Υπόθεση Πατσίφικο – Τα Παρκερικά
Πρώτο Μέρος
Η λεηλασία του σπιτιού του και η κολοσσιαία αποζημίωση που ζήτησε από το ελληνικό κράτος
– Η Αγγλική πολιτική & οι ιταμές αξιώσεις της.
Κατά τον 19ο αιώνα, και στην Ευρωπαϊκή πολιτική και κυρίως στην Αγγλική, επικρατούσε το “δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας”, που στόχο είχε να αποτρέψει την διάλυση της ετοιμόρροπης αυτής αυτοκρατορίας όχι φυσικά γιατί την συμπαθούσαν αλλά γιατί την θεωρούσαν ως το πιο σημαντικό ανάχωμα σε μια άλλη αυτοκρατορία, την Ρωσική και την κάθοδό της στη Μεσόγειο. Η Ελλάδα την εποχή εκείνη ήταν ένας αποσταθεροποιητικός παράγοντας για την περιοχή, κυρίως γιατί δρούσε εις βάρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο Ελληνικός αλυτρωτισμός του νεαρού Έλληνα Βασιλιά Όθωνα και η Ελληνική επιθετικότητα για την απελευθέρωση των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε βασικό εμπόδιο στην επιβολή του “δόγματος της ακεραιότητας” στην Ανατολική Μεσόγειο.
Παράλληλα η Αγγλία είχε ενοχληθεί και για ένα άλλο λόγο. Τα Επτάνησα που βρίσκονταν υπό Αγγλική κατοχή και μετά τον επαναστατικό αναβρασμό που υπήρχε το 1848, πολλοί επτανήσιοι πρόσφυγες βρήκαν καταφύγιο στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, κυνηγημένοι από τις αγγλικές αρχές. Εκτός όμως απ΄τους Επτανήσιους, έφθασαν στην Ελλάδα το 1849 κύματα προσφύγων Πολωνών, Ούγγρων και Ιταλών που παρά τις διαμαρτυρίες ορισμένων πρεσβευτών γίνονταν δεκτοί με συμπάθεια από τον ελληνικό πληθυσμό.
Όλα τα παραπάνω είχαν ως άμεση συνέπεια την επιδείνωση των αγγλοελληνικών σχέσεων. Η Βρετανική εξωτερική πολιτική συνεχώς γινόταν επιθετικότερη έναντι του μικρού Ελληνικού Βασιλείου και ο κυριότερος λόγος ήταν ο φόβος της Αγγλίας πως η Ελλάδα έφευγε από την επιρροή της.
Ήδη από το 1839 ο Άγγλος πρεσβευτής Λάυονς είχε ζητήσει από την Ελλάδα να εκχωρήσει τα μικρά νησιά Σαπιέντζα (έναντι Μεθώνης) και Ελαφονήσι (στον Λακωνικό κόλπο!!) στην Βρετανία με το παράλογο επιχείρημα ότι αυτά ανήκαν στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Επτανήσων που τότε βρισκόταν υπό Αγγλική κατοχή. Επίσης οι Βρετανοί ζητούσαν να αποζημιωθεί με 44000 δραχμές και ο Βρετανός υπήκοος “φιλλέλην” Τζώρτζ Φίνλεϊ επειδή το ελληνικό κράτος απαλλοτρίωσε ένα ασήμαντο αγροτεμάχιο του κοντά στον εθνικό κήπο. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε με ατράνταχτα νομικά επιχειρήματα στις παράλογες αυτές απαιτήσεις.
Μια άλλη απόδειξη της εχθρικής στάσης της Αγγλίας προς την Ελλάδα ήταν και μο τρόπος που εκμεταλλεύθηκε πολιτικά την υπόθεση «Πατσίφικο».
Ο Δαυίδ Πατσίφικο (γνωστός και ως Δον Πασίφικο) γεννήθηκε στο Γιβραλτάρ το 1784 το οποίο, αν και Πορτογαλικό έδαφος βρισκόταν υπό Αγγλική κατοχή. Έτσι ο Πασίφικο, αν και από πολιτογραφημένους Πορτογάλους Εβραίους γονείς, λόγω Αγγλικής κατοχής του Γιβραλτάρ, έλαβε αυτομάτως και Αγγλική υπηκοότητα.
