το ιστορικό κείμενο του διατάγματος 980/1838 που καθιέρωνε τη μεγάλη εθνική εορτή, έχει ως εξής:
«Επί τη προτάσει της Ημετέρας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματείας, θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα, διό την εν αυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγιας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος, διό την κατ’ αυτήν έναρξιν του υπέρ ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Έθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν Εθνικής Εορτής και διατάττομεν την διαληφθεισαν Γραμματείαν να δημοσίευση και ενεργήση το παρόν Διάταγμα».
Δύο μέρες μετά την έκδοση του διατάγματος εκδόθηκε από την Γραμματεία της Επικρατείας εγκύκλιος που κοινοποιούσε το διάταγμα στην Περιφερειακή Διοίκηση και έδινε οδηγίες για τον λαμπρό εορτασμό της μεγάλης ιστορικής ημέρας σε όλη την Ελλάδα.
Η εγκύκλιος, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΦΗΜΗ (φύλλο 106) στις 19 Μαρτίου του 1838 έχει ως εξής:
«Η επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως Γραμματεία της Επικρατείας. Προς τας Διοικητικός αρχάς του Κράτους.
Η Α. Μ. ο Σ. ημών Βασιλεύς, λαβών υπ’ όψιν, ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα δια την εν αυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγϊας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος, δια την κατ’ αυτήν ταύτην την ημέραν έναρξιν του υπέρ της Ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Έθνους, ηυδόκησεν δια Β. Διατάγματος εκδοθέντος την 15ην του παρόντος μηνός υπ. αρ. 980, να καθιέρωση την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ. Τούτο γνωοτοποιούντες εις υμάς δια της παρούσης, σας προσκαλούμε, κύριε Διοικητά, συνεννοούμενοι με την Επιτόπιον Εκκλησιαστικήν Αρχήν, να κάμετε γνωστήν εις τους υπό την ημετέραν Διοίκησιν διατελούντες λαούς την Υ. (=Υψηλοτάτην) ταύτην της Α. Μ. απόφασιν, πανηγυρίζοντες λαμπρώς την Εορτήν ταύτην, προσεγγίζουσα ν ήδη κατά το ενεστώς έτος και μέλλουσαν να τελήται ενιαυσϊως εις το διηνεκές».
Εν Αθήναις
τη 17 Μαρτίου 1838 Ο Γραμματεύς Γ. Γλαράκης»
Αυτό το, πολύ μεγάλης εθνικής σημασίας, διάταγμα, δεν δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, παρά μονάχα στον ημερήσιο τύπο! Αυτή όμως η παράλειψη δεν μείωσε τον πανελλήνιο ενθουσιασμό για την καθιέρωση της γιορτής. Στις ψυχές εξάλλου των Ελλήνων, και χωρίς επίσημη καθιέρωση, η 25η Μαρτίου ήταν ημέρα ιερή, που σηματοδοτούσε τον αγώνα για εθνική ανάσταση.
Ο Δήμαρχος ήρθε σε ρήξη με τη βαυαρική διοίκηση και συγκεκριμένα με το Υπουργείο των Εσωτερικών το οποίο δεν επιθυμούσε έξοδα για γιορτές, όταν οι αγωνιστές δεν είχαν να φάνε. Κατά μία άλλη εκδοχή το Παλάτι, μάλλον, δεν επιθυμούσε να συνδέσει την εθνική εορτή με την Ορθοδοξία, για να μη δώσει την ευκαιρία στην Εκκλησία να καπηλευτεί την επανάσταση των Ελλήνων. Τελικά, ο Δήμαρχος θα οργανώσει μόνος του τον εορτασμό και εκ του αποτελέσματος κατάφερε να δώσει πανηγυρική ατμόσφαιρα, που ευχαρίστησε τους 17.000 Αθηναίους, οι οποίοι κατοικούσαν, τότε, στην πρωτεύουσα. Συγκεκριμένα, σημαιοστόλισε την πόλη και καθάρισε τις (λιγοστές) πλατείες. Ο εορτασμός άρχισε την παραμονή το βράδυ με 21 κανονιοβολισμούς. Και την άλλη μέρα, Παρασκευή πρωί, ανήμερα του Ευαγγελισμού, η Αθήνα ξύπνησε με 21 νέους κανονιοβολισμούς. Αριθμός συμβολικός , που συνδυάζεται με το ’21 της επαναστασης. Άρχισαν, έπειτα, να χτυπούν πανηγυρικά οι καμπάνες των εκκλησιών.
