ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΧΩΡΙΣ ΣΚΑΠΑΝΗ
Η Περίπτωση Της Νότιας Αργολίδας
Ένα βιβλίο που με γλώσσα λιτή σε ταξιδεύει στη νότια Αργολίδα…
Η ΑΡΓΟΛΙΔΑ,ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΣΣΕΡΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ, αποτελείται με εξαίρεση την πεδιάδα του Άργους – κυρίως από ορεινούς όγκους. Γνωστή στην αρχαιότητα ως Ακτή, η περιοχή δεν έχει να επιδείξει τα μεγάλα βουνά και τις απότομες χιονισμένες βουνοκορφές του Πάρνωνα και του Ταϋγέτου της πελοποννησιακής ενδοχώρας, αν και το ένα τρίτο της έκτασής της βρίσκεται σε υψόμετρο μεγαλύτερο από τα εξακόσια μέτρα και ορισμένες κορυφές της ξεπερνούν τα χίλια. Τα περισσότερα από αυτά τα βουνά καταλήγουν απ’ ευθείας στη θάλασσα και οι παραθαλάσσιες πεδιάδες είναι λίγες και μικρές. Για το λόγο αυτό, οι προσβάσεις από τη θάλασσα περιορίζονται σε πολύ λίγα σημεία της ακτής, όπως είναι τα θαυμάσια λιμάνια της κοιλάδας του Πόρτο Χέλι και της Ερμιόνης.
Αλλά ούτε και η από ξηράς μετακίνηση είναι ιδιαίτερα εύκολη. Η χερσόνησος, από τα ανατολικά προς τα δυτικά, είναι σχεδόν αδιάβατη. Τα βουνά χωρίζονται από στενές κοιλάδες και φαράγγια που καταλήγουν στη θάλασσα προς τα ανατολικά ή τα δυτικά, χωρίς όμως να προσφέρουν κάποια προσιτή δίοδο από τη μία ακτή στην άλλη. Τη μόνη εξαίρεση αποτελεί η Επίδαυρος -με το πασίγνωστο ιερό του Ασκληπιού και το καταπληκτικό της θέατρο – που μοιάζει να δρασκελίζει την κοιλάδα που ενώνει την πλούσια πεδιάδα του Άργους, στα δυτικά, με ένα λιμάνι της βορειοανατολικής ακτής, αντίκρυ στην Αττική. Το υψίπεδο τελειώνει στα όρη Δίδυμο και Αδέρες, που αποτελούν το βόρειο άκρο της περιοχής που διερευνήσαμε, την απόληξη της Ακτής, τη Νότια Αργολίδα.
Από πολύ παλιά, η Ακτή υποδιαιρέθηκε σε τρία πολίτικοδιοικητικά διαμερίσματα, που καθορίστηκαν από την τοπογραφία και τις προσβάσεις τους στη θάλασσα. Συμπίπτουν περίπου με τις τρεις πόλεις-κράτη που αναπτύχθηκαν εκεί κατά την κλασική αρχαιότητα.
Στο Βορρά βρισκόταν η Επιδαυρία, με κέντρο της το Ιερό του Ασκληπιού, ανάμεσα στην κοιλάδα του Άργους και στο μικρό ασφαλές λιμάνι της Παλαιάς Επιδαύρου, πάνω στον Σαρωνικό. Το ανατολικό τμήμα σχηματίζει την Τροιζηνία, με επίκεντρο την αρχαία πόλη της Τροιζήνας και πολίτικο-οικονομικό προσανατολισμό προς τα βόρεια και την Αττική. Και στο Νότο, πέρα από την οροσειρά του Διδύμου και των Αδερών,η απομακρυσμένη Ερμιονίδα, με την αρχαία πόλη Ερμιών (σημερινή Ερμιόνη), άλλοτε ανεξάρτητη και άλλοτε με το βλέμμα στραμμένο στο Άργος. Τέλος, στο νοτιότερο σημείο της χερσονήσου, εκεί όπου είναι σήμερα ο όρμος του Πόρτο Χέλι, άνθισε από το 750 ως το 280 π .X. περίπου, και με όρια κάπως ασαφή, η πόλη-κράτος των Αλιέων.
