ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ, Η ΖΩΗ ΜΟΥ… ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ
Το παρακάτω είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Ναπολέων Λαπαθιώτη* “Η ζωή μου“**
… Τότε όμως ήρθε μια μετάθεση του πατέρα μου στο Ναύπλιο και μας έκανε να φύγουμε οικογενειακώς για εκεί. Ο πατέρας μου ανέλαβε διοικητής του Οπλοστασίου, και νοικιάσαμ’ ένα σπίτι, που ξαναείδα µετά χρόνια ίδιο κι απαράλλαχτο, κοντά στη Μητρόπολη της πόλεως. Στο Ναύπλιο µείναμε παραπάνω από µισό χρόνο.… αλλά οι αναμνήσεις µου αυτού του ταξιδιού είναι πολλές, πάρα πολλές, …. κι από τις πιό ζωηρές και συµπαθητικές.
Με το ίδιο τραίνο πού πηγαίναμε µεταφερόταν εκεί κι ένας κατάδικος, πού έµελλε να καρατομηθεί σε λίγο, στο περίφηµο Παλαµήδι! Φτάνοντας νύχτα, το µάτι µου άρπαξε, στο σταθµό, τήν πένθιμη εκείνη συνοδεία, μα η χαρά του ταξιδιού µας µου σκέπασε
αµέσως τήν πολύ αποτρόπαιην εικόνα της. Το απάνω πάτωµα του σπιτιού που µέναμε ήταν χαρωπό, γιοµάτο ήλιο, κι ανοιχτόκαρδο πολύ. Και το µόνο που µέ τρόµαζε αφάνταστα, ήταν όταν φυσούσε άνεμοw: ποτέ, ποτέ δεν θα µπορέσω να ξεχάσω το ιδιαίτερο αίσθημα του τρόµου που ένιωθα να µε συνέπαιρνε, καθώς τον άκουγα την νύχτα, κι ακόμα και τη µέρα, να σφυρίζει μές στα σοκάκια τα στενά και να τραντάζει ξαφνικά τζάµια και µπαλκονόπορτες!
Μου φαινόταν πως θα ξεθεμελίωνε το σπίτι μας. Κι από τότε μου ‘ μεινε θαρρώ , ένα δέος κι. ένας τρόµος του ανέµου, που δέν μ’ άφησε ποτέ, για χρόνια. υστερότερα… Κι όταν πήγαινα σκολειό µετά καιρό που είχαµε γυρίσει στην Αθήνα, και τύχαινε να φυσάει δυνατά και µαζί να βρέχει, δεν τολμούσα ν, ανοίξω την οµπρέλα µου, πιστεύοντας πως θα µα παρασύρει, µ’ ανοιχτή οµπρέλα. ευκολότερα! Και προτιµούσα να µε δέρνει κατά πρόσωπο η πιο ορµητική νεροποντή.
…
Τ’ απόγευμα πηγαίναμε περίπατο στην παραλία, όπου μου κινούσε ένα μυστηριώδες, σκοτεινό ενδιαφέρον το απέναντι νησάκι του Μπούρτζι, κατοικία τότε του δήμιου του Παλαμηδιού – ή στο σιδηροδρομικό σταθμό, όπου γινόταν ο αθρόος γενικός περίπατος, κι όπου έπαιζε κι η Φιλαρμονική.
…. Ένα γεγονός συνταρακτικό ήρθε τότε να σημαδέψει τη ζωή μου, με την τραγική του σφραγίδα: Στον πατέρα μου Διοικητή του Οπλοστασίου, καθώς είπα, είχε παραχωρήσει για οικογενειακή του χρήση το αμάξι του (ένα ιδιωτικό λαντώ θαυμάσιο με τον αμαξά με την οικοστολή) ο τότε υπουργός Καράπαυλος, φεύγοντας για θεραπεία στην Ευρώπη. Κάθε απόγευμα, ταχτικά, κάναμε τον περίπατό μας, τις περισσότερες φορές εγώ με τη μητέρα μου, στον μεγάλο εξοχικό δρόμο του Ναυπλίου, που αρχίζοντας από το Παλαμήδι προχωρούσε, μέσα σε μια δενδροστοιχία όλο πιπεριές, προς την Πρόνοια και τ’ άλλα περίχωρα.