Το πρωί, της 25ης Μαρτίου 1838, εψάλη δοξολογία στον, τότε, Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης (στην οδό Αιόλου), στην οποία, και μόνο εκεί, παραβρέθηκε και ο Όθων ντυμένος με την παραδοσιακή φουστανέλα. Το απόγευμα οργανώθηκε από το Δήμο χορός στην πλατεία των παλαιών Ανακτόρων στον οποίο συμμετείχαν όλοι οι νέοι της πόλης ανεξάρτητα από την κοινωνική τους τάξη και τους παρακολούθησαν πολλοί από τους Αγωνιστές του 1821. Τη νύχτα ο Δήμαρχος, πάντα, φωταγώγησε με λαδοφάναρα τους κεντρικούς δρόμους και την Ακρόπολη.
Τέλος, οι Αθηναίοι έμειναν αποσβολωμένοι από το υπερθέαμα, όταν αντίκρισαν στο Λυκαβηττό φαναράκια που τα κρατούσαν νεολαίοι της εποχής και σχημάτιζαν ένα τεράστιο φωτεινό σταυρό με τις λέξεις «Εν τούτω Νίκα». Έτσι, το 1838 γιορτάστηκε για πρώτη φορά η 25 Μαρτίου, ως μέρα μνήμης των Ελλήνων Αγωνιστών του 1821. Και τούτη η γιορτή έγινε με γκρίνια, με διαφωνίες και με πλουσιοπάροχη μεγαλοπρέπεια (ενώ χρήματα δεν υπήρχαν), κατά την πατροπαράδοτη συνήθεια μας. Οι κακές γλώσσες λένε ότι για τη γιορτή ετούτη δαπανήθηκε μέρος των χρημάτων, που προοριζόταν για την ανέγερση του Πανεπιστημίου.
Ο πρώτος εορτασμός στην πρωτεύουσα
Ας δούμε όμως πώς γιορτάστηκε επίσημα, για πρώτη φορά εδώ οτην Αθήνα, την πρωτεύουσα του ελευθέρου πλέον ελληνικού κράτους, η 25η Μαρτίου του 1838. Ο εορτασμός έγινε με βάση το επίσημο πρόγραμμα που εκδόθηκε το έτος εκείνο στις 23 Μαρτίου. Τη γενική επιμέλεια του, όπου περιλαμβανόταν και το καθιερωμένο «προβάδισμα των εν Αθήναις δημοσίων αρχών» είχε ο τότε διοικητής της Αττικής Κωνσταντίνος Αξιώτης, που τελικά πέτυχε στο έργο του και επαινέθηκε δημόσια.
Πρέπει στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι η Αθήνα του 1838 κατά τον πρώτο εορτασμό της Εθνικής Παλιγγενεσίας, μολονότι ένδοξη και ιστορική πόλη, είχε πολλές ελλείψεις. Ήταν μια μικρή πληθυσμιακά πόλη με ελλείψεις σε κτίρια και δρόμους και αντιμετώπιζε γενικά δύσκολες συνθήκες ζωής. Τρία μόλις χρόνια είχαν περάσει από τότε που οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές του νεοσύστατου κράτους είχαν μεταφερθεί εδώ από το Ναύπλιο. Το Ναύπλιο, ως γνωστόν, είχε γίνει η πρώτη προσωρινή πρωτεύουσα του ελληνικού έθνους.
Ο Όθων είχε καταλύσει αρχικά στο αρχοντικό του Κοντοσταύλου, κοντά στην Παλαιά Βουλή, και ύστερα από λίγο στεγάστηκε σ’ ένα μονώροφο οίκημα κοντά στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Τα προοίμια της Εθνικής Εορτής άρχισαν την παραμονή το βράδυ με 21 κανονιοβολισμούς. Και την άλλη μέρα, Παρασκευή πρωί, ανήμερα του Ευαγγελισμού, η Αθήνα ξύπνησε με 21 νέους κανονιοβολισμούς που θύμιζαν ηρωισμούς και θυσίες του αθάνατου ’21 των Ελλήνων. Άρχισαν έπειτα να χτυπούν πανηγυρικά οι καμπάνες των εκκλησιών.