Τα βουνά της Ακτής, παρότι στρογγυλεμένα και συμπαγή, είναι απότομα και ψηλά, με αραιή βλάστηση, κατάλληλη μόνο για βόσκηση. Μόνο το ανατολικότερο άκρο, η οροσειρά Αδέρες, μαρτυρεί με το πολύμορφο ανάγλυφο των απότομων κοιλάδων της την ύπαρξη ενός πιο μαλακού υπεδάφους, από αργιλικούς σχιστόλιθους και γρανίτες.
Διαφορετικό από την υπόλοιπη Ακτή είναι το νότιο άκρο της,που αποτελεί το μισό της υπό έρευνα περιοχής. Το υπέδαφος εδώ αποτελείται από πιο πρόσφατα, μαλακότερα ασβεστολιθικά και αργιλικά στρώματα, που διαβρώνονται ευκολότερα. Διαδοχικές σειρές λόφων με ύψος που δεν ξεπερνά τα 100 μέτρα. διασχίζουν κοιλάδες που σχηματίζονται στις κοίτες χειμάρρων. Αρχικά, οι περισσότεροι από τους λόφους αυτούς καλύπτονταν από πλούσιο εύφορο χώμα, βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της πρώιμης γεωργίας, κατάλοιπα της οποίας σώζονται μέχρι σήμερα.
Οι παραθαλάσσιες πεδιάδες είναι λίγες. Η μεγαλύτερη,με διαφορά, είναι αυτή του Άργους, η οποία, εξαιτίας των πολλών χειμάρρων που τη διασχίζουν, επεκτείνεται με τις προσχώσεις τους ως τον κόλπο του Άργους. Μικρότερες κοιλάδες περιβάλλουν την Τροιζηνία και την ακτή απέναντι από την Ύδρα. Παρατηρούνται επίσης εκτάσεις ανάμεσα στους κολπίσκους, στα νότια παράλια της χερσονήσου. Ως επί το πλείστον, όμως, η Ακτή είναι ορεινή περιοχή. Πεδιάδες και κοιλάδες καλύπτουν σήμερα λιγότερο από το 20% της συνολικής της επιφάνειας.
Το κλίμα στη Νότια Αργολίδα θα το χαρακτηρίζαμε τυπικά μεσογειακό. Βρέχει σχεδόν αποκλειστικά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες, με εξαίρεση κάποιες ξαφνικές καλοκαιρινές καταιγίδες. Κατά τα άλλα, τα καλοκαίρια είναι ξερά, με καθαρούς ουρανούς. Τα 500 χιλιοστά των ετήσιων βροχοπτώσεων (που θα τα θεωρούσαμε μέτριο όριο για την παράκτια ζώνη της Καλιφόρνια), επιμερίζονται σε ένα μικρό αριθμό ημερών βροχής. Έτσι, ο χειμώνας τον περισσότερο καιρό είναι ηλιόλουστος, με μέρες ευχάριστες αν και όχι ζεστές. Καμιά φορά χιονίζει στα ορεινά, αλλά σπάνια στις πεδιάδες. Τα καλοκαίρια, από την άλλη πλευρά, μπορεί να είναι πράγματι πολύ ζεστά, κυρίως στην ενδοχώρα.
Τα νερά της βροχής, που πέφτουν πάνω στα ασβεστολιθικά πετρώματα των βουνών, αντί να κυλήσουν στην επιφάνεια,διαπερνούν σχισμές και ανοίγματα και, στο πέρασμα εκατομμυρίων ετών, έχουν σκαλίσει ένα ολόκληρο δίκτυο από υπόγειες σήραγγες, όπως μαρτυρούν οι διάφορες επιφανειακές σπηλιές. Στα σημεία όπου αυτές οι σήραγγες φθάνουν σε ένα αδιάβροχο στρώμα εδάφους (π.χ. σε αργιλικούς σχιστόλιθους ή στα πανταχού παρόντα ηφαιστειογενή πετρώματα, τους οφείτες),το ακολουθούν μέχρι να βρουν διέξοδο σχηματίζο ντας πηγές, εκεί όπου έρχονται σε επαφή τα διαπερατά με τα αδιαπέρατα στρώματα του εδάφους. Παρόλο ότι πολλές από αυτές τις πηγές έχουν πλέον στερέψει, λόγω της υπερβολικής άντλησης από αναρίθμητα φρέατα, οι πηγές ήταν κάποτε πολλές και, ακόμα και σήμερα, μερικές από αυτές συνεχίζουν να αναβλύζουν. Μόνο στο όρος Αδέρες, που