ΤΟ ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
Γιάννης Ρούσκας Αρχιπλοίαρχος Πολεμικού Ναυτικού ε.α Ιστορικός – Ερευνητής
Αναδημοσίευση από το περιοδικό “Αρχαιολογία”
Διευθυντής του ανέλαβε ο φιλέλληνας Βαυαρός συνταγματάρχης Καρλ Βίλχελμ φον Χάιντεκ το 1828. Αρχικά έγινε συλλογή και επιδιόρθωση καλύκων και πυρομαχικών από όλα τα πεδία των μαχών. Με τη βοήθεια του Κωνσταντή Νικόδημου ανασύρθηκαν και κανόνια που είχαν βυθιστεί στη θάλασσα. Στα ευρήματα αυτά προστέθηκε και το υλικό από την αποθήκη των Μεθάνων. Διευθυντής του διορίστηκε ο Βαυαρός λοχαγός του πυροβολικού Σνίτσλαϊν (Schnitzlein). Το οπλοστάσιο εξοπλίστηκε με νεόκτιστα εργαστήρια, τα οποία προμήθευαν τον τακτικό στρατό με όπλα. Όταν οι Χάιντεκ και Σνίτσλαϊν επέστρεψαν στην πατρίδα τους, η διεύθυνση του οπλοστασίου ανατέθηκε στους Γάλλους Pouzie και Bourchet.
Ο Θεόδωρος Βαλλιάνος, συνταγματάρχης Μηχανικού και Διοικητής του Μηχανικού, ήταν Διευθυντής του Οπλοστασίου από τον Απρίλιο του 1832 μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου 1833, μέχρι δηλαδή την άφιξη του Όθωνα.
Με την έλευση του Όθωνα το 1833 ανέλαβε ο Γερμανός λοχαγός του πυροβολικού Φουξ (Fuchs) και ακολούθως το 1834 γενικός διευθυντής ο ταγματάρχης Νόιμάιερ (Neumaier).
Ένας άλλος από τους διοικητές του οπλοστασίου του Ναυπλίου ήταν ο Χαράλαμπος Ζυμβρακάκης, ο οποίος ανέλαβε τη θέση έχοντας ήθη θητεύσει, μετά το 1841, διοικητής του οπλοστασίου του Πόρου.
Τον Σεπτέμβριο του 1825 έφτασε στην Ελλάδα ο Γάλλος συνταγματάρχης Arnault (Αρνώ) μαζί με Γάλλους μηχανουργούς, απεσταλμένος από το Φιλανθρωπικό Κομιτάτο του Παρισιού. Ο Arnault ίδρυσε στο Ναύπλιο Οπλοστάσιο, στο οποίο ενσωματώθηκε και το παλιό Οπλουργείο για την κατασκευή τηλεβόλων και ελαφρών όπλων καθώς και λογχών και εκρηκτικών υλών. Ο ικανός και δραστήριος Αρνώ και οι συνεργάτες του άρχισαν με ζήλο το έργο τους στο Οπλοστάσιο, που παρουσίασε μεγάλη δραστηριότητα στα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του, κυρίως στη συναρμολόγηση, επισκευή, φύλαξη και συντήρηση κάθε είδους όπλων. Έχουν διασωθεί τουφέκια με την επιγραφή “ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟΝ ΝΑΥΠΛΙΟΥ” ή “ΝΑΥΠΛΙΟΝ” και με τη χρονολογία συναρμολόγησής τους. Ακόμη κατασκευάστηκαν χυτές σφαίρες κανονιών διαφόρων διαμετρημάτων και επισκευάστηκαν τα κανόνια και τα καλούπια των τουφεκιών των ατάκτων, τα καριοφίλια κυρίως, βελτιώνοντας έτσι τη λειτουργία και τη σταθερότητά τους.
