Η γνωριμία μου και ο έρωτας με τ’ Ανάπλι του Γ. Καραμάνου
(Αναδημοσίευση)
Με αφορμή τη συμπλήρωση 10 χρόνων από το θάνατο του ευθυμογράφου Γιώργου Καραμάνου επαναδημοσιεύουμε κείμενό του που αναφέρεται στην πρώτη του γνωριμία με τη πόλη του Ναυπλίου.
Ο άμεσος και απλός λόγος του σε μαγεύει και σε ταξιδεύει στο τότε Ναύπλιο.
…ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΟΑ ΗΜΟΥΝ ΜΟλΙΣ ΕΞΙ ΧΡΟΝΩΝ. Ανάγκη για μια ευπρεπή παρουσία Θυμάμαι πού μου σιδέρωσαν το ντρίλινο παντελόνι και τα παπούτσια τα πέρασαν με λαδωμένο πανί να καλυφθούν κάπως ή ξεθωριά τους και τα σκασίματα. Κι αυτά όχι από απαίτηση δική μου μήτε κι από ενδιαφέρον τον πατέρα να γνωρίσω τόσο νωρίς τ’ Άνάπλι. “Όλοι μέσα στο χωριό μας δεν είχε κανείς αυτή την τάση. Τ’ Άνάπλι, πέραν τού ότι ήταν έδρα τής επαρχίας μας και ό ,τι χαρτιά χρειαζόμασταν έπρεπε να τα πάρουμε αποκεί, δεν ήταν ή πολιτεία που μας πήγαινε ώστε να μας τραβήξει. Τα μόνα μας δρομολόγια ήταν ή ‘Εφορία, τότο Δημόσιο Ταμείο, τα Δικαστήρια, ή Διεύθυνση Γεωργίας και ό ‘Οργανισμός Καπνού. Κι αυτή ή δική μου κάθοδος αποφασίστηκε έπειτα από σύσταση τον Πραξιτέλη Μοντζουρίδη, πού τότε ήτανε δικηγόρος και βουλευτής, ένώ αργότερα χρημάτισε και Πρόεδρος τής Βουλής. Πριν από μερικούς μήνες κι ένώ ήτανε Καθαρή Δευτέρα κάποιος λεβέντης τον χωριού κόντεψε να μέ ξαποστείλει. Καθώς χόρευαν στην άπλα τού αλωνιού οι κοπέλλες μέ τούς νέους, αυτός είχε καβαλήσει τ’ άλογό τον και έκανε επιδειχτικές σούζες και κούρσες να προκαλέσει την ιδιαίτερη προσοχή. Σέ μια άπ’ αυτές τις ατραξιόν επιδόσεις τον βρέ0ηκα ξαφνικά καπακωμένος και μ’ ένα μαύρισμα στη δεξιά ωμοπλάτη από κάποιο πέταλο του αλόγου. Πρόεδρος τής Κοινότητας ό πατέρας τραβάει τη σχετική μήνυση και την ημέρα τής εκδίκασης με πήρε μαζί τον νά έέξετασθώ ως μάρτυρας. Μέ τούτη την υποθετική υποχρέωση -γιατί τελικά δεν έξετάσθηκα με ανεβάζουν στη σούστα τού «Αγγλή» και γίνομαι ένας προ-νομιούχος περιηγητής. Χαζεύω τα περιβόλια τής διαδρομής, σαστίζομαι στο άκουσμα και στη Θέα των αγροτικών φυλακών τής Τίρυνθας και το τραμπάλισμα από τις λακκούβες να μας έχει ανακατέψει τ’ άντερα. Πριν το τελικό γύρισμα γνωρίζω και το Νέο Βυζάντιο, πού έχει χτιστεί μόλις προ τριετίας για να στεγαστούν κάποιες προσφυγικές οικογένειες πού έφερε ή μικρασιατική Καταστροφή. Είναι η πρώτη ζωηρή μου εντύπωση μ’ αυτή την ομοιομορφία των σπιτιών, το έντονο κοκκινωπό χρώμα των κεραμοσκεπών, τούς ευθύγραμμους δρόμους και τις λουλουδιασμένες γλάστρες στις βεράντες. Μετά που κάναμε τη στροφή και μπήκαμε στα όρια τής πόλης οι εκπλήξεις είναι απανωτές: `Ο ανδριάντας του Κολοκοτρώνη (ειδικά ή αρρενωπή