αποτελείται από λιγότερο διαπερατά στρώματα αργιλικού ασβεστόλιθου επιφανειακή ροή των βρόχινων υδάτων είναι μεγαλύτερη, αλλά, ακόμα και εκεί, δεν διαρκεί συνήθως μετά την άνοιξη. Έτσι, λίγα είναι τα μικρά ποτάμια που τρέχουν χειμώνα και καλοκαίρι. και τα συναντούμε κυρίως στις υψηλότερες κοιλάδες. Σπάνια, σε κάποια πλατώματα της ενδοχώρας, μπορεί να συναντήσει κανείς, ακόμα και τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο, το υπέροχο θέαμα του νερού που τρέχει, και να ακούσει το γλυκό ήχο του ρυακιού που κυλάει ανάμεσα σε ολάνθιστες πικροδάφνες και σκιερά πλατάνια. Οι βουνοπλαγιές είναι σκεπασμένες με πυκνούς θάμνους από αγριοκυπαρίσσια, θαμνώδεις αειθαλείς δρυς, αγριελιές, μεγάλη ποικιλία θάμνων και αναρίθμητα αγριολούλουδα. Στις παραθαλάσσιες βουνοπλαγιές επικρατεί το ανοιχτοπράσινο χρώμα του πεύκου, το ρετσίνι του οποίου συλλέγεται και χρησιμοποιείται ως συντηρητικό για την παραγωγή της γνωστής ελληνικής ρετσίνας, με την ιδιάζουσα γεύση. Τις χαμηλότερες πλαγιές σκεπάζουν ελαιόδεντρα, που φυτρώνουν στο λιγοστό χώμα που συγκρατείται από τις καλοφτιαγμένες ξερολιθιές.
Για χιλιάδες χρόνια, η ζωή εδώ βασίστηκε στην καλλιέργεια των δημητριακών, στα πλούσια εδάφη των κοιλάδων και των υψιπέδων της ενδοχώρας, των χαμηλών λόφων και των παραθαλάσσιων πεδιάδων του Νότου. Σε εποχές πληθυσμιακής ανάπτυξης, η καλλιέργεια των σιτηρών επεκτεινόταν και στις χαμηλότερες πλαγιές, συνήθως μαζί με την καλλιέργεια της ελιάς. Σε περιόδους μείωσης του πληθυσμού, τα πιο φτωχά, δυσπρόσιτα και πετρώδη εδάφη εγκαταλείπονταν ή περιορίζονταν στην καλλιέργεια ελαιοδέντρων, που επιβιώνουν με λιγότερη υγρασία και σε πιο φτωχά εδάφη. Αμπέλια καλλιεργούνται και σήμερα, όπως θα καλλιεργούνταν πιθανότατα από την εποχή της Ύστερης χαλκοκρατίας, αν και έχουν περιορισμένη οικονομική σημασία για την περιοχή.
Το τοπίο είναι ήρεμο, ούτε υπερβολικά πράσινο ούτε και ξερό, περισσότερο ομαλό παρά κρημνώδες. Οι πλατιές κοιλάδες σχηματίζουν ένα μωσαϊκό από ξανθά σταροχώραφα και ασημόχρωμους ελαιώνες, ανάμεσα στις ολόλευκες ασβεστολιθικές κορυφογραμμές. Τα σπίτια σχηματίζουν μικρά χωριά, συχνά σκαρφαλωμένα σε πλαγιές. και δεν ακολουθούν το οικείο στη Βόρεια Αμερική ή τη βορειοδυτική Ευρώπη σύστημα. όπου κάθε αγροικία βρίσκεται στο κέντρο του κτήματος και σε μεγάλη απόσταση από το επόμενο. Στη νεότερη Ελλάδα κυριαρχούν οι μικροί κλήροι γης, ως αποτέλεσμα διαδοχικών κατακερματισμών για λόγους προίκισης, και οι οικογενειακές γαίες βρίσκονται πάντα διασκορπισμένες σε μεγάλη έκταση . Με τέτοιους μικρούς κλήρους είναι δύσκολο να ζει κανείς σε δική του ιδιοκτησία, και η συγκέντρωση κατοικιών σε έναν οικισμό για λόγους ασφάλειας είναι το λογικό επακόλουθο. Αυτό ήταν, άραγε, ανέκαθεν το ελληνικό μοντέλο; Και αν ναι, αυτό το μοντέλο της κατακερματισμένης ιδιοκτησίας ίσχυε και στο απώτερο παρελθόν; Αυτό είναι ένα από τα ερωτήματα στα οποία επιχειρούν να απαντήσουν μελέτες σαν τη δική μας.