Υπηρέτησε ως πρόξενος της Πορτογαλίας στο Μαρόκο τα έτη 1835–1836 και ακολούθως εγκατεστάθηκε στην Ελλάδα ως Πρόξενος της Πορτογαλίας στην Αθήνα από το 1836 ως το 1842 οπότε και εξεδιώχθη από την θέση του συνεπεία καταχρήσεων. Μετά την καθαίρεσή του δεν απεχώρησε από την Ελλάδα αλλά
προσεκολλήθηκε στον κύκλο της Δούκισσας της Πλακεντίας κα έζησε για κάποιο διάστημα με βοηθήματά της.
Στη συνέχεια ασχολήθηκε με το εμπόριο και κυρίως με την τοκογλυφία. Είχε εγκατασταθεί τότε επί της οδού Καραϊσκάκη, της συνοικίας Ψυρρή.
Τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1849 είχε έρθει στην Αθήνα ο εβραϊκής καταγωγής μεγαλοτραπεζίτης Ρότσιλντ και κατέλυσε στο ξενοδοχείο «Ρόδον» που βρισκόταν στην οδό Αιόλου αντίκρυ από το ναό της Αγίας Ειρήνης (Δ. Βρατσάνου, Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως). Τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν ο γαλλόφιλος Ι. Κωλέττης, ο οποίος διαπραγματευόταν τη σύναψη ενός δανείου από την τράπεζα του Ρότσιλντ.
Η κυβέρνηση, χάριν του ξένου, έλαβε άγρια μέτρα για να περιορίσει το βάρβαρο έθιμο των πυροβολισμών. Ο υπουργός των Εσωτερικών κάλεσε το Διευθυντή της Αστυνομίας και του έδωσε αυστηρότατες διαταγές. Ο υπουργός των Εκκλησιαστικών κάλεσε στο γραφείο του τον Μητροπολίτη και όλους τους παπάδες της Αθήνας και τους έδωσε κι αυτός αυστηρές διαταγές να συστήσουν στους ενορίτες τους να μην πυροβολούν. Φυσικά όλες οι αρχές έλαβαν μέτρα. Η Αστυνομία έβγαλε στους δρόμους ντελάληδες και οι παπάδες στο τέλος της λειτουργίας συνέστησαν στα ποίμνιά τους να μην πυροβολούν. «Ποτέ όμως άλλοτε δεν έπεσαν στην Αθήνα τόσα βαρελότα και τόσοι πυροβολισμοί, όσα τη χρονιά εκείνη!» ‘όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Βρατσάνος.
Το πρόβλημα για την κυβέρνηση μεγάλωνε από το γεγονός ότι ένα από τα πασχαλινά έθιμα που τελούνταν στην Αθήνα ήταν το «κάψιμο του Ιούδα». «Ξημέρωσε η Κυριακή Λαμπρή», γράφει ο Βρατσάνος. « Όλη η γύρω από την Ακρόπολη περιοχή μοσχοβολούσε από την κνίσα των αμνών, που κάθε χρόνο αίρουν τις αμαρτίες των Ρωμιών. Οι Αθηναίοι έκαναν τις τελευταίες ετοιμασίες τους. Τότε θυμήθηκαν τον «Ιούδα». Κάθε χρόνο το Πάσχα, στη δεύτερη Ανάσταση, έκαιγαν ένα ομοίωμα του Ισκαριώτη. Από τον όρθρο είχαν αρχίσει τις ετοιμασίες. Κατά τις δυο το μεσημέρι χτύπησαν και οι καμπάνες. Λεφούσι ξεκίνησαν οι πιστοί για την «Αγάπη». Η εκκλησία των Ταξιαρχών γέμισε. Η πλατεία της ολόγυρα μαύριζε. Ο Κωλέττης ο πρωθυπουργός ανησυχούσε: « Τι γίνεται αν περάσει ο ξένος μας, ο Ισραηλίτης Ρότσιλντ, από καμιά αθηναϊκή γειτονιά και ιδεί τους Αθηναίους να καίγουν τον Ιούδα;». Διαταγή, λοιπόν, προς την Αστυνομία: « Απαγορεύεται εφέτος το κάψιμο του ομοιώματος του Ισκαριώτη».