έκφραση καβαλάρη και αλόγου), το πελώριο Δικαστικό Μέγαρο, τα βαγόνια στο σιδηροδρομικό σταθμό, όλα μου προκαλούν την έντονη αίσθηση πώς έχω μπει σ’ έναν άλλο κόσμο. ‘Ο,τι έβλεπα από το λόφο τον χωριού δεν ήταν παρά ένα γενικό πλάνο μέ άκαθόρισταα σχήματα. Σαν μόνα ξεχωριστά σημάδια ησανε το Μπούρτζι, που το θαρρούσα αγκυροβολημένο καράβι, τα συγκεντρωμένα σπίτια τ’ Άναπλιου στην πρόσοψη τής Ακροναυπλίας, και λίγο αριστερότερα το Παλαμήδι. Μερικά πρωινά, πού ό ήλιος δε σου θαμπώνει την ορατότητα, είχα τη δυνατότητα να διακρίνω και κάποιες λεπτομέρειες· έβλεπα τη γραμμή των κάστρων, το μεγάλο οίκοδόμημα των φυλακών, καθώς και τα διάφορα εμπορικά πλοία μπροστά στο λιμάνι. `Η Πρόνοια, πολύ αριστερότερα, δεν είχε μια ξεκάθαρη οπτική εικόνα. Μέρος αυτής σκεπαζόταν από τούς πανύψηλους ευκάλυπτους τής λεωφόρου Ασκληπιού κι αν είχα σαν ξεχωριστό σημάδι τη Βαγγελίστρα, αυτό το πετύχαινα επειδή ο ναός της ήταν μεγαλόσχημος καί σσε Ιδιαίτερο ύψος. Ο κανονικός συνοικισμός κατηφόριζε χαμηλότερα καταλαμβάνοντας όλη εκείνη την ανατολική υπώρεια τον Παλαμηδιού. Αλλά κι αυτή ή εικόνα δεν μου ήταν ξεκάθαρη. “Έβλεπα κάτι άσπρα βότσαλα και μόνο από εξήγηση των μεγάλων καταλάβαινα πώς ήταν τα προνοιώτικα σπίτια και πώς από το συνεχές ασβέστωμα των κυράδων αντανακλούσαν αυτή τη λευκότητα. Τό Νέο Βυζάντιο δε φαίνονταν καθόλου. ‘Εκτός που ήταν σε χαμηλή χωματένια βάση -σε αντίθεση με τ’ αναρριχόμενα τής Πρόνοιας και τα φονταρισμένα δίπατα τ’ Αναπλιού- ήταν και η προκάλυψη των βούρλων. Μία απέραντη Θεριεμένη βλάστηση (σε κάποια σημεία και σειρές από καλάμια) πού ξεκινούσε από τα ριζά τον Προφήτη ‘Ηλία και κατέληγε στη θάλασσα. Τό δε φάρδος, αυτής τής απροσπέλαστης περιοχής, έμπαινε σχεδόν στ’ Άνάπλι. Αρκεί να σκεφθεί κανείς πώς το μέρος πού χτίστηκαν τα γραφεία τής σημερινής ΔΕΗ ήταν κανονικός βάλτος. Στοιχεία πού δεν ξεκαθαρίζονταν από το Μάνεση γι’ αυτό κι έμεναν σαν Θολά ανεξήγητα σχήματα. Τώρα, για πρώτη φορά Θωρώ το Παλαμήδι τόσο θεόρατο κι έπιβλη-τικό. Τά κάστρα τον δεν είναι πλέον ή χθεσινή απροσδιόριστη λουρίδα. “Εχουν την κραταιότητα ενός μυθικού έργου κι όπως γωνιάζουν ευθύγραμμα στην κάθε κλίση τους, αναλογίζεται την ικανότητα και την εμπειρία εκείνων των παλιών μαστόρων. Ακόμη και ο αριθμός των 999 σκαλιών δεν ακούγεται τυχαίος. Μυθικός κι αυτός στην ομοιομορφία των ψηφίων -απαξιώνοντας τη χιλιάδα- είναι το ταιριαχτό συμπλήρωμα και ή υπογράμμιση μιας απίστευτης πραγματικότητας. Τα βλέπω με θαυμασμό, ένα-ένα και κείνη η πρώτη ταραχή – πως θα παρουσιαστώ μπροστά στους δικαστές- μου έχει φύγει. Μ’ έχει αιχμαλωτίσει το δέος αυτής τής μεγαλοπρέπειας