Λαμαρτίνος,
Ταξίδι στην Ελλάδα
1832,
Ναύπλιο
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ Αλφόνσος Λαμαρτίνος γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1790 στη γαλλική πόλη Μακόν. Σε ηλικία 30 ετών δημοσίευσε το έργο Ποιητικοί Στοχασμοί, που θεωρήθηκε ορόσημο του ρομαντισμού, ενώ το 1832 πραγματοποίησε ένα ταξίδι αναψυχής στην Ανατολή, με βασικούς σταθμούς την Ελλάδα, την Τουρκία, τη Συρία και τον Λίβανο. Το 1833 εξελέγη βουλευτής και το 1848 διετέλεσε, για μερικές εβδομάδες, πρόεδρος της γαλλικής κυβέρνησης. Πέθανε το 1889 στο Παρίσι.
…Ωστόσο η Ελλάδα ασκούσε μια ιδιαίτερη έλξη στις συνειδήσεις των πνευματικών ανθρώπων της εποχής εκείνης¦ έλξη που πήγαζε αφενός από την επαφή με την αρχαία ελληνική γραμματεία, αφετέρου από το φιλελληνικό ρεύμα που είχε αναπτυχθεί στη Γαλλία ύστερα από τα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης. Θα άξιζε ίσως να αναφερθεί εδώ η πολίτικη στάση του Λαμαρτίνου και του Νερβάλ και η αλλαγή των πολιτικών τους απόψεων στα θέματα που σχετίζονταν με την ελληνοουρκική διένεξη, μίας και οι δύο αυτοί ποιητές έχουν χαρακτηριστεί τουρκόφιλοι. Ο Λαμαρτίνος, που είχε ενεργό ανάμειξη στην πολιτική ζωή της Γαλλίας και είχε συμμετάσχει στο γενικό φιλελληνικό κλίμα, με την οκτάτομη Histoire de la Turquie που γράφει στα 1854-1855 παίρνει σαφή θέση υπέρ της Τουρκίας –« η ναυμαχία του Ναυαρίνου και η απελευθέρωση της Ελλάδας υπήρξε μέγα πολιτικό σφάλμα», γραφεί ανάμεσα σε άλλα-, πράγμα που προκαλεί έντονες αντιδράσεις στην ελληνική πλευρά.
Ο πνευματικός κόσμος καταδικάζει με πολλή πικρία τα φιλότουρκα αισθήματα και τη μισελληνική στάση του Λαμαρτίνου, και οι Έλληνες ποιητές επιτίθενται με καυστικούς στίχους: το 1857 ο Καρασούτσας γραφεί μακροσκελές ποίημα με τίτλο «Απόκρισις προς τον ποιητήν Λαμαρτίνον, συγγραφέα τουρκικής ιστορίας», που αποτέλεσε για πολύν καιρό θέμα συζητήσεων στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής, ενώ ο Αλέξανδρος Σούτσος, σε εκτενές ποίημά του, στηλιτεύει κι αυτός τη στάση του Γάλλου ποιητή…
Μπαίνουμε σε έναν ευρύχωρο κόλπο, είναι ο Αργολικός κόλπος• έχουμε τον άνεμο πίσω μας και τρέχουμε γρήγορα σαν γλάροι που πετούν• τα βράχια, τα βουνἀ, τα νησιά των δύο παραλιών φεύγουν μπροστά μας σαν σκοτεινά σύννεφα. Νυχτώνει• διακρίνουμε κιόλας τον βυθό του κόλπου, μολονότι έχει δέκα λεύγες βάθος• τα κατἀρτια τριών στόλων που είναι αγκυροβολημένοι μπροστά στο Ναύπλιο διαγράφονται σαν χειμωνιἀτικο δάσος με φόντο τον ουρανό και την πεδιάδα του Άργους. Σε λίγο σκοτεινιἀζει εντελώς, ανἀβουν φωτιές στις πλαγιές τω βουνὡν και στα δάση όπου οι Έλληνες βοσκοί φυλάνε τα κοπάδια τους, τα πλοία ρίχνουν τον βραδινό κανονιοβολισμό. Βλέπουμε διαδοχικἀ τη λἀμψη από τις μπουκαπόρτες που εξήντα αραγμένων σκαφών, όμοια με τους δρόμους μιας μεγαλοὐπολης η οποία φωτίζεται από τα φανάρια της• μπαίνουμε σ’ αυτόν τον λαβύρινθο των πλοίων και ρίχνουμε με άγκυρα αργά τη νύχτα κοντά σ’ ένα μικρό φρούριο που προστατεύει τον όρμο του Ναυπλίου, απέναντι από την πόλη, κάτω από τη σκιά του κάστρου του Παλαμηδιού.
