Το παράπονο του άτυχου Ναυπλιώτη
ένα κείμενο του Ν. Σαραντάκου
+ ͵αυναʹ Mαρτιού 22
Άρχοντες και αδελφοί, μικροί τε και μεγάλοι
τοιούτον γράμμα οι μέλλοντες θεωρείν και αναγιγνώσκειν
το τι πράγμα και συμφορά εσυνέβην εις εμέναν
οποὺ εις άλλον χριστιανόν τοιούτον μη συνέβη.
Εγώ απ᾿ τ᾿ Ανάπλιν ήμουνα, ήμουν αναπαημένος.
Και από όχλησιν, η οποία εσυνὲβη
εις το πανεγύριν του Ναυπλιού του μέγα Δημετρίου
ελαβώθηκεν άνθρωπος ονόματι Σπαθάρος
και από ᾿κείνο απόθανεν εκείνος ο Σπαθάρος.
Και τινές όπου μου κακοθέλασιν και είχαν σ᾿ εμέν τον φθόνον,
όπως να με εξορίσωσιν απ᾿ το εδικόν μου σπίτι,
ανάγκασαν τους αδελφούς εκείνου του Σπαθάρη
να ειπούν ότι εγώ τον λάβωσα, έδε αμαρτία μεγάλη!
Το οποίον, διά το ειπείν εκείνου του Αλβανίτη,
με έκαμεν ο ποδεστάς να λείπω από την χώρα.
Εκούρσευσαν τὰ ζώα μου εκείνοι οι Αλβανίτες
καί εγώ διά τα ζώα μου υπήγα εις τον Ασάνην.
Ασάνης με περιώρισε, εις την φυλακήν με βάνει,
εις την φυλακήν, στα σίδερα κακά περιορισμένον.
Τέσσαρας μήνας έποικα εκεί περιορισμένος.
Εις το σκοινί με βάνασιν, διά να με εξετάζουν.
Αφότις είδαν καθαρά εγώ πταίσθης δεν είμαι,
όρισαν και αφήκαν με, ελευθερίαν μου δίδουν,
κρισιμόγραφον μου έκαμεν αθωωτικόν το γράμμα
και τρείς στρατιώτες μου έδωσαν, διά να με συντροφεύσουν.
Εγὼ δέ, διά τον τόπον μου και διά την Αυθεντιάν μου,
ηθέλησα πάλε να ελθώ εις τόπον του Αγίου Μάρκου,
εις το Άργος το παμπόνηρον και κατεξουρισμένον,
οπού, όταν το εθυμήθηκα εις το Άργος διά να έλθω,
νάειχεν αστράψει η Ανατολή, νάειχε βροντήσει η Δύση
και νάηθελε γένει και χειμών αμέτρητος και μέγας,
οπού να ᾿θελα εμποδισθή, εις το Άργος να μην έλθω.
Απότες ήλθα και έμπηκα εδώ εις το Άργος ετούτο,
εἶδαν […] από εκείνους καλόν δεν τους εφάνη,
εσκόπησαν οι Χριστιανοί να πάρω την τιμήν των.
Της ώρας ορδινιάσασιν, στην φυλακήν με βάνουν
ά μήδ᾿ ου ευρέθηκεν τινάς άρχοντας Βενετσιάνος
και εγγυητής εστάθηκεν, στο σπίτι του με δέχθη
και μήνας δυόμιση ήμουν μετ᾿ αυτόν περιορισμένος.
Της ώρας δε ο ποδεστὰς έγραφε να μ᾿ αφήσουν
. . . ήταν ορδινιὰ όπως να μ᾿ αδικήσουν
οὐδόλας δὲν με άφηναν εκ την φυλακὴν να έβγω,
είχασι δὲ τὴν ορδινιὰν διά λόγον να με πιάσουν
και εγώ ο άθλιος δεν ήξευρα το επιβούλευμά των,
οποὺ μου επιβουλευόνταν αδίκως να με χάσουν
[…] να με εξορίσωσιν καί να με φυλακώσουν,
να χάσουν τὰ παιδάκια μου, έδε αμαρτία μεγάλη!
Το οποίον πράγμα, άρχοντες, μικροί τε και μεγάλοι,
απότες αναθράφημεν και είδαμεν τον κόσμον,
τέτιον πράγμα, πούποτε κανείς ουδὲν το είδε
ουδέ είδεν το ουδὲ ήκουσεν τέτιον πράγμα να γένει.
Θέλω εδώ να σας ειπώ τι έναι οπού μού συνέβε,
Μίαν ημέραν είμεσθεν μέσα εις το παλάτιν,
οι τέσσαροί μας ειμεσθαν, άλλος κανείς δεν ήτον,
Ρετούρης ήτονε ο εις, φρὰ Νικολός ο άλλος,
ήταν δε και ο κυρ Μαρίν, λεγόμενος Κατέλος,
ήμουν και εγώ ο άθλιος, ο βαριομοιρασμένος.