και όσην ώρα περιτριγυρίζουμε περπατώ σαν υπνωτισμένος. “Άμα έφτασε και ή σειρά τής δικής μας υπόθεσης κόντεψα να γίνω ήρωας ενός πρωτοφανούς σκανδάλου. ‘Ενώ ήμουνα υπό την επιτήρηση του Μοντζουρίδη και σε στιγμές πού ο πατέρας κατέθετε, λανθάνω τής προσοχής του και ανεβαίνω στην έδρα. Είχα την περιέργεια να δω τί ο Εισαγγελέας στο μεγάλο ανοιχτό βιβλίο του και βρέθηκα άσυναισθήτως, πίσω τον. «Τίνος είναι αυτό το παιδί!» ρώτησε αυστηρά ο εκπρόσωπος τον νόμου μόλις με άντελή φ0η . Κάτι τον είπε ο Μουτζουρίδης, ενώ ο κλητήρας με τράβηξε πίσω από τα έδρανα των δικηγόρων και μου συνέστησε χαϊδευτικά – ένεκα ή προστασία μου από κοτζάμ βουλευτή : «’Εκεί δεν ανεβαίνουνε τα μικρά παιδιά…» κι έτσι όπως το διαχώριζε ήταν σα να επιτρεπόταν στους μεγάλους. Μά ή συνέχεια ήταν τόσο ευχάριστη πού κι αυτή ή αποκοτιά μου συ-ζητιότανε διασκεδαστικά. Ο φταίχτης καταδικάστηκε αυστηρά και επακολούθησε φαγοπότι σ’ ένα από τα μαγέρικα στις αρχές τής Οδού Πλαπούτα. Μέ την επιστροφή κι ανεβασμένος πάλι στη σούστα ένοιωθα το κεφάλι μου πιο ξεκαθαρισμένο και όσα ξανάβλεπα τριγύρω μου έδειχναν πιο καθαρά και ταξινομημένα. Γιατί όλο κείνο το σύμπλεγμα —σιδηροδρομικού σταθμού, Δικαστικού Μεγάρου, Πάρκου— το πρωί 11ι) φάνηκε σα λαβύρινθος. Τώρα καταλάβαινα με άλλο προσανατολισμό και από μόνος μου έδειξα στον πατέρα από ποιο δρόμο είχαμε μπει—και ποιόν ακολουθούσαμε στο γυρισμό μας. Μετά από πέντε χρόνια πραγματοποιήθηκε και ή δεύτερη επίσκεψη. Κι αυτή τι φορά συνέβαλε πάλι ένα απρόβλεπτο γεγονός. Επρόκειτο να αφιχθεί ο Γεώργιος ο Β’ και όλα τα μεταφορικά μέσα για την πρέπουσα υποδοχή, ήσαν δωρεάν. Τώρα με κάτεχε κι ένας άλλος αέρας αφού σαν συντροφιά και συνοδό είχα τον αδερφό μου. Μαθητής γυμνασίου και με δικό τον νοικιασμένο δωμάτιο στην οικία τον Μπάρακλη πού από κάτου λειτουργούσε το καφενείο τού Γιώργη Πάξενου — «τού παράξενου», όπως τον είχε στιχουργήσει ο Άναπλιώτης λόγω των ίδιοτροπιών του. Αλλά και το ίδιο το καφενείο είχε την ιδιομορφία του με τα πολλά διαχωρισμένα τζάμια του και όπου εξ αιτίας αυτών λέγανε οι Άναπλιώτες: «Πάμε για καφέ — στο γυαλί καφενέ». Γιά πρώτη φορά μού δόθηκε τό προνόμιο νά μπώ σέ άναπλιώτικο σπίτι. Σέ κεντρική ευνοϊκή θέση είχαμε και την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε με άνεση τη διέλευση τού βασιλιά έτσι όπως καθόταν γερτά στο πίσω κάθισμα τού ανοιχτού βασιλικού αυτοκινήτου. Σε αργή κίνηση όλα τούτα πρόσεξα ότι φορούσε μονόκλ πού άντίς να τού δίνει χάρη του σκλήραινε περισσότερο το βαθιά ρυτιδωμένο τον πρόσωπο. Με το κατέβασμα πάλι στους δρόμους έχασα ξαφνικά τη δυνατότητα να περιεργαστώ γύρω