9 Αυγούστου 1832
Σηκώνομαι με την ανατολή του ήλιου για πια δω επιτέλους από κοντά τον Αργολικό κόλπο, το Άργος, το Ναύπλιο, τη σημερινή πρωτεύουσα της Ελλάδας. Τέλεια απογοήτευση: το Ναύπλιο είναι μια άθλια κωμόπολη, χτισμένη στο άκρο ενός βαθιού και στενού κόλπου, πάνω σε μια λουρίδα γης πεσμένη από τα ψηλά βουνά που δεσπόζουν σε όλη την ακτή, τα σπίτια δεν έχουν κανένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό° έχουν το σχήμα των πιο κοινών χωριἀτικων κατοικιών της Γαλλίας ή της Σαβοῖας. Τα περισσότερα είναι κατεστραμμένα και οι τοίχοι τους, γκρεμισμένοι από τις κανονιές του τελευταίου πολέμου, βρίσκονται ακόμα σωριασμένοι καταμεσής του δρόμου. Στην παραλία υψώνονται δυο-τρία καινούργια σπίτια, βαμμένα με χτυπητἀ χρώματα, ενώ μερικά καφενεία και ξύλινα μαγαζιά είναι χτισμένα πάνω σε πασσάλους που προχωρούν μέσα στη θάλασσα: αυτά τα πλωτἀ καφενεία και οι εξέδρες είναι κατειλημμένα από μερικές εκατοντάδες Έλληνες που φορούν τις πιο επιτηδευμένες αλλά και τις πιο βρόμικες φορεσιές, καθισμένοι ἡ ξαπλωμένοι στα σανίδια ἡ πάνω στην άμμο σχηματίζουν διάφορες γραφικές ομἀδες. Οι φυσιογνωμίες είναι ωραίες, αλλά θλυμένες και άγριες• το βάρος της αργίας φαίνεται σε κἀθε τους στάση. Η τεμπελιά των Ναπολιτάνων είναι γλυκιά, ήσυχη και εύθυμη: είναι η νωχέλεια της ευτυχίας• η τεμπελιά αυτών των Βλλήνων είναι βαριά, δύσθυμη, σκυθρωπἡ• είναι ένα ελάττωμα που αυτοτιμωρείται. Αποστρέφουμε το βλέμμα μας από το Ναύπλιο, για να θαυμάσουμε το ῳοαίο κάστρο του Παλαμηδιού° κυριαρχεί σε ολόκληρο το βουνό που υψώνεται πάνω από την πόλη• τα τείχη με τις επάλξεις είναι σαν τη δαντελωτή επιφάνεια ενός φυσικού βράχου.
Πού είναι όμως το Άργος; Ένας απέραντος κάμπος, άγονος και γυμνός. σπαρμένος με έλη, απλὡνεται και στρογγυλεύει στο βάθος του κόλπου, περιτριγυρισμἑνος από γκρίζες οροσειρές. Στο βάθος του κάμπου, σε απόσταση δύο λευγών περίπου προς το εσωτερικό, διακρίνουμε ένα ύψωμα που έχει στην κορφή του μερικά οχυρωματικἀ τείχη και προστατεύει με τη σκιά του μια γκρεμισμένη κωμόπολη: αυτό είναι το Άργος. Λίγο πιο πέρα βρίσκεται ο τάφος του Αγαμέμνονα. Τι με ενδιαφέρει όμως ο Αγαμέμνων και το βασίλειό του; Αυτές οι ιστορικές και πολιτικές παρελθοντολογἱες έχασαν το ενδιαφἐρον του καινούργιου και του αληθινού. Το μόνο που θα ήθελα να δω είναι μια κοιλάδα της Αρκαδίας• προτιμώ ένα δέντρο, μια πηγἡ στα ριζὰ του βράχου, μια ροδοδἀφνη στην όχθη ενός ποταμού, κάτω από την γκρεμισμένη καμἀρα μιας γέφυρας σκεπασμένης με κληματσίδες, παρά το μνημείο κάποιου κλασικού βασιλείου που δεν ανακαλεί πια τίποτα στον νου μου, εξόν από την πλἡξη την οποία μου ἐδωσε στα παιδικά μου χρόνια.