Για την άφιξη του Αρνώ και των συνεργατών του διαβάζουμε στη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος: “… Οι παρά του εν Παρισίοις Φιλανθρωπικού Κομιτάτου απεσταλμένοι εις την Ελλάδα μηχανουργοί έφθασαν εις Ναύπλιον προ δύο σχεδόν μηνών’ και μετ’ ολίγας ημέρας ήρχισαν χωρίς της παραμικράς δυσκολίας να χύνωσι σφαίρας κανονίων διαφόρου μεγέθους, το οποίον εφαίνετο έως της σήμερον αδύνατον εις την Ελλάδα διά την έλλειψιν μηχανουργών και των αναγκαίων μηχανών’ ώστε η Ελλάς θέλει έχει εις το εξής εις αυτήν την επικράτειάν της εν των αναγκαίων εις την εαυτής υπεράσπισιν πολεμικών μέσων. 0 αρχηγός των απεσταλμένων Κύριος Αρνώ επιδιώρθωσε πολλά επιτηδείων και εντός ολίγου τους τύπους [τα καλούπια] των τουφεκίων των ατάκτων στρατευμάτων, και καταγίνεται εις επιδιόρθωσιν των φαλιών των κανονίων, όσα ήσαν βεβλαμμένα και σχεδόν άχρηστα, κατά την πλέον επιτηδειοτέραν της πυροβολικής μέθοδον και σχεδιάζει την κατασκευήν τουφεκίων, λογχών και ξιφών. Εντός ολίγου Θέλει κατασκευασθή εις την Ελλάδα και νίτρον και πυρίτις κόνις. 0 συνταγματάρχης κ. Αρνώ, όστις εκτός των χρεών των αξιωματικών των πυροβολιστών εις την Γαλλίαν, ήτο διωρισμένος και εις την γενικήν των βασιλικών χαλκείων διεύθυνσιν, υπόσχεται πολλά καλά εις την Ελλάδα…”.
Και τα Ελληνικά Χρονικά χαιρέτισαν την άφιξη του Αρνώ και των συνεργατών του στην Ελλάδα, με τα ίδια λόγια. 0 Αρνώ σχεδίασε νέους τύπους όπλων για τον αποτελεσματικότερο εξοπλισμό των ατάκτων πολεμιστών. Εκτός των άλλων, συναρμολόγησε στο Οπλοστάσιο ένα τουφέκι που το είχε επινοήσει στη Γαλλία, κατάλληλο για την πολιορκία και την υπεράσπιση των φρουρίων. “τουφέκι τηλεβόλον του Αρνώ”, όπως το αναφέρει “η κατάστασις του υλικού του Ναυτικού κατά το τέλος του Ιουνίου μηνός 1829”, που είναι δημοσιευμένη στα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας
Η κατασκευή του τηλεβόλου είχε χαροποιήσει την Ελληνική Κυβέρνηση. Το Εκτελεστικό Σώμα διέταξε το Υπουργείο του Πολέμου στις 9 Μαρτίου 1826 “… να εμβαρκάρη εις το πλοίον του Καπετάν Σαχίνη το τουφέκι της νεωτέρας κατασκευής του κ. Αρνώ…”. Συγχρόνως το υπουργείο του Πολέμου διέταξε τον Αρνώ: “Προσκαλείσαι να παραδώσης εις τον γενναιότατον πλοίαρχον Γεώργιου Σαχίνην, το παρά σοι … τουφέκι της νεωτέρας κατασκευής όπερ εκ Γαλλίας μετακόμισες με όλα του τα αναγκαία δια να το μετεφέρη εις Μεσολόγγιον όπου Θέλει χρησιμεύση τους εκεί πολιορκουμένους εναντίον των εχθρών”. Τα αποτελέσματα του τουφεκιού στο Μεσολόγγι μας είναι άγνωστα, όπως άγνωστα είναι το σχήμα, ο μηχανισμός, οι δυνατότητες και το βεληνεκές του. Τον Ιανουάριο του 1826 ο Αρνώ αποφάσισε να αναχωρήσει από την Ελλάδα. Κατά τη μυστική συνεδρίαση 311 του Βουλευτικού (22 Ιανουαρίου 1826) προστέθηκε στο προβούλευμα 1158 ότι Επιτροπή από τους βουλευτές Μ. Ιατρό, Ιω. Κοντουμά και Δημάκη Ιερομνήμονα “επεφορτίσθη να λάβη πληροφορίας παρά του Εκτελεστικού, διά ποίους λόγους ο κύριος Αρνώ αναχωρεί από την Ελλάδα και σύρει μαζί του και τας μηχανάς…” Φαίνεται ότι αιτία της αναχώρησης του Αρνώ ήταν οι διαφωνίες του με τον αρχηγό του τακτικού σώματος συνταγματάρχη Fabvier, γιατί κατά τη