Ένα απόγευμα, ο πατέρας μου, η μητέρα μου, ο υπασπιστής του πατέρα μου, υπολοχαγός τότε του πυροβολικού Παναγιώτης Γαργαλίδης, κι εγώ, είχαμε κάνει τη συνηθισμένη μας διαδρομή, κι έπειτα από μια μικρή στάση σε κάποιο κέντρο εξοχικό γυρίζαμε πίσω. Σε μιαν ορισμένη μεριά του δρόμου, εκεί που ήταν μια μεγάλη κι εκτεταμένη κατηφοριά, που δίπλα της, στο ψηλότερο σημείο, παραστεκόταν – και θα βρίσκεται ακόμα, υποθέτω – το μνημείο του Δυοβουνιώτη, δεν ξέρω για ποιό λόγο ακριβώς (είπαν, υστερότερα, πως ο αμαξάς ήταν πιωμένος), τα άλογα μας – δυό περίφημα άλογα καμαρωτά – ξαφνικά αφηνίασαν κι άρχισαν να τρέχουν σαν δαιμονισμένα. Έριξαν τ’ αμάξι προς τ’ αριστερό πλευρό, μ’ εμάς όλους ανακατωμένους μέσα, κι έτσι γερμένο άρχισαν να το σέρνουν στα χαλίκια, σ’ όλην εκείνη την κατηφοριά. Ακόμα έχω ζωηρή την εντύπωση των χαλικιών, που ‘νιωθα να μου σκίζουν τα χείλη και να μου γιομίζουν το στόμα και τα δόντια! Αυτό το σύρσιμο δεν ξέρω πόσο βάστεξε, και πόσο θα βαστούσε, αν για καλή μας τύχη δεν έσπαζε το τιμόνι, κι έτσι τα άλογα, παρατώντας μας εκεί, και με τα τσακισμένα ξύλα και λουριά πίσω τους, εξακολουθούσαν τον έξαλλό τους δρόμο προς την πόλη! Όταν το ερείπιο του αμαξιού σταμάτησε, βρεθήκαμε μεν όλοι ζωντανοί, αλλά όλοι σ’ ελεεινή κατάσταση, εκτός από την αφεντιά μου, που είχα εξοφλήσει με μερικά γδαρσίματα στα χέρια και στα μάγουλα. Είχα βρεθεί γονατιστός ή μάλλον με τα τέσσερα και με το κεφάλι προς τ’ έξω… Η μητέρα μου, που είχε πέσει με το κεφάλι προς τα μέσα, ήταν αγνώριστη, με το κεφάλι μελανιασμένο, καταμωλωπισμένο και πρησμένο. Ο πατέρας μου είχε μια βαθύτατη πληγή στο μέτωπο, λοξά, ένα μεγάλο σκίσιμο σαν από μαχαιριά. Κι ο Γαργαλίδης, ο υπασπιστής, είχε τ’ αριστερό του χέρι εντελώς βγαλμένο.