Μόλις χτύπησαν οι καμπάνες, έφτασαν στους Ταξιάρχες χωροφύλακες που διέλυσαν το πλήθος, έχοντας διαταγή να μην επιτρέψουν το κάψιμο.
Το οργισμένο πλήθος μετά τη διάλυσή του από την αστυνομία κατευθύνθηκε στο σπίτι του Πατσίφικο. (Οι Αθηναίοι δεν τον συμπαθούσαν εξαιτίας του τυχοδιωκτικού του χαρακτήρα. Λέγεται μάλιστα ότι είχε επιδείξει ασέβεια κατά την περιφορά του Επιταφίου ενός παρακείμενου ναού.) Αυτός μπροστά στον κίνδυνο να λιντσαριστεί από τον όχλο μαζί με τις δυο κόρες του κατέφυγε στη σοφίτα του σπιτιού του και κλειδαμπαρώθηκε. Οι επιδρομείς ό,τι έβρισκαν το κατέστρεφαν. Από τα παράθυρα πετούσαν στο δρόμο στρώματα, ρούχα και έπιπλα. Λίγο πριν σπάσουν την πόρτα της σοφίτας, έφθασε πολυάριθμη στρατιωτική δύναμη και έσωσε τον Πατσίφικο και τις θυγατέρες του. Τότε τα πλήθη ξεχύθηκαν στα σοκάκια του Ψυρρή και κυρίως στην οδό Χριστοκοπίδου που ήταν η συνοικία των Εβραίων.
Κατά τον ιστορικό Ε. Ντριώ, την 7η Απριλίου 1847 (τρεις μέρες μετά τα γεγονότα) ο παθών συνέταξε έναν κατάλογο με τις ζημιές που είχε υποστεί από την επίθεση του πλήθους και τον επέδωσε στην αγγλική πρεσβεία των Αθηνών. Ζητούσε ως αποζημίωση από την ελληνική κυβέρνηση περίπου 30.000 χρυσές λίρες Αγγλίας. Από αυτές οι 4.000 αντιπροσώπευαν τις φθορές της κινητής και ακίνητης περιουσίας του και οι υπόλοιπες 26.000 αποδείξεις που δήθεν εκλάπησαν από το σπίτι του και οι οποίες αποδείκνυαν ότι το ποσό αυτό του το χρωστούσε η πορτογαλική κυβέρνηση από εμπορικές συναλλαγές που είχε μαζί του. Μετατρεπόμενο το ποσό αυτό σε δραχμές ανερχόταν σε 886.736 και σε 67 λεπτά. Χαρακτηριστικό της «ληστρικής» διάθεσης του Πατσίφικο ήταν το γεγονός ότι το σιδερένιο κρεβάτι του που υποτίθεται ότι το είχε καταστρέψει το πλήθος το διατίμησε 4.250 δραχμές.
Ακριβώς το πρωί της επομένης του συμβάντος ο Άγγλος πρέσβυς Σερ Έντμοντ Λάιονς προέβη σε διάβημα προς το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών για άμεσο καταβολή αποζημιώσεως στον θιγέντα με το αστρονομικό για τα τότε δεδομένα ποσό των 886.736 δραχμών και 67 λεπτών. Ανέλυε δε το ποσό ως εξής:
1) διαρπαγέντα χρήματα 9.800 δρχ. 2) καταστραφέντα έπιπλα αξίας 200.000 δρχ. 3) ψυχκή οδύνη 12.500 δρχ. και δ) καταστραφέντα πορτογαλικά πιστωτικά έγγραφα 665.000 δρχ.
Μάλιστα οι Άγγλοι θεώρησαν αρχηγούς της εξεγέρσεως τους γιούς του τότε υπουργού στρατιωτικών, Σουλιώτη αγωνιστή, Κίτσου Τζαβέλλα.