συνεδρίαση 313 του Βουλευτικού, στις 25 Ιανουαρίου 1826, η βουλευτική Επιτροπή ανέφερε ότι “περί του κυρίου Αρνώ το Εκτελεστικόν απεκρίθη άτι διέτρεξάν τινες διαφωνίαι μεταξύ του Φαβιέρου και του Αρνώ και διά τούτο απεφάσισε ν’ αναχωρήση: ότι επάσχισε να τον καταπείση να μείνη ενταύθα και Θέλει πασχίση πάλιν διά να τον καταπείση”. Και άλλη προσπάθεια έγινε για να πεισθεί ο Αρνώ να παραμείνει στην Ελλάδα, αφού κατά τη συνεδρίαση 316 του Βουλευτικού στις 29 Ιανουαρίου 1826 “επροβλήθη να διορισθή μία επιτροπή διά να συνομιλήση μετά του κυρίου Αρνώ και αφ’ου πληροφορηθή διά ποίους λόγους ούτος ζητεί να αναχωρήση εντεύθεν, ν’αναφέρη εις το Βουλευτικόν Σώμα…”. Μετά την παραίτηση του συνταγματάρχη Φαβιέρου το Μάιο του 1828 από τη διοίκηση του τακτικού σώματος, διευθυντής των τακτικών στρατευμάτων διορίστηκε ο Βαυαρός συνταγματάρχης Heideck (Ειδεκ).
Τη διεύθυνση της Οπλοθήκης ο Έιδεκ εμπιστεύθηκε στο λοχαγό Schnizlein (Σνιτζλάιν). Εκεί έγινε εξέταση και τακτοποίηση των αποσκευών: “… Εύρον τα κράνη γράφει ο “Ειδεκ στα Απομνημονεύμστά του, άτινα εδωρήθησαν υπό των κομιτάτων, είτα δε πολλά τουφέκια, εναύσματα διά βόμβας και χειροβούζια. Προσέτι έκειντο συνεσωρευμένα όλα ομού και πολλάκις λίαν επικινδύνως χυτή πυρίτις, θείον, μόλυβδος ακατέργαστος, σφαίραι και Θήκαι φυσιγγίων, λωρία, πυριτοθήκαι, εφίππια και αναβολείς, λόγχαι, συνελόντι δ’ ειπείν εξ όλων ολίγα, αλλά ουδέν εντελές. Τότε διέταξα να κατασκευασθώσι και να στηθώσιν ίκρια διά τα όπλα και κρεμαστήρες διά τα λωρία κτλ … Εκτός από την κατασκευή των οπλοθεσίων και των κρεμαστήρων, όλα τα τουφέκια καθαρίστηκαν και τακτοποιήθηκαν. Ακόμα ο Eynard (Εϋνάρδος) έστειλε εφίππια, χαλινούς, πιστόλες, αραβίδες και λόγχες για 200 ίππους. Ο Σνιτζλάιν διέταξε την ταξινόμηση των σφαιρών των τηλεβόλων και το χύσιμο σφαιρών για τα τουφέκια. Ο Έιδεκ εκπαίδευε διαρκώς τους στρατιώτες στην πειθαρχία και στην ορθή εκτέλεση της υπηρεσίας με το παράδειγμά του. Με υπομονή προχωρούσε στο ποθούμενο αποτέλεσμα της τάξης και της πειθαρχίας, γιατί με τη βία και τις τιμωρίες δεν Θα κατόρθωνε τίποτε. Αν μετεχειριζόμην βίαν και ετιμώρουν, γράφει στα Απομνημονεύματά του, ήθελεν επακολουθήσει βία μεθ’ όλων των συμπαρομαρτούντων. διότι δεν είχον τα μέσα ν’ αντεπεξέλθω σθεναρώς. Το τακτικόν σώμα μετ ου πολύ ήθελεν ελαττωθή, εκ δε των λιποτακτών άλλοι μεν ήθελον προσκολληθή προθύμως εις τα παλληκάρια, άλλοι δε επιδοθή εις τον ληστρικόν βίον ή προσέλθει παρά τοις χωρικοίς ως εργάται. ή μάλλον εις τα μοναστήρια και ούτως ήθελαν εκ μηδενισθή ως προς τους σκοπούς μου. Πραεία αλλά και αυστηρά άμα μεταχείρισις και ακριβής πληρωμή του μισθού και του σιτηρεσίου συνεκράτουν το στρατιωτικόν σώμα μου, όπερ ανήρχετο κατά την αναχώρησίν μου εις 4 τάγματα πεζικού, έχοντα ανά εξ λόχους (το δ’ είχε πρότερον 4 τοιούτους) εις 4 ίλας ιππικού, δι’ων την οίκησιν διέταξα να κατασκευασθή εκ των ευρυχώρων τοίχων παλαιού χανίου εν Άργει ωραίος στρατών μετά στάβλων, έν σύνταγμα πυροβολικού περιλαμβάνον 6 λόχους, ένα λόχον τακτικών ναυτών, μετά 4 ταχυπλόων περαμάτων ληφθέντων από των πειρατών, ήτοι εν όλω εις 2688 στρατιώτας”.