μου τ’ Άνάπλι όπως θα ήθελα. Βρεθήκαμε μέσα σε τέτοια κοσμοπλημμύρα πού δεν έβλεπα σχεδόν τίποτα. Γιατί μαζί μ’ αυτούς πού είχαν κατέβει από τα χωριά είχανε σμίξει και οι Άναπλιώτες πού πριν από λίγο κρέμονταν στα μπαλκόνια και στα παράθυρα να χειροκροτήσουν τον ‘Άνακτα. Πνιγμένοι λοιπόν σ’ αυτό το ποτάμι άκουγα μόνο διαλόγους εκτάκτων συναντήσεων και διάφορες ενθουσιαστικές προτάσεις για κεράσματα. Προλάβαμε, στον διαθέσιμο χρόνο, να κάνουμε μερικά στριφογυρίσματα στην πλατεία Συντάγματος καθώς κι ένα γρήγορο ξάνοιγμα στη θάλασσα – που να μου έλειπε ολότελα! Με τα τόσα πού είχα ακούσει για ναυάγια και πνιγμούς μ’ έπιασε πανικός στο αντίκρυσμά της και παρά το σπρώξιμο και τα τραβήγματα του αδελφού μου δέ ζύγωσα περισσότερο από είκοσι μέτρα. Στο τέλος, για ν’ αποκατασταθεί ή ηρεμία μου, χαρήκαμε χωνάκι με κρέμα από περιφερόμενο παγωτατζή και προς το κοντοζύγωμα τής φευγάλας μπήκαμε στο πρακτορείο τον Γεωργίου Μακρή να πάρουμε το «Ελληνικόν Μέλλον» κατά παραγγελία τον πατέρα. Από δω προμηθευόταν και ο αδερφός μου, σ’ εβδομαδιαία φυλλάδια, διάφορα περιπετειώδη και συναρπαστικά: «`Ο “Ελλην Ταρζάν και τα μυστήρια τής ζούγκλας», « Τζίμ Λόντος ο βασιλεύς τής ζούγκλας» και τον Καραγκιόζη στις γνωστές περιπέτειες. Σε αυτοτελή τεύχη Θα έπαιρνε από ττη «Μάσκα» και την «Αράχνη».’Επί τα ίχνη τον κι εγώ είχα πάρει το ανάλογο μπόλιασμα και βδομάδα με τη βδομάδα είχα χάσει το μυαλό μου με τα εφυέστατα κκαι τολμηρά κόλπα τον Τομ Μιξ και τον Νάτ Πίγκερτον. Σαν ανακάλυψα και τα ρομάντσα τής Γαλλίδας Μ. Ντελύ, πού τότε κυκλοφορούσαν σε κομψούς και φτηνούς τόμους από την «Ακρόπολι», απαρνήθηκα όλα τ’ άλλα και περιορίστικα σ’ αυτά. Και Θυμάμαι πώς όποτε επεφτε στα χέρια μου το καινούριο φρόντιζα να το διαβάζω απομονωμένος για να μι βλέπουν οι άλλοι πού στενοχωριόμούνα κι έκλαιγα με τις ατυχίες των ηρωίδων. ‘Αν και μικρός για τέτοιες δοκιμασίες έπηρεαζόμουνα τόσο πολύ πού r ιά αρκετα χρονια σκεφτόμουνα πως αν μου τύχαινε να συναντήσω μια τε-τοια «απελπισμένη γυναίκα» αμέσως Θά τής ζητούσα νά μέ παντρευτεί – κυρίως γιά νά τής έπονλώσω τά ψυχικά τραύματα.’Αν και μικρός για τέτοιες δοκιμασίες έπηρεαζόμουνα τόσο πολύ πού για αρκετά χρόνια σκεφτόμουνα πως αν μου τύχαινε να συναντήσω μια τέτοια «απελπισμένη γυναίκα» αμέσως Θα τής ζητούσα να με παντρευτεί – κυρίως για να τής έπουλώσω τα ψυχικά τραύματα. Με αυτά και διάφορα άλλα τ’ Άνάπλι έπιδρούσε επάνω μου με μια διφορούμενη σημασία: Από τη μια μου προκαλούσε έναν ανεξήγητο θαυμασμό κι από την άλλη επιθυμούσα να πηγαίνω μόνο στο ‘Αργος καθώς ο λαϊκός και Θορυβώδης παλμός του με προσγείωνε και με κατακτούσε.