«Πριν καλά – καλά νυχτώσει», γράφει ο Δ. Βρατσάνος, «παρουσιάστηκε στην ελληνική κυβέρνηση ο πρέσβης της Αγγλίας Ε. Λάιονς και ζήτησε να αποζημιωθεί ο Βρετανός υπήκοος Πατσίφικο. Η απάντηση των κυβερνητικών εκπροσώπων ήταν ότι «ο ληστευθείς θα έπρεπε να προσφύγει στα ελληνικά δικαστήρια και, εφόσον δικαιωνόταν και η ελληνική κυβέρνηση ηρνείτο να τον ικανοποιήσει, τότε θα ήταν δικαιολογημένη η διπλωματική επέμβαση της Αγγλίας».
Ήταν μία άκρως τυχοδιωκτική ενέργεια η οποία κατεδείκνυε τυχάρπαστο τυχοδιώκτη τον Πασίφικο. Το εξωφρενικό αυτό ποσό ήταν πολλαπλάσιο της τότε αξίας των Ανακτόρων της Πλατείας Κλαυθμώνος. Η ελληνική κυβέρνηση βεβαίως αρνήθηκε θεωρώντας ότι το θέμα ανήκει στη Δικαιοσύνη ενώ ο Βρετανός πρεσβευτής δήλωνε ότι ο Υπουργός Εξωτερικών Πάλμερστον ελάμβανε υπ’ όψιν του αποκλειστικώς και μόνο γνωμοδότηση του συμβουλίου νομικών του βρετανικού στέμματος, μη αναγνωρίζοντας δικαιοδοσία της ελληνικής δικαιοσύνης σε βρετανό υπήκοο, δηλ. τον Πασίφικο.
Τη 12η Οκτωβρίου 1847, όταν έγιναν γνωστές οι παράλογες απαιτήσεις του Πατσίφικο, πολλοί Αθηναίοι συγκεντρώθηκαν και πάλι έξω από το σπίτι του με εχθρικές διαθέσεις.
Ήταν μία πραγματικά άτυχη συγκυρία λόγω της γενικής πολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη και των διαφόρων εύθραυστων ισορροπιών. Διότι η άρνηση της Ελλάδας να καταβάλει αμέσως το εξωφρενικό ποσό στον τυχοδιώκτη Πατσίφικο, προτείνοντας την νόμιμη οδό των Δικαστηρίων, έδωσε την ποθουμένη ευκαιρία στον Άγγλο Υπουργό Εξωτερικών Πάλμερστον να κάνει εκ του ασφαλούς, σε μία ανίσχυρη χώρα όπως την Ελλάδα, επίδειξη δυνάμης και αποφασιστικότητας, στέλνοντας τον ναύαρχο Πάρκερ, στα τέλη του 1849, με τον πανίσχυρο Αγγλικό Στόλο Μεσογείου, να ταπεινώσει την Ελλάδα δίχως να προηγηθούν στοιχειώδεις ανακρίσεις ή έρευνες. Η Ελλάδα έγινε πεδίο ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων λόγω της προηγούμενης Γαλλόφιλης κυβερνήσης του Κωλέττη και γενικώς της αυξανομένης στην Ελλάδα Γαλλοφιλίας, την οποία η Βρετανία εξελάμβανε ως απειλή για τα συμφέροντά της.
Εκτός αυτού, η Βρεταννία ανεκίνησε τον Αύγουστο του 1849 θέμα ελληνικής κυριαρχίας επί των νήσων Ελαφονήσου (Λακωνικού κόλπου) και Σαπιέντζας (των Οινουσών, έναντι Μεθώνης) ως δήθεν ανήκουσες στας νήσους του Ιονίου, τότε υπό Βρετανική κατοχή.
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΕΔΩ
ΠΗΓΕΣ
One thought on “Υπόθεση Πατσίφικο – Τα Παρκερικά – Πάσχα 1849 (Πρώτο Μέρος)”
Comments are closed.