Εκεί εκαταναφέρναμε τινα εκ τα διαβασμένα.
Και μέσα εις τούτο άρχοντες είπαν διά τ᾿ Ανάπλιν
και εγώ επαρεπονούμουνα το πώς με αδικήσαν.
Και είς από τους εκεινούς τούτον τον λόγον λέγει,
«Ακόμη εκείνοι του Ναυπλίου σε θέλουν συντιχάρη»
Και εγώ μετεωρίστηκα, χωρίς κακίας μάχος,
καί είπα ότι χέζω τους εκείνους τους Ναυπλιώτες,
αὐτοί δὲ το μετάτρεψεν καί είπαν ότι χέζω τους συντίχους
και ο Ρετούρης το εκατάδωσε καί αὐτοί το μαρτυρούσιν
και μέναν εζημιώσασιν δουκάτα δεκατεσσάρους
και δεν αφήνουν να με ιδούν από τους εδικούς μου.
Κάθε βράδυ με φυλάγουσιν τέσσερις μπαργιζένοι
όλην την μέραν είμαι μοναχός και ο Θεός να με βοηθήση
και εί τις μου πταίει, άρχοντες, ο Θεός να τονε σώση.
Λοιπόν, ο αφηγητής, ένας καλοστεκούμενος οικονομικά Ναυπλιώτης, που θα τον λέμε Ανώνυμο, πήγε στις 26 Οκτωβρίου (μάλλον του 1450) στο πανηγύρι του αγίου Δημητρίου, στο Ναύπλιο, που τότε ήταν ενετικό, όπως και το Άργος. Εκεί κάποιο επεισόδιο έγινε και τραυματίστηκε κάποιος Σπαθάρος, που αργότερα πέθανε. Κάποιοι που φθονούσαν τον Ανώνυμο έπεισαν τα αδέρφια του Σπαθάρου να καταγγείλουν εκείνον για υπαίτιο· ο ήρωάς μας εξορίστηκε και οι Αρβανίτες που μηχανεύτηκαν την καταγγελία έκλεψαν τα ζώα του. Ο Ανώνυμος πήγε σε βυζαντινή επικράτεια, στο Μουχλί, ένα σημαντικό φρούριο που απείχε μια μέρα δρόμο από τ’ Ανάπλι (κοντά στον Αχλαδόκαμπο, στην παλιά εθνική οδό, σήμερα ελάχιστα ερείπια έχουν μείνει) για να παραπονεθεί στον Δημήτριο Ασάν. Δεν τα είπε πολύ καλά, φαίνεται, διότι ο Ασάν τον έβαλε στα σίδερα και τον βασάνισε. Τελικά αποδείχτηκε η αθωότητά του, και ο Ασάν τού έδωσε αθωωτικό έγγραφο (κρισιμόγραφο) και με συνοδεία τρεις στρατιώτες τον ξανάστειλε σε ενετικά εδάφη.
Ο Ανώνυμος είχε την κακή ιδέα να πάει στο Άργος, και το μετάνιωσε πικρά, γιατί αμέσως τον έπιασαν και τον έβαλαν φυλακή· ευτυχώς βρέθηκε ένας άρχοντας Βενετσιάνος και εγγυήθηκε, κι έτσι ο Ανώνυμος πέρασε τους δύο επόμενους μήνες περιορισμένος στο σπίτι του άρχοντα. Ο κυβερνήτης έβγαλε ένα χαρτί, να τον αφήσουν, αλλά κι αυτό σε κακό του βγήκε. Τι ακριβώς έγινε δεν είναι καθαρό, πάντως μια μέρα που βρισκόταν στο παλάτι (του Αναπλιού;) όπου ίσως είχε ζητήσει ακρόαση από τον ρετούρη (rettore, τον κυβερνήτη της πόλης), και ενώ παρευρίσκονταν δυο άλλοι επιφανείς πολίτες, και ενώ ο Ανώνυμος διηγιόταν τις αδικίες που του είχαν κάνει, ο κυβερνήτης είπε: «Οι Ναυπλιώτες σε θέλουν να δικαστείς». «Τους χέζω τους Ναυπλιώτες», είπε αστειευόμενος ο Ανώνυμος. Ο κυβερνήτης ή παράκουσε ή βρήκε αφορμή: «Πώς τολμάς να χέζεις τους δικαστές;» Του βάζει 14 δουκάτα πρόστιμο και τον κλείνει πάλι στη φυλακή!
Παρόλο που η γλώσσα του είναι εντυπωσιακά κοντινή στα σημερινά ελληνικά (πέρασαν δα και πεντέμιση αιώνες, μην ξεχνάμε), ο Ανώνυμος τα λέει πολύ μπερδεμένα κι έτσι δεν καταλαβαίνουμε για ποιον ακριβώς λόγο τον κατηγορούσαν ούτε ποιοι ακριβώς.
http://sarantakos.wordpress.com