Θυμάμαι και τον αμαξά, που μόλις μας είδε έτσι, ξαμπλωμένους χάμου και καταματωμένους (εκείνος πρόφτασε και πήδησε κάποια στιγμή, και τον έβλεπα ορθό να μας κοιτάζει), έμπηξε μια κραυγή τρόμουκαι το ‘βαλε στα πόδια, σαν φονιάς! Σ’ αυτά τα κακά χάλια μας μάζεψαν κάμποσοι χωρικοί, που μας είχαν παρακολουθήσει από πέρα τη σκηνή και έτρεξαν ανάστατοι για να μας βοηθήσουν: Στηριγμένους στα γερά τους χέρια μας έφεραν σ’ ένα χωριατόσπιτο, που η μεγάλη κάμαρά του γέμισε θυμάμαι κόσμο κάποιου χωριού, που λεγόταν, θαρρώ, Άρεια. Εκεί, μες στο πλήθος που μαζεύτηκε, κι ενώ μας έπλεναν από τα αίματα και μας έδεναν με πρόχειρους επιδέσμους, μας βρήκε κι ο δεύτερος θείος της μητέρας μου, τότε υπολοχαγός του πυροβολικού Νίκος Τρικούπης (ο κατόπιν αρχιστράτηγος – αιχμάλωτος του Μικρασιατικού μετώπου), ο οποίος κάνοντας τον περίπατό του έφιππος στον μεγάλο δρόμο, είχε απαντήσει τα αφηνιασμένα άλογα με το σπασμένο το τιμόνι, και καταλαβαίνοντας πως έγινε δυστύχημα είχε καλπάσει, και ρωτώντας μας βρήκε τελοσπάντων στο χωριό.
Μόλις τον είδα, έμπηξα τα κλάματα: γιατί, ως εκείνη τη στιγμή, δεν είχε στάξει δάκρυ από τα μάτια μου, τόσο ήμουν έκθαμβος απ’ ό,τι μας συνέβη! Αλλά στο θέαμα ενός μας συγγενούς, ο νευρικός αντιπερασπισμός όλης εκείνης της περιπέτειας μ’ έκανε και ξέσπασα σ’ ακράτητους λυγμούς.
Και θυμάμαι, έπειτ’ από πολλά, τον ιστορικό μας γυρισμό, μεσ’ έν’ άλλο αμάξι στην πόλη. Τ’ αμάξι βάδιζε σιγά – σιγά για να μην μας πολυτραντάζει, και σ’ όλο το διάστημα του δρόμου βλέπαμε πλήθη κόσμου που ερχότανε να μας προϋπαντήσει! Το πράγμα είχε μαθευτεί αμέσως – μικρός ο τόπος, και τ’ αμάξι μας πασίγνωστο – κι όλο το Ναύπλιο είχε ξεκινήσει, μην ξέροντας αν ζούμε ή μείναμε στον τόπο, να ρθει και να μας δει. Γνωστοί και φίλοι σταματούσαν κάθε λίγο τ’ αμάξι μας, που προχωρούσε όπως στις κηδείες, και μας ρωτούσαν μ’ αγωνία: “Είσαστε ζωντανοί;…” Κι έκαναν το σταυρό τους!
Και το παραδοξότερο απ’όλα – που μαθεύτηκε την άλλη μέρα – ήταν ότι, την ίδια στιγμή, σε κάποιο άλλο σημείο του Ναυπλίου, κι εν’ άλλο άλογο, σ’ έν’ άλλο αμαξάκι του ίδιου Καραπαύλου, οδηγούμενο από κάποιο άλλο φίλο του, αφηνιάζει κι εκείνο – αν και χωρίς δυστύχημα – κι ότι την ώρα που γινόντουσαν αυτά εδώ, πιθανόν την ίδια τη στιγμή, στην Ευρώπη, που είχε πάει για να κοιταχτεί, πέθανε κι ο ίδιος ο Καράπαυλος! Το καταπληκτικό αυτό φαινόμενο της τηλεπαθείας των αλόγων έμεινε ιστορικό, και σχολιάσθηκε πολύ, και τότε κι υστερότερα.
Κι έτσι μ’ αυτό το περιστατικό, το πρώτο ρίγος του Αγνώστου – του αινιγματικού κι ανεξιχνίαστου Αγνώστου – έπεσε μες στην παιδικίσια μου ψυχή και γέννησε τα πρώτα μου ερωτηματικά.