Ο επίσημος εορτασμός έγινε στον παλιό -καθεδρικό τότε- ναό της Αγίας Ειρήνης, στην οδό Αιόλου. Οι Αθηναίοι είχαν κατεβεί οικογενειακώς και με δάκρυα στα μάτια χειροκροτούσαν και ζητωκραύγαζαν τους προσερχόμενους δοξασμένους αγωνιστές φουστανελοφόρους, τους δασκάλους του γένους, τους πρώτους πανεπιστημιακούς καθηγητές, την κυβέρνηση και τον κλήρο. Ο βασιλιάς Όθων και η βασίλισσα Αμαλία, που φορούσαν ελληνικές ενδυμασίες, προσήλθαν με άμαξα στην Αγία Ειρήνη λίγο πριν από την Δοξολογία. Στις 9 το πρωί άρχισε η Δοξολογία όπου χοροστάτησε ο Μητροπολίτης, πρώην Ταλαντίου, Νεόφυτος Μεταξάς, επίσκοπος Αττικής, που είχε πάρει μέρος στον αγώνα της εθνεγερσίας του 1821. Ήταν εκεί, παρόντες για να τιμήσουν τη μεγάλη γιορτή, πολιτικοί, στρατιωτικοί, δημοτικές αρχές, δικαστές και διάφορες συντεχνίες.
Η συμμετοχή του λαού της Αθήνας και όλων των περιχώρων της Αττικής στην εθνική εορτή ήταν πρωτοφανής. Τα πλήθη είχαν κατακλύσει τον περίβολο του Ι. Ναού και όλους τους γύρω δρόμους. Άλλοι κρατούσαν κυανόλευκες σημαίες, άλλοι όπλα και άλλοι τύμπανα. Όλοι φανέρωναν τη χαρά, τον ενθουσιασμό και την υπερηφάνεια τους. Ο Ελληνικός Ταχυδρόμος στο φύλλο 22 της 27 Μαρτίου 1838 περιγράφει τους πανηγυρίζοντες στις εκδηλώσεις τους ως «παίζοντες διάφορα μουσικά όργανα και ζητωκραυγώντες μετ’ ενθουσιασμού».
Ιδού τώρα και μια συνοπτική περιγραφή της γιορτής που μας διασώζει ο Ρήγας Παλαμήδης:
«Η τελετή εγένετο μεθ’ όλης της πομπής και επισημότητας- είχον δε συνέλθει ενταύθα άπασαι σχεδόν αϊ δημοτικοί αρχαί της Αττικής και πλήθος λαού των περιχώρων μετά των σημαιών, όπλων και τύμπανων ώστε η πόλις των Αθηνών παριστά μέχρι της εσπέρας της επιούσης το θέαμα μεγαλοπρεπούς και τερπνής πανηγύρεως, εν πλήρει τάξει και ησυχία τελούμενης». Μπροστά στα Παλαιά Ανάκτορα, στη σημερινή Πλατεία Κλαυθμώνος, ο Δήμος Αθηναίων είχε στήσει αψίδα γιορταστική και εκεί άρχισε, μετά την Δοξολογία, το μεγάλο γιορταστικό πανηγύρι, με χορούς και τραγούδια. Έβρεξε κατά την ημέρα αυτή. Ήταν μια ελαφρά βροχή που κράτησε πέντε περίπου ώρες, αλλά το γεγονός αυτό δεν μείωσε την εορταστική διάθεση. Η αιφνίδια αυτή μεταβολή του καιρού, έλεγαν παλιοί αγωνιστές, ήταν ανάλογη μ’ εκείνη της 25ης Μαρτίου του 1821, που είχε πέσει επίσης ημέρα Παρασκευή.
Γερμανός ανταποκριτής που παρακολούθησε τις εκδηλώσεις αφιερώνει αναλυτικό ρεπορτάζ.