10 Αυγούστου 1832
Περἀσαμε δύο μέρες στο Ναύπλιο• η Τζούλια με ανησυχεί πάλι. Θα μείνω λίγες μέρες ακόμα εδώ ώσπου να γίνει εντελώς καλά. Μένουμε στη στεριά, στο δωμάτιο ενός ἀθλιου πανδοχείου, απέναντι από έναν ελληνικὁ στρατώνα. Οι στρατιώτες είναι όλη μέρα ξαπλωμἐνοι κάτω από τη σκιά των ξεχαρβαλωμένων τοίχων. μέσα στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης• οι φορεσιἐς τους είναι πλούσιες και γραφικές° στα χαρακτηριστικἀ τους ἐχουν αποτυπωθεί η αθλιότητα, η απελπισία και όλα τα άγρια πάθη που ανάβει και συδαυλίζει στις άγριες ψυχές ο εμφύλιος πόλεμος. Αυτόν τον καιρό στον Μοριά βασιλεύει τέλεια αναρχία. Οι φατρίες αλληλοεξοντὡνονται συνεχώς και ακούμε τις τουφεκιές των Κλεφτών και των Κολοκοτρωναίων, που πολεμούν από την άλλη πλευρά του κόλπου ενάντια στα κυβερνητικά στρατεύματα. Κάθε φορά όπου έρχεται ταχυδρομείο από τα βουνά, μαθαίνουμε για μια πυρκαγιά σε κάποια πόλη, για τη λεηλασία μιας πεδιάδας, για τη σφαγή ενός πληθυσμού από τη μια ή την άλλη μερίδα που καταστρέφουν την ίδια τους την πατρίδα. Δεν μπορείς να βγεις από το Ναύπλιο χωρίς να κινδυνέψεις να φας καμιά τουφεκιά. Ο πρίγκιπας Καρατζάς (επιφανής οικογένεια Φαναριωτών) έχει την καλοσύνη να μου παραχωρήσει μια συνοδεία από τα παλικἀρια του για να πάω να επισκεφτώ τον τάφο του Αγαμέμνονα, και ο στρατηγός Κορμπέ,(Αρχηγός των Γαλλικών στρατευμάτων στη Πελοπόννησο) που διοικεἰ τα γαλλικά στρατεύματα, βάζει κι αυτός ένα δικό του στρατιωτικό απόσπασμα, αρνούμαι, δεν θα ‘θελα, από ένα κενό ενδιαφέρον για κἀποιο αξιοθέατο, να βάλω σε κίνδυνο τη ζωή μερικών ανθρώπων, είναι κάτι που δεν θα συγχωρούσα ποτέ στον εαυτό μου.
12 Αυγούστου 1832
Σήμερα το πρωί παρακολούθησα μια συνεδρἰαση του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Η αίθουσα είναι ένα ξύλινο υπόστεγο° οι τοίχοι και η στέγη είναι φτιαγμένα από σανίδες έλατου που χάσκουν, οι βουλευτές κάθονται σε ψηλούς πάγκους, ολόγυρα σ’ ένα αλώνι από άμμο, και μιλούν από τη θέση τους.
Καθόμαστε πάνω σε έναν σωρό από πέτρες στην είσοδο της αίθουσας, για να τους δούμε που θα ‘ρχονται. Καταφθάνουν ο ένας ύστερα από τον άλλον, καβάλα στο άλογο, και με συνοδεία μεγαλύτερη ή μικρότερη ανάλογα με τη σπουδαιότητα του αρχηγού. Ο βουλευτής ξεπεζεύει, ενώ τα παλικάρια του, αρματωμένα με θαυμάσια όπλα, μαζεύονται, λίγο πιο πέρα σ’ έναν μικρό χώρο που περιβάλλει την αίθουσα. Αυτός ο χώρος μοιάζει με στρατόπεδο ή με καραβάνι. Το ύφος των βουλευτών είναι αρειμάνιο και αγέρωχο° μιλούν δίχως να μπερδεύουν τα λόγια τους, χωρίς διακοπές, με φωνή συγκινημένη αλλά σταθερή, μετρημένη και αρμονική. Δεν έχουν καμιά σχέση με εκείνα τα άγρια, απωθητικά πρόσωπα που είδαμε στους δρόμους του Ναυπλίου° είναι οι αρχηγοί ενός ηρωικού λαού, οι οποίοι κρατούν ακόμα στο χέρι το τουφέκι ή το σπαθί που χρησιμοποίησαν λίγο νωρίτερα για να τον απελευθερώσουν, και τώρα συζητούν όλοι μαζί για να βρουν τον τρόπο που θα εξασφαλίσει την εδραίωση της ελευθερίας τους. Το κοινοβούλιό τους είναι πολεμικό συμβούλιο.