Το Ναύπλιο είχε γίνει ανάστατο με την περιπέτειά μας. Πλήθος κόσμου έτρεχε στο σπίτι μας, οι εφημερίδες έγραφαν λεπτομέρειες, συγγενείς διάφοροι ξεκίνησαν απ’ την Αθήνα κι ήρθαν να μας δουν, τηλεγραφήματα συγχαρητήρια, “επί τη διασώσει”, έφταναν από φίλους μακρινούς… Και πρώτη έφτασε η “θείτσα”, έπειτα ο νουνός μου, ο Γιάννης Ραζηκότσικας, κι ο θείος μου, κι αδελφός της μητέρας μου, Νίκος Παπαδόπουλος, λοχαγός του πυροβολικού. Κι η Σοφία Τρικούπη, έστειλε τον πρώτο ξάδερφό της, Κώστα Τρικούπη, λοχαγό κι αυτόν του πυροβολικού, να μας δει εκ μέρους της και να μας συγχαρεί.
Το σπίτι είχε γίνει κάτι μεταξύ νοσοκομείου και πανηγυρικού συναγερμού και συγκεντρώσεως! Είχε γεμίσει γιατρικά και φιλοξενουμένους.
Ανάμεσα στους τότε επισκέπτας μας στο Ναύπλιο ήσαν και διάφοροι νέοι τότε αξιωματικοί, γεμάτοι ελπίδες για το μέλλον. Από αυτούς άλλοι έδρασαν κατόπιν στους πολέμους ηρωικώς, άλλοι εφονεύθησαν και άλλοι είναι σήμερα στρατηγοί.
Τους συναντώ καμιά φορά στους δρόμους γηρασμένους πλέον και μου θυμίζουν τα παλιά καλά χρόνια.
Σημειώσεις
* Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στην Αθήνα, γιος του Λεωνίδα Λαπαθιώτη, αξιωματικού του ελληνικού στρατού με καταγωγή από την Κύπρο, που έφτασε ως το βαθμό του στρατηγού και έγινε υπουργός Στρατιωτικών μετά από συμμετοχή του στο κίνημα στο Γουδί, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη. Σε ηλικία δέκα ετών μετακόμισε με την οικογένειά του στο Ναύπλιο, όπου τέλειωσε το σχολείο, έμαθε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, ενώ παρακολούθησε επίσης μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Το 1905 γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, από όπου αποφοίτησε κανονικά, δεν άσκησε όμως ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου. Την ίδια χρονιά κι ενώ ήταν μόλις δεκαεφτά χρόνων δημοσίευσε στο Νουμά το ποίημα Έκσταση.
Περισσότερα ΕΔΩ
** “Η Ζωή μου“, είναι έν αυτοβιογραφικό κείμενο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες από το ευρείας κυκλοφορίας περιοδικό Μπουκέτο (Απρ. – Οκτ. 1940). Οι αυτοβιογραφικές του εγγραφές δεν αφορούν μόνο στην περίπτωση του συγγραφέα, αλλά φωτίζουν και πλευρές της πνευματικής μας ζωής κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Αναφέρονται στις λογοτεχνικές συντροφιές και τα φιλολογικά στέκια (“Νέον Κέντρον”, “Κοραής” και σε άλλα σημεία στην περιοχή Νεαπόλεως), στην ίδρυση περιοδικών και τη δράση τους (Ηγησώ, Ανεμώνη, Νουμάς) και, επίσης, σε σύγχρονους συγγραφείς, σε λογοτεχνικά και θεατρικά έργα της εποχής.
Από το κείμενο αυτό φωτίζονται πολλές πτυχές της καλλιτεχνικής και πολιτισμικής κίνησης των δύο πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, μια περίοδο έντονων ιστορικοπολιτικών εξελίξεων για τη χώρα μας. Επίσης, άγνωστες πτυχές της προσωπικότητας του ίδιου του Λαπαθιώτη και του κοινωνικού του προβληματισμού.
Περισσότερα ΕΔΩ