Αναφορά του συνταγματάρχου κ. “Ειδεκ
Προς τον Εξοχώτατον Κυβερνήτην της Ελλάδος γεγραμμένη τη 3η Ιουλίου 1829.
Παραιτούμενος των χρεών με τα οποία η εμπιστοσύνη της Υ. Ε. με είχε τιμήσει και μέλλων όσον ούπω να επιστρέψω εις την πατρίδα μου, πριν αναχωρήσω από την Ελλάδα, κρίνω χρέος μου, τόσον προς την Κυβέρνησιν, ως και προς εμαυτόν και τους συμβοηθούς μου, να δώσω απλούν και αληθή λόγον των πραχθέντων εις την σφαίραν της πολεμικής και οικονομικής διευθύνσεώς μου καθ’ όλον το διάστημα του ενιαυτού εις το οποίον ήμουν αυτών επιφορτισμένος.
Μία των πρώτων φροντίδων, μετά την αποκατάστασιν της ευταξίας εις το Ναύπλιον, ήτο να συναχθώσι τα διεσκορπισμένα λείψανα του πυροβολικού και άλλων πραγμάτων οπλισμού και πολεμικής παρασκευής. Βοηθούμενος από τους Ψαριανούς ναύτας, τους υπό τον ανδρείον πλοίαρχον Νικόδημον, έκαμα και έβγαλαν από την θάλασσαν πέντε μορτάρια με τας αμάξας των, από χυτόν αγγλικόν σίδηρον, ως και τρία στηρίγματα λιθοβόλων μορταρίων ξυλίνων. Εφρόντισα την καταμέτρησιν και την κατάταξιν εις σωρούς τών εδώ και εκεί διεσπαρμένων σφαιρών, την κάθαρσιν της οπλοθήκης, όπου ευρίσκοντο εκατοστύες τινές τουφεκίων, βαρέλια και κιβώτια περιέχοντα δισάκκια, πίλους, πυροτεχνήματα, πυρίτιδα, πέτρας τουφεκίων κτλ., επισωρευμένα χωρίς τάξιν καμμίαν. Μετά ταύτα, αι αποθήκαι των Μεθάνων ευκαιρώθησαν εδώ. Η διεύθυνσις της οπλοθήκης ενεπιστεύθη εις τον λοχαγόν κύριον Σνιτζλάιν και εντός ολίγου αποκατεστάθη ευταξία, κατεστρώθησαν κατάστιχα, σύλλογοι εργατών εσχηματίσθησαν, νέα εργοστάσια κατεσκευάσθησαν· και το νέον τούτο κατάστημα, όχι μόνον εχορήγει τα όπλα εις το Τακτικόν Σώμα, το οποίον ετριπλασιάσθη, αλλά και υπέρ τας 3.000 τουφεκίων σκωριασμένων εδιωρθώθησαν εκεί και εδοκιμάσθησαν. Τα οπλοστάσια εγεμίζοντο, και την παρούσαν ώραν ευρίσκονται, εκτός του διά το Τακτικόν Σώμα διωρισμένου πλήρους οπλισμού, και 8.000 περίπου νέα τουφέκια, εξ ων αι μεν 3.000 εδόθησαν από την Γαλλίαν αι δε 4.340 ηγοράσθησαν παρά της Κυβερνήσεως. Άριστον όπλισμα, συγκείμενον από σπαθία, λόγχας, πιστόλια, καραβίνας και επισάγματα πλήρη διά 220 ιππείς, τα οποία η Κυβέρνησις ηγόρασεν από την Γαλλίαν, ευρίσκονται εις την οπλοθήκην και εις το κατάστημα της επί των ενδυμάτων επιτροπής. Επεσκευάσθησαν τρία κανόνια των 6 και τρία οβούζια των 12, μόνα λείψανα πεδινού πυροβολικού, έως ου η μεγαλοδωρία των Γάλλων μάς εχορήγησεν αιγυπτιακόν κανονοστάσιον, συγκείμενον από εξ κανόνια των 6, και έτερον από εξ οβούζια ορεινά με όλην την αποσκευήν αυτών και πολεμοφόδια. Τμήμα αξιολόγων εργατών