Όπως παντού σχεδόν στο Αιγαίο, έτσι και στη Νότια Αργολίδα. η κτηνοτροφία αποτελεί βασικό στοιχείο της αγροτικής ζωής, ιδιαίτερα σε εποχές οικονομικής δυσπραγίας, οπότε η επέκταση της βοσκής σε απομακρυσμένα εδάφη συνιστά τον πλέον συμφέροντα τρόπο εκμετάλλευσής τους. Η μισή και παραπάνω έκταση της Ερμιονίδας χαρακτηρίζεται ακόμα βοσκότοπος, και χωριά όπως τα Δίδυμα βασίζουν μεγάλο μέρος των εισοδημάτων τους στην κτηνοτροφική εκμετάλλευση αιγοπροβάτων. Αυτή εξασκείται είτε σε τοπικό επίπεδο, με λίγα πρόβατα ή κατσίκες σε κοινοτικές γαίες ή χέρσα χωράφια, είτε παίρνει τη μορφή εποχικής μετακίνησης των κοπαδιών, ένα φαινόμενο διαδεδομένο, με ενδιαφέρουσες κοινωνικές και πολιτιστικές προεκτάσεις. Η κτηνοτροφία στην Ακτή είχε ως συνέπεια την εποχική μετακίνηση μεγάλων κοπαδιών, των βοσκών και των οικογενειών τους, από τα ορεινά καλοκαιρινά βοσκοτόπια της Πελοποννήσου, σε χειμαδιά της Νότιας Αργολίδας. Αυτός ο τρόπος ζωής αποτελεί ένα πολιτιστικό και οικονομικό δεδομένο στην Αργολίδα εδώ και πολλές χιλιάδες χρόνια, το οποίο επέζησε ως την εποχή μας, προσφέροντας έτσι σε αυτούς τους βοσκούς, εκτός από τα οικονομικά οφέλη, ένα παράθυρο προς τον κόσμο, πέρα από τα βουνά που τους περιβάλλουν. Τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο της εποχικής μετακίνησης τείνει να εκλείψει, και οι βοσκοί εγκαθίστανται πλέον σε μόνιμους οικισμούς.
Αλλά υπάρχει βέβαια και η θάλασσα που περιβρέχει τη χερσόνησο, ορατή από σχεδόν κάθε υψηλό σημείο της Αργολίδας. Προσφέρει στην περιοχή πόρους που συμπληρώνουν την αγροτική παραγωγή, ωστόσο η εκμετάλλευσή τους παραμένει περιορισμένη, τουλάχιστον απ’ όσο μπορούμε να κρίνουμε από την πιο πρόσφατη περίοδο, που είναι άλλωστε η μόνη για την οποία έχουμε κάποια στοιχεία. Στο σπήλαιο Φράγχθι, τα προϊστορικά στρώματα μαρτυρούν άσκηση της αλιείας και κατανάλωση οστρακοδέρμων σήμερα, όμως, η αλιεία αποτελεί απλώς εποχικό πάρεργο, όταν η αγροτική ενασχόληση το επιτρέπει. Η παραγωγή αλατιού έχει επίσης παίξει το ρόλο της στην τοπική οικονομία. Η λιμνοθάλασσα στο Θερμίσι ήταν κέντρο παραγωγής άλατος από τα χρόνια του Μεσαίωνα ως το 19ο αιώνα, ενώ και στη λιμνοθάλασσα της Βερβερούντας, κοντά στο Πόρτο Χέλι, υπήρχε αλυκή από το 17ο ως το 19ο αιώνα. Αποτελεί, μάλιστα, θέμα συζητήσεων το κατά πόσο η παραγωγή άλατος ευθύνεται για την ονομασία της πόλης των Αλιέων ,την κλασική εποχή. Τέλος, η πορφύρα πρόσφερε στην Ερμιόνη, κατά τους κλασικούς χρόνους, μια βιοτεχνία βαφής κάποιων αξιώσεων.
