Ο Αφηγητής από το ανέκδοτο έργο “Αμυμώνη” του Θεόδωρου Κωστούρου.
Ω Ανάπλι, Ανάπλι, Ανάπλι! λαμπυρίζεις
φεγγοβόλο στη σκέψη μου, πανώριο!
Για Σένα το έργο τούτο. Κάθε σκέψη,
κάθε καρδιάς ανάθεμα, για Σένα!
Ω, που Σε πρωταντίκρυσα, παιδάκι,
μες στου τεφρού Παλαμηδιού τον ίσκιο!
Ω, μάνα Εσύ, που μ’ έθρεψε το μάννα
των θρύλων Σου και των παραμυθιών Σου.
Νύχτες φεγγαροπλούμιστες, ασύγκριτες,
κατ’ από τα δαντελλωτά Σου κάστρα,
μέστωσα, σιγοπίνοντας του ονείρου
το ηδονικό πιοτί˙ κ’ έχω μεθύσει….
Για Σένα το έργο τούτο˙