«Κατά την τριετή παραμονή μου στην Ελλάδα, δεν έτυχε να ζήσω παρόμοιες σκηνές ενθουσιασμού και διθυραμβικών εκδηλώσεων όπως εκείνη την ημέρα της 25ης Μαρτίου που γιορτάστηκε για πρώτη φορά ως Εθνική Εορτή του Ελληνισμού στην Εκκλησία της Αγίας Ειρήνης στην Αθήνα.
Οι Αρβανίτες είχαν κατεβεί με τις σημαίες τους από τα βουνά τους, οι αγρότες της περιοχής έκαναν παρέλαση με τα νταούλια και το ζουρνά τους αθρόοι στην πόλη, οι συντεχνίες με τα λάβαρα των επαγγελμάτων τους άφηναν χαρούμενοι τις μεταξένιες σημαιούλες τους να κυματίζουν στον αέρα.
Ένα ολόκληρο δάσος από σημαίες πλαισίωνε την άμαξα του βασιλέα που στις εννέα η ώρα το πρωί προχωρούσε πανηγυρικά προς την εκκλησία της Οδού Αιόλου ενώ ο λαός ξέσπαγε απ΄ όλες τις πλευρές σε ενθουσιώδεις ζητωκραυγές καθώς έβλεπε το βασιλικό ζεύγος ντυμένο ελληνικές λαϊκές φορεσιές».
Σχετικά με τον πρώτο εορτασμό της 25ης Μαρτίου, για τις εκδηλώσεις που έγιναν, αλλά και για το προαναφερόμενο περιστατικό της Δέσποινας Λέκκα, αναφέρεται και η επί των τιμών κυρία Φον Νόρντενφλικτ σε επιστολή της που έχει ημερομηνία 25 Μαρτίου 1838. Γράφει μεταξύ άλλων:
«Σήμερον είναι η επέτειος της αναγεννήσεως της Ελλάδος. Ο βασιλεύς την ανεκήρυξεν εθνικήν εορτήν, η δε σκέψις αύτη, γενομένη αποδεκτή μετ’ ενθουσιασμού υφ’ απάντων των Ελλήνων, θέλει επαυξήσει την ευγνωμοσύνην και την αγάπην του λαού προς τον άνακτα. Ήδη περί την 5ην της πρωίας ανήγγειλαν κανονιοβολισμοί και μουσική την εορτήν…
»(…)Εις τας 9 κατηυθύνθησαν οι βασιλείς φέροντες το εθνικόν ένδυμα εφ’ αμάξης εις τον ναόν, όπου εψάλη δοξολογία. Εκ πάντων των πέριξ χωρίων είχον προσέλθει οι χωρικοί με τας κυανόλευκους σημαίας…
»(…)Άπαντες οι χωρικοί ήσαν καλώς και καθαρά ενδυμένοι. Επί των προσώπων των έλαμπαν η χαρά και η ευχαρίστησις.
»Μετά ταύτα συνηθροίσθησαν υπό τον εξώστην, επί του οποίου οι βασιλείς ίσταντο και μετ’ ολίγον ήρχισεν υπό τον ήχον της χωρικής μουσικής η εκτέλεσις τού, οτέ μεν υπό δύο οτέ δε υπό πλειόνων προσώπων, χορευομένου τοσούτον ιδιορρύθμου ελληνικού χορού. Εσχηματίαθησαν διάφοροι κύκλοι χορευτών επί της μεγάλης πλατείας προ των ανακτόρων, έλαβεν δε χώραν και επεισόδιον, το οποίον μοι υπενθύμισε την αρχαίαν εποχήν.
«Όπως πάντοτε εξετελέσθη και ταύτην την φοράν ο ελληνικός χορός υπ’ ανδρών μόνον. Αίφνης προσέρχεται γυνή τις μεταξύ δύο χορευτών και καταλαμβάνουσα την θέσιν του ενός λέγει:
»- Σήμερον δικαιούμαι κι εγώ να χορέψω κι ίσως περισσότερο από σας, διότι απώλεσα εις τον περί ανεξαρτησίας αγώνα τους αδελφούς και τους υιούς μου». (Σημ.: αντί τον μοναχογιό, «υιούς μου» γράφει η Νόρντεκφλικτ).