Η θάλασσα, βέβαια, δεν παρέχει μόνο πρώτες ύλες, αλλά και τη δυνατότητα συμφέρουσας μεταφοράς μεγάλων φορτίων, γεγονός πολύ σημαντικό πριν από την έλευση των σιδηροδρόμων και των αμαξιτών δρόμων. Στη Νότια Αργολίδα, η ναυσιπλοΐα, συχνά ένα μείγμα εμπορικής ναυτιλίας και αλιευτικής δραστηριότητας, κατά το πρόσφατο παρελθόν αλλά και μέχρι σήμερα, πρόσφερε επαγγελματική απασχόληση στους κατοίκους της περιοχής. Η ανεξαρτησία και ο πλούτος της Ύδρας, για παράδειγμα, κατά το 18ο και τις αρχές του 19ου αιώνα. οφειλόταν στο υπερπόντιο θαλάσσιο εμπόριο. ενώ. κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. πολλοί κάτοικοι του Κρανιδίου ήσαν ναυτικοί. Οι πιο πετυχημένοι άφησαν πίσω τους θαυμάσια μέγαρα στο πάνω μέρος της πόλης, αθέατα για τους σημερινούς περαστικούς. Ένα άλλο περήφανο αρχοντικό, στο χωριό Κοιλάδα, απέναντι από το σπήλαιο Φράγχθι, φιλοξένησε κάποια εποχή το σχολείο και, πρόσφατα, αφού λόγω της φθοράς του χρόνου κρίθηκε ακατάλληλο για τη στέγαση παιδιών, χρησιμοποιείται σαν έδρα της ομάδας μας.
Ωστόσο η επιβίωση που βασίζεται στη θάλασσα είναι πάντοτε επισφαλής. Δημιουργεί για τον τόπο και την οικονομία του μια εξάρτηση από την αβεβαιότητα των συνθηκών μιας ευρύτερης περιοχής, με αποτέλεσμα να υπεισέρχονται στην τοπική ιστορία εξωτερικοί παράγοντες αστάθειας. Επιπλέον, δεν αποσκοπούν όλες οι ναυτιλιακές δραστηριότητες σε νόμιμα κέρδη. Ως και το 19ο αιώνα. η πειρατεία αποτελούσε μόνιμη απειλή για τη Μεσόγειο. ενώ. κατά την εποχή που το δουλεμπόριο αποτελούσε άκρως κερδοφόρα δραστηριότητα, η λεηλασία των παράκτιων οικισμών ήταν εξίσου αποδοτική, όσο και η κατάληψη πλοίων στην ανοιχτή θάλασσα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, είναι λογικό να εμφανιστούν τάσεις υποχώρησης των οικισμών σε ασφαλέστερες και πιο προστατευμένες θέσεις, φαινόμενο που πράγματι παρατηρείται στην περιοχή κατά το Μεσαίωνα και τη νεότερη περίοδο, εποχές δηλαδή έντονης διαμάχης και προβληματισμών. Το Κρανίδι, για παράδειγμα. η σημαντικότερη κωμόπολη της Νότιας Αργολίδας, σκαρφαλωμένο ψηλά σε έναν ορεινό αυχένα 4 χλμ., μακριά από τα φυσικά λιμάνια του Πόρτο Χέλι και της Κοιλάδας, κτίστηκε εκεί κατά τους βυζαντινούς χρόνους περισσότερο για λόγους ασφάλειας παρά για τη διευκόλυνση των ναυτικών δραστηριοτήτων των κατοίκων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Νότια Αργολίδα γενικά και. ειδικότερα. η Ακτή, εδώ και 8.000 χρόνια, από τότε δηλαδή που οι άνθρωποι άρχισαν να καλλιεργούν τη γη τους, προσφέρει στους κατοίκους της. αν και όχι απλόχερα. όσα χρειάζονται για την επιβίωσή τους. Εξωγενείς παράγοντες, σε συνάρτηση με τις εκάστοτε συνθήκες που επικρατούσαν στην Ανατολική Μεσόγειο, έβγαλαν κατά καιρούς τους κατοίκους από τα στενά όρια της περιοχής τους, προσφέροντάς τους έναν ευρύτερο ορίζοντα. που βελτίωσε το βιοτικό τους επίπεδο και αύξησε τον ντόπιο πληθυσμό. Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα, η κτηνοτροφία, η αλιεία και η ναυτιλιακή δραστηριότητα αποτέλεσαν για τους ντόπιους ένα ανοιχτό παράθυρο προς τον έξω κόσμο. Έτσι, ήταν σε θέση να εκμεταλλεύονται θετικά την εμφάνιση μιας νέας αγοράς για την τοπική παραγωγή, όποτε το Άργος, η Αττική ή κάποιο πιο απομακρυσμένο σημείο του Αιγαίου παρουσίαζε μια τέτοια οικονομική άνθηση, ώστε η γύρω γεωργική περιοχή να μην επαρκεί για την κάλυψη της αυξημένης ζήτησης. Θα βρούμε αργότερα την ευκαιρία να αναφερθούμε σε αρχαιότερα παραδείγματα αυτής της παλινδρόμησης μεταξύ ενός πιο εξωστρεφούς προσανατολισμού και μιας προστατευτικής απομόνωσης, αλλά η σύγχρονη. μεταπολεμική περίοδος, αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα.