Γάλλων, ενωμένων με τους ολιγαρίθμους εδικούς μας. ενασχολείται να ανακαίνίση το βαρύ πυροβολικόν του φρουρίου και εντός ολίγου οι προμαχώνες θέλουν εφοδιασθή με τα αναγκαία πυροβόλα καταλλήλου χωρητικότητος, αι δε κανονάμαξαι και τα σκεύη αυτών Θέλουν είσθαι ή διόλου νέα ή επισκευασμένα ολοτελώς. Η Κυβέρνησις επήρεν από το φρούριον τούτο 34 κανόνια ορειχάλκινα διαφόρου μεγέθους, άχρηστα, τα οποία ανεπληρώθησαν από καλά κανόνια εκ σιδήρου χυτού. Δεν ημπορώ να τελειώσω το άρθρον τούτο, χωρίς να επαινέσω πρεπόντως τον έμφρονα ζήλον και την επιμέλειαν του λοχαγού κυρίου Σνίτσλεϊν, ως και τον υπολοχαγού Βουρχέτου, του αρχηγού των Γάλλων εργατών. 0 καταλυματίας κύριος Όδων τάξιν και σαφήνειαν αξιομίμητον εις τα κατάστιχα της οπλοθήκης, εις τας αποθήκας και το οπλοστάσιον, το οποίον μέλλει να μετατεθή εις τον Ιτζ-καλέ, διότι οι τόποι της οπλοθήκης είναι υγροί και εκ τούτου η διατήρησις των όπλων επιφέρει πολλήν δαπάνην.
Ευτυχία και χαρά εις εμέ αν οι σύντροφοί μου και εγώ εδυνήθημεν να κατασταθώμεν χρήσιμοι εις τούτον τον περιώνυμον τόσον, αφήνοντες σημεία τινά της φιλοπονίας μας, ικανά να διατηρήσουν καλήν μνήμην του ονόματός μας μεταξύ των Ελλήνων. Ειμί με βαθύτατον σέβας της Υμετέρας Εξοχότητος ταπεινότατος και ευπειθέστατος δούλος. Κάρολος Ειδεκ.
Στην Δ’ Εθνική Συνέλευση των Ελλήνων στο Άργος (11 Ιουλίου 1829), κατά τη Ζ’ Συνεδρίαση στις 19 Ιουλίου, ο Ανδρέας Μεταξάς, μέλος επί των Στρατιωτικών του Γενικού Φροντιστηρίου, έθεσε υπόψη της Συνέλευσης αναφοράν του Συνταγματάρχου Κυρίου Εϋδέκου αποτεινομένην προς την Κυβέρνησιν, δι’ ης ειδοποιών την όσον ούπω από της Ελλάδος εις την πατρίδα επιστροφήν του, δίδει προς την κυβέρνησιν λόγον ακριβή των πράξεών του, αναφορικώς εις την σφαίραν της πολεμικής και οικονομικής Διευθύνσεως την οποίαν ενεπιστεύθη παρά της Κυβερνήσεως προ ενός χρόνου. Τα μέτρα, τα οποία έλαβεν ο γενναίος ούτος Φιλέλλην, δια να καταστήση την ευταξίαν, εμπιστευθείς την Φρουραρχίαν του Ναυπλίου η επιμέλεια την οποίαν κατέβαλε διά να επισκευάση και να καθαρίση τα κανονιοστάσια και προμαχώνας, διά να συοτήση στρατιωτικόν νοσοκομείον και να ανορθώση δημόσια καταστήματα διά το Στρατιωτικόν χρήσιμα, διά να διαθέση και διακοσμήση κατά μέρος την πόλιν• η έμφρων και πιστή οικονομία των οποίων έλαβε παρά της Κυβερνήσεως πόρων επι των εθνικών δικαιωμάτων, και προ τούτου η κανονι-κή διάταξις της εισπράξεως τούτων διά τιμίων και πιστών υπαλλήλων, ένεκα των οποίων ηύξησαν τα εκ τούτων εισοδήματα πολλαπλασίως η πρόοδος και βελτίωσις ταυ Τακτικού Σώματος· η πρόβλεψις και τακτοποίησις των αναγκαιούντων εις τούτο, όλα ταύτα διαταχθέντα παρά της Κυβερνήσεως και εκτελεσθέντα διά της επιμελείας του Φιλέλληνος τούτου, εμφαίνονται εις την αναφοράν του καταχωρηθείσαν υπ’ αριθμ. 