Τ Άνάπλι είχε μια δική τον ξεχωριστή αίγλη αλλά και συνάμα κάπως !!br0ken!! ‘Ενώ δηλαδή το Θαύμαζα κι έκστασιαζόμουνα με τις τόσες περγαμηνές τον, παράλληλα θαρρούσα πώς μ’ επιτηρούσε αυστηρά να μη Φύγω από μια πειθαρχημένη τάξη. ‘Ενώ στο φωνακλάδικο ‘Άργος θα ήταν πολύ φυσικό κι έπιτρέψιμο να προσθέσω κι εγώ τις δικές μου φωνές, στ’ Άνάπλι νόμιζα Πώς με επέβλεπαν Πίσω τις κλειστές γρίλιες και τα σκιερά στενά τον να πατάξουν την όποια παρατυπία μου. Και σ’ αυτό θα πρέπει να συνέβαλε και ή ειδική βαρύτητα των διαφόρων Δημοσίων `Υπηρεσιών, πού από συζητήσεις χωριανών μου είχα καταλάβει πώς ήταν οι καταλυτικές δυνάμεις πού διαμόρφωναν την πορεία των περισσοτέρων ζητημάτων τους. Στο ‘Αργος έτρεχαν ν’ αγοράσουν ή να πουλήσουν, ενώ στ’ Άνάπλι κατέθεταν μηνύσεις, αιτήσεις , αναφορές, ή έπαιρναν κλητήρια, πιστοποιητικά και διάφορες βεβαιώσεις. Βέβαια ο αδερφός μου δεν θα τ’ αποχωριζόταν ποτέ τ’ Άνάπλι. Είχε κάνει, εξάλλου την απαραίτητη προσαρμογή του, όπως και ο ντόπιοι. Ραβότανε στον καλύτερο Ράφτη, έκανε μέχρι χορτασμού ποδήλατο κι έτρωγε με μηνιάτικη πίστωση ό,τι του τράβαγε η όρεξη. ε η όρεξη. Αλλά γάλα βούτυρο – μέλι κάθε μέρα, αρνάκι φρικασέ και κατσίκι στο φούρνο μέ πατάτες, φούσκωσε έτσι τον λογαριασμό που ο πατέρας σήκωσε ψηλά τα χέρια. Μπόρεσε να τον καλύψει ως τη δεύτερη γυμνασίου κι ενώ είχε καλούς βαθμούς για να συνεχίσει τον έφερε πίσω στο χωριό να ξεκαθαριστούν και οι δουλειές. Αυτός να καταγίνεται μαζί με τούς άλλους στην καπνοκαλλιέργεια κι εγώ να τρέχω πίσω από ‘να κοπάδι γαλιά.
Τ. ΚΑΡΑΜΑΝΟΣ «`Η γνωριμία μου και ο έρωτας με τ’ Άνάπλι» στο Ναυπλιακά Ανάλεκτα, τόμ. Β’, εκδ. Δήμος Ναυπλιέων, Ναύπλιο 1995
Λίγα λόγια για το Γιώργο Καραμάνο μπορείτε να διαβάσετε στα ΑΡΓΟΛΙΚΑ