Η επέκταση και η άνθηση της Αθήνας έχει δημιουργήσει τις τελευταίες δεκαετίες μια αποδοτική αγορά για ντομάτες, λαχανικά, εσπεριδοειδή και βερίκοκα – αγορά την οποία οι αγρότες της Αργολίδας έσπευσαν να αξιοποιήσουν. Τα προβλήματα μεταφοράς λύθηκαν με τη διάνοιξη του αυτοκινητόδρομου που διασχίζει την Ακτή προς Νότο, ενώ, πιο πρόσφατα, τα ιπτάμενα δελφίνια μείωσαν στο ελάχιστο το χρόνο της διά θαλάσσης μετακίνησης από την Αθήνα στη Νότια Αργολίδα. Η επιχειρηματική κερδοσκοπία μετέτρεψε εκτεταμένες περιοχές σε μικροσκοπικά οικόπεδα για ανέγερση εξοχικών κατοικιών. συχνά χωρίς την παραμικρή πρόβλεψη για την αναγκαία υγειονομική υποδομή. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν απέφερε σε όλες τις περιπτώσεις τα αναμενόμενα.
Το Πόρτο Χέλι. ένας μικρός οικισμός που τον αποτελούσαν ελάχιστα σπίτια ψαράδων προ εικοσαετίας. πλημμύρισε από σύγχρονα ξενοδοχεία, μπαρ και ντισκοτέκ κατά μήκος της ακτής, απέναντι από την ακρόπολη των αρχαίων Αλιέων, και ο τουρισμός εξελίχθηκε στη μοναδική πηγή εσόδων για τη νέα πόλη. Αλλού, μεγάλα. συχνά απομονωμένα ξενοδοχειακά συγκροτήματα . επιτρέπουν στους τουρίστες να μετακινούνται από την παραλία στις ντισκο-τέκ, χωρίς να βλέπουν σχεδόν τίποτε άλλο από την Ελλάδα, ενώ καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες φρούτων και λαχανικών που καλλιεργούνται στην περιοχή, καθώς και το λιγοστό φρέσκο νερό.
Η οικονομική ευμάρεια που βασίζεται σε τέτοιο βαθμό στον τουρισμό θα ήταν. υποθέτει κανείς, κάτι καινούργιο για την περιοχή. Αλλά, όπως κάθε θετικό στοιχείο που εξαρτάται από τον έξω κόσμο. υπόκειται σε οικονομικές και πολιτικές συνθήκες πέραν του τοπικού ελέγχου. Όπως η ευμάρεια, έτσι. και η οικονομική δυσπραγία είναι επαναλαμβανόμενα φαινόμενα στην ελληνική ιστορία, τα οποία δεν ξεχνιούνται καθόλου εύκολα. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι στο Πόρτο Χέλι, φίλοι των αρχαιολόγων που επισκέπτονται την περιοχή πάνω από είκοσι χρόνια, κατοικούν σε ένα μικρό παραδοσιακό σπίτι πίσω από ένα από τα μεγάλα ξενοδοχειακό συγκροτήματα που διευθύνει ο γιος τους. Ποτέ στις επισκέψεις μας δεν έπαψαν να μας τονίζουν με κρυφή ικανοποίηση ότι το ψωμί τους.το κρασί και οι ελιές είναι δικής τους παραγωγής. Γιατί «.. .τα ξενοδοχεία έρχονται και φεύγουν, η γη όμως μένει». Είναι ένα χρήσιμο μάθημα, και όχι μόνο για τους Έλληνες.