Χόρεψαν και τραγούδησαν εκείνη την ημέρα οι Αθηναίοι και οι κάτοικοι των περιχώρων ως αργά το βράδυ. Μετά τους μπαρουτοκαπνισμένους αγωνιστές πήραν τη σκυτάλη οι νέοι και οι νέες, τα βλαστάρια του γένους. Ακούστηκαν ηρωικά τραγούδια με ύμνους στη λεβεντιά, «που δεν λησμονιέται και δεν ξαποτιμιέται…».
Το βράδυ της μεγάλης εορταστικής αυτής ημέρας, μολονότι τα μέσα ήταν πενιχρά και πρωτόγονα, η πρωτεύουσα φωταγωγήθηκε. Φωτιές άναψαν στην Ακρόπολη αλλά και στον Λυκαβηττό.
Εντύπωση προκάλεσε το βράδυ εκείνο ένας μεγάλος φωτεινός σταυρός που σχηματίστηκε ψηλά στ’ απότομα βράχια του Λυκαβηττού με καιόμενα ξύλα και ρητίνες (ή με φανάρια). Ο σταυρός αυτός πλαισιωνόταν από το σχηματισμένο με καιόμενες επίσης ρητίνες χριστιανικό σύνθημα: «Εν τούτω νίκα»!
Έτσι λοιπόν καθιερώθηκε και έτσι γιορτάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα η Εθνική Εορτή της 25ης Μαρτίου, το 1838. Και γιορτάζεται από τότε και θα γιορτάζεται «εσαεί», πάντα στο «διηνεκές», όπως γράφει το Διάταγμα 980, για να θυμίζει τον μεγάλο ξεσηκωμό του Έθνους, το ηφαίστειο της ελληνικής ψυχής κατά της 400χρονης παγερής τυραννίας του Τούρκου δυνάστη. Να θυμίζει τους μάρτυρες και ήρωες του γένους που έδωσαν το αίμα τους για την λευτεριά της πατρίδας και της Ορθοδοξίας.
Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν μέχρι το 1843, ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου δεν θα είναι ομόψυχος αλλά, αντίθετα, θα αποτελέσει αντικείμενο αντίπαλων εορτασμών και αντιπολιτευτικών εκδηλώσεων. Ήδη, την
επόμενη χρονιά από την καθιέρωσή της, το 1839, η μέρα της εθνικής επετείου θα παρέλθει «σκυθρωπή, κατηφής, ατερπής, άσημος, σιωπηλή».
Μέχρι το 1843, η αντιοθωνική μερίδα θέλησε να οικειοποιηθεί την εθνική επέτειο διοργανώνοντας ιδιωτικούς εορτασμούς με φωταψίες σπιτιών, μνημόσυνα για τους νεκρούς αγωνιστές του 21, συμπόσια και μουσικές, με
κορύφωση τη δίκη των πρωτεργατών ενός παρόμοιου εθνικού αντι-εορτασμού το 1841.
Συνεπώς, από τη στιγμή της καθιέρωσής της, η επέτειος της 25ης Μαρτίου υπήρξε αντικείμενο πολιτικής διεκδίκησης και αντίπαλων ερμηνειών. Παρ’ όλο που η επιλογή της ημερομηνίας είχε, όπως φαίνεται, την κοινωνική συναίνεση, ο εορτασμός της δεν ήταν συναινετικός. Ούτε όμως υπήρχε συναίνεση ως προς την ερμηνεία του ιστορικού γεγονότος που εορταζόταν, της Ελληνικής Επανάστασης.
ΠΗΓΕΣ
- Ο πρώτος πανηγυρισμός της Εθνικής Εορτής στις 25 Μαρτίου 1838 στην Αθήνα
Μιχ. Κ. Τσώλης («Ιστορία», τ. 345, Μάρτ. 1997)
- Πώς και πότε γιορτάστηκε για πρώτη φορά η 25η Μαρτίου
Γιώργος Δαμιανός, 24grammata.com
- Γιορτάζοντας το έθνος: εθνικες επετειοι στην Ελλαδα τον 19ο αιωνα
Χριστίνα Κουλούρη