Δεν θα μπορούσε κανείς να φανταστεί τίποτα πιο απλό και συνάμα πιο επιβλητικό από το θέαμα αυτού του οπλισμένου έθνους που συζητάει πάνω στα ερείπια της πατρίδας του, κάτω από έναν σανιδένιο θόλο ο οποίος υψώνεται καταμεσής στα χωράφια, ενώ οι στρατιώτες γυαλίζουν τα άρματἀ τους στην είσοδο αυτής της συγκλήτου και τα άλογα χλιμιντρίζουν ανυπομονώντας να ξαναπάρουν τα μονοπάτια των βουνών. Ανάμεσα στους αρχηγούς συναντάς θαυμάσια πρόσωπα, ωραία, έξυπνα, ηρωικά: είναι οι βουνίσιοι. Αναγνωρίζεις εύκολα τους Έλληνες νησιώτες εμπόρους από τα θηλυπρεπέστερα χαρακτηριστικά τους, από την καπατσοσύνη που εκφράζει η φυσιογνωμιία τους. Το εμπόριο και το καθισιό μέσα στις πόλεις αφαίρεσαν από το πρόσωπό τους κάθε ευγένεια και δύναμη, για να αποτυπώσουν τη σφραγίδα της χυδαίας επιτηδειότητας και της πονηριάς που τους χαρακτηρίζει.
13 Αυγούστου 1832
Όμορφη γιορτή που έδωσε στο πλοίο του ο ναύαρχος Χόθαμ, κυβερνήτης του αγγλικού στόλου στον όρμο του Ναυπλίου• μας ξεναγεί στο καράβι του με τα τρία καταστρώματα, το Σαιν – Βενσάν, και δίνει εντολή στα πληρώματα να αναπαραστήσουν μια ναυμαχία. Να βλέπεις ένα πλοίο με χίλιους εξακόσιους άντρες, και μάλιστα την ώρα της μάχης, είναι το αριστούργημα της ανθρώπινης νοημοσύνης.
Εξαίρετος άνθρωπος, στο πρόσωπο και τους τρόπους του σμίγουν σ’ένα σπάνιο συνταίριασμα η ευγένεια του παλαιού πολεμιστή και η καλοσυνάτη γλυκύτητα του φιλόσοφου, κοινό χαρακτηριστικό των ωραίων αντρικών φυσιογνωμιών της αγγλικής αριστοκρατίας. Προσφέρεται να μας δὡσει ένα από τα πολεμικά του σκάφη για να μας συνοδέψει ως τη Σμύρνη. Αρνούμαι και ζητώ αυτή την εξυπηρέτηση από τον ναύαρχο Υγκόν, κυβερνήτη του γαλλικού στόλου. Συμφωνεί να μας δώσει το μπρίκι το Πνεύμα που το κυβερνάει 0 πλοίαρχος Κουνἑο ντ’ Ορνἀνο• δεν θα μας συνοδέψει όμως πάρα μόνο ως τη Ρόδο.
Δειπνώ στο σπίτι τω κυρίου Ρουέν, πρεσβευτή της Γαλλίας στην Ελλἀδα, παραλίγο να την είχα εγώ αυτή τη θέση την εποχή της Παλινόρθωσης. Με συγχαίρει που δεν την πήρα. Ο κύριος Ρουέν, που έζησε στο Ναύπλιο
όλες τις κακές ημέρες της ελληνικής αναρχίας, λαχταράει να απαλλαγεί από αυτή τη θέση. Παρηγοριέται για τις αυστηρές συνθήκες της εξορίας του με το να υποδέχεται τους συμπατριώτες του και να εκπροσωπεί, με τέλεια άνεση και εγκαρδιότητα, την υψηλή προστασία της Γαλλίας προς μία χώρα που πρέπει να την αγαπάς για το παρελθόν και για το μέλλον της…
One thought on “Λαμαρτίνος, Ταξίδι στην Ελλάδα 1832, Ναύπλιο”
Comments are closed.