Κατά κάποιο τρόπο, η Νότια Αργολίδα αποτελεί ένα είδος νησιού. Μέσα από το ιδιωτικό αυτοκίνητο ή το λεωφορείο .το τοπίο φαντάζει ευχάριστο στα μάτια των επισκεπτών. Το ταξίδι από το Βορρά προς το Κρανίδι, το Πόρτο Χέλι ή την Ερμιόνη είναι μια θαυμάσια εκδρομή ανάμεσα από ηλιόλουστες κοιλάδες και κάτω από τη σκιά ήρεμων βουνών. Δεν χρειάζεται να διαβεί κανείς τις γυμνές βουνοκορφές, τις τόσο εντυπωσιακές από μακριά, ενώ τα απότομα φαράγγια μένουν αθέατα. Όταν, όμως, επιχειρήσει κανείς να περάσει πεζός τον εσωτερικό δρόμο που διασχίζει την οροσειρά Αδέρες από την Τροιζηνία προς την Ερμιόνη, η εικόνα αλλάζει δραματικά, καθώς ο οδοιπόρος πρέπει να περάσει ατέλειωτα απότομα φαράγγια και δύσβατες πλαγιές, πάνω από πέτρες και αγκάθια που λαμπυρίζουν μέσα στην κάψα του καλοκαιριού.
Ακόμη όμως κι αν θεωρούμε τη Νότια Αργολίδα ένα είδος νησιού. πρόκειται για ένα νησί που συνδέεται με την υπόλοιπη χερσόνησο τόσο ακτοπλοϊκώς, όσο και λόγω της ενασχόλησης των κατοίκων με την κτηνοτροφία. Τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε μας υποκίνησαν να επιλέξουμε την περιοχή αυτή σαν ιδανική για τη μελέτη της αγροτικής ιστορίας της Ελλάδας. Κατά τις περιόδους απομόνωσης -σύνηθες φαινόμενο τις περασμένες χιλιετίες — η Νότια Αργολίδα εξαρτιόταν κυρίως από τις τοπικές συνθήκες, και η ουσία της ιστορικής της πορείας γίνεται περισσότερο κατανοητή από τα όσα είμαστε σε θέση να μάθουμε για την αλληλεπίδραση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στο πλαίσιο αυτής της γεωγραφικά καθορισμένης περιοχής. Η προϋπόθεση αυτή ελαχιστοποιεί τους προβληματισμούς του πρωτοπόρου ερευνητή που, πέρα από τις γνώσεις των συνθηκών μιας δεδομένης περιοχής, δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πολλά. Κατά καιρούς, εξάλλου, η περιοχή ήταν ανοιχτή σε επαφές με ισχυρότερα και πλουσιότερα κέντρα στην περιφέρειά της. Γι’ αυτές τις περιόδους θα συνδέσουμε την ιστορία της περιοχής με εκείνην μιας ευρύτερης και πιο γνωστής περιφέρειας, πράγμα που δεν θα ήταν εφικτό για ένα όντως απομακρυσμένο νησί ή μια κλειστή ορεινή κοιλάδα. Ως ένα σημείο, λοιπόν, προσέχοντας να μην περιπέσουμε σε μια επιχειρηματολογία φαύλου κύκλου, μπορούμε να αξιοποιήσουμε τα πλεονεκτήματα αντιφατικών τάσεων. Είμαστε σε θέση να παρακολουθήσουμε την εξελικτική πορεία μιας απομονωμένης περιοχής που επιβιώνει με ίδια μέσα. όταν δεν λειτουργούν ισχυρότερα κέντρα στην περιφέρεια ή όταν αυτά δεν ενδιαφέρονται ούτε συνδέονται με αυτήν. Από την άλλη, για περιόδους ευμάρειας και πολιτικής σταθερότητα η μελέτη της Νότιας Αργολίδας χρησιμεύει στη διερεύνηση του κατά πόσο η αγροτική υποδομή σχετίζεται με τις ιστορικές και οικονομικές τύχες των μεγάλων αστικών κέντρων. σαν να βρισκόταν η περιοχή υπό τη σκιά της ακρόπολης του Άργους ή των Αθηνών.
