Α Ν Α Π Λ Ι
Κοιμάται η πλάση. Απ’ τα βουνά της Αρκαδίας αγνάντι
ανάλαφρο κι ολόδευω φυσάει γλυκά τ’ αγέρι’
ανατριχιάζει η θάλασσα και με τρελλά φιλάκια
στους κάβους κάτι σιγολέει, στους μώλους κάτι ψέλνει.
Μεσάνυχτα· του φεγγαριού οι αχτίδες παιχνιδίζουν
στου λιμανιού τ’ ατάραχα νερά, κι ασπρογαλιάζει
– θαρρείς πώς ονειρεύεται – πέρα ο Αργίτης κάμπος.
Πάνω απ’ τα σπίτια τα βουβά, τα κοιμισμένα, υψώνει,
σάμπως θεριό κουλουριαστό, το μαύρο Παλαμήδι…
Οι βάρκας σιγοπαίζουνε στου λιμανιού τις άκρες
και τα καϊκια δίπλα τους αρμονικά σαλεύουν.
Γαλήνη απέραντη, βαθιά σιωπή. Και δεν ταράζει
της νύχτας το περπάτημα φωνή ή ανθρώπου πάθος!
Ξάφνου το μαύρο το θεριό ξυπνάει κι αγριοκοιτάζει.
και μια στριγγιά βγάζει φωνή που ανατρομάζει ο κάμπος
και της γαλήνης τόνειρο το κόβει σα μαχαίρι
με το βαρύ του μούγκρισμα,
— Φύλακες γρηγορείτε !…
ΑΓΗΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Ο Νουμάς, Τόμ. 19, Αρ. 758 (1922)