20 των εισερχομένων (Α’). Η Συνέλευσις εμαρτύρησεν ευαρέστησιν και ευγνωμοσύνην προς τον επίσημον τούτον Αξιωματικόν και τους συμπράξαντας μετ’ αυτού, τον λοχαγόν Κύριον Σνιτσλέιν, τον υπολοχαγόν Βουρχέτον, αρχηγόν των Γάλλων εργατών, και τον Κύριον Όδονα. Ενεκρίθη δε να κοινoποιηθή προς την Κυβέρνησιν, διά να εφοδιάση τον γενναίον Φιλέλληνα και τους περί αυτόν με επίσημα ενδεικτικά της ευχαριστίας και ευγνωμοσύνης του Εθνους. Η ευγνωμοσύνη του ‘Εθνους εκφράσθηκε στην απάντηση του Κυβερνήτη προς τον Ειδεκ στις 22 Ιουλίου 1829, στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρονταν και τα παρακάτω: “…Ομοφώνως η Συνέλευσις εψηφίσατο ευχαριστίας υπέρ υμών και Μας προσεκάλεσε να γένωμεν περί τούτων οι διερμηνείς αυτής. εκπληρούντες το χρέος τούτο, σπεύδομεν να σας εκφράσωμεν κατ’ αυτήντην περίστασιν την όσην θα δοκιμάσωμεν ευχαρίστησιν, πέμποντές σας της στρατηγίας το δίπλωμα… θέλομεν πέμψει, επίσης, με την αυτήν ευχαρίστησιν προς τον λοχαγόν κ. Σχνιτσλέιν ταγματαρχίας δίπλωμα. Τα δείγματα ταύτα της ευγνωμοσύνης του ‘Εθνους προς δύο αξιωματικούς, αξίως υπηρετήσαντας την πατρίδα του, θέλουν αποδείξει πόσον η Κυβέρνησις τους τιμά και πόσον επιθυμεί να τους ιδή επανελθόντας εις την Ελλάδα, να εξακολουθούν να συνεργάζωνται εις την ανάπτυξιν και τελειοποίησιν του πολεμικού οργανισμού της…” Μαζί με τον ‘Ειδεκ παραιτήθηκε και επέστρεψε στην πατρίδα του και ο Σνιτζλάιν, ο υπολοχαγός του ιππικού Pourcher (Βουρχέτος), που παρέμεινε στην Ελλάδα, παρείχε εξαίρετες υπηρεσίες με την προμήθεια του πολεμικού υλικού και την εποπτεία του Οπλοστασίου. Αργότερα, όταν ανέλαβε τη διοίκηση του Τακτικού Στρατού ο Trezel (Τρεζέλ), ο υπολοχαγός ανέλαβε την διεύθυνση ταυ οπλοστασίου, καθόσον “συνεστήθη ιδιαιτέρα διοίκησις διά το υλικόν των οπλοστασίων, αξιωματικοί απεστάλησαν εις τα φρούρια, όπως καταγράψωσι το εν αυτοίς υπάρχον υλικόν και φροντίσωσι περί της συντηρήσεώς του, ιδία δε εκ πάντων των φρουρίων λογιστική έκθεσις εστάλη εις ταν Πουρσέ”. Το Οπλοστάσιο του Ναυπλίου, που λειτούργησε με μερικές διακοπές έως τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α’, παρουσίασε μεγάλη δραστηριότητα στα πρώτα χρόνια της ίδρυσής του και μπορεί να θεωρηθεί μια από τις πρώτες βιοτεχνίες της νεότερης Ελλάδος.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΕΣ τ. 66