Η παρατεταμένη απομόνωση της Νότιας Αργολίδας από τους μεσαιωνικούς χρόνους ως το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο επέτρεψε τη διατήρηση και επιβίωση αγροτικών συνηθειών ως την εποχή της άφιξης αρχαιολόγων και ανθρωπολόγων που συνδέθηκαν τόσο πολύ με τον ντόπιο πληθυσμό. ώστε να συζητιέται σοβαρά η πιθανότητα μιας μελέτης για τις επιδράσεις των αρχαιολόγων στην ελληνική ύπαιθρο. Έτσι, έχουμε στη διάθεσή μας διάφορες μελέτες, όπως αυτή για τον ποιμενικό νομαδισμό και το «δρόμο των χιλίων ετών» μεταξύ Νότιας Αργολίδας και κεντρικής Πελοποννήσου του Harold Koster, ή για τις πρωτόγονες μεθόδους καλλιέργειας στις πλαγιές των Μεθάνων, από τον Hamish Forbes, ή για τη μακρόχρονη καλλιέργεια της ελιάς στην κοιλάδα των Φούρνων. από τον Νικόλα Γαβριηλίδη. Τα πορίσματα αυτών των μελετών – σε μια χώρα τόσο παραδοσιακή. ώστε οι δρόμοι που ανασκάφηκαν από τη στάχτη του ηφαιστείου της Σαντορίνης και τα μεσαιωνικά σπίτια της Μονεμβασιάς, στη Νότια Πελοπόννησο, θυμίζουν πολύ εκείνα της σύγχρονης τουριστικής Μυκόνου-είναι αφάνταστα βοηθητικά στην κατανόηση και αντίληψη του παρελθόντος, όπως θα καταδείξουμε στα επόμενα κεφάλαια.
Φυσικά, όπως συμβαίνει με τα περισσότερα ερευνητικά προγράμματα. έτσι και το δικό μας, διαμορφώθηκε τόσο από τις επιτόπιες συνθήκες όσο και από τις προθέσεις των μελετητών. Οι περιπλανήσεις του Michael και της Virginia Jameson στην περιοχή, που άρχισαν πριν από τριάντα χρόνια, είχαν ήδη αποδώσει τον εντοπισμό πολλών αρχαιολογικών ευρημάτων, καθώς και κάποιες λιγότερο εμφανείς τοποθεσίες. Επιπλέον, είχαν βοηθήσει στη γενικότερη κατανόηση της γύρω περιοχής και στον καθορισμό του τι έμενε να γίνει, προκειμένου να φωτιστεί σε βάθος η ιστορία της περιοχής. Οι ανασκαφές στους Αλιείς, που άρχισαν από το ζεύγος Jameson το 1962 και συνεχίστηκαν το 1970 από τον Wolf Rudolf του Πανεπιστημίου της Ινδιάνα, καθώς και εκείνες στο σπήλαιο Φράγχθι από τον Thomas Jacobsen, το 1970,αποτελούν ένα σαφές και χρήσιμο σημείο εκκίνησης για την ιστορική αντίληψη της Κλασικής, Αρχαϊκής και Λίθινης εποχής, αντίστοιχα. Στους Αλιείς ήρθε στο φως ένα δείγμα αγροτικής μονάδας αρκετά κοινό στον ελληνικό χώρο ως και τη Ρωμαϊκή εποχή. Αργότερα. βρέθηκαν ίχνη και άλλων αγροτικών μονάδων του ίδιου τύπου. Μια διερευνητική μελέτη που έκαναν το 1972 οι Jameson, Jacobsen και James Dengate ,του Πανεπιστημίου του Ιλινόι, μας έδειξε ποιες αρχαιολογικές πρακτικές είναι υλοποιήσιμες και ποιες δεν είναι. ενώ η συνεχιζόμενη έρευνα στο Φράγχθι υπογράμμισε για μας την ανάγκη της παρατήρησης και ανάλυσης των εξελίξεων του ίδιου του φυσικού χώρου. Από το ετερόκλιτα αυτά στοιχεία συγκροτήθηκε το πρόγραμμα έρευνας του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ, μια κοινή προσπάθεια από επιστήμονες, μεταπτυχιακούς φοιτητές και στρατιές προπτυχιακών φοιτητών.
Τα πρακτικά των ανασκαφών στους Αλιείς και στο Φράγχθι θα δουν σύντομα το φως της δημοσιότητας. Εμείς, εδώ, θα περιγράψουμε το πρόγραμμα έρευνας και θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τα στοιχεία που συνθέτουν τη γεωγραφική εξέλιξη της περιοχής. Οδηγός μας θα είναι οι αρχές της αγροτικής οικονομικής ιστορίας που περιγράψαμε παραπάνω, αν και δεν θα είμαστε πάντοτε σε θέση να αντιμετωπίσουμε επαρκώς όλα τα ερωτήματα -μια εμπειρία, φευ. οικεία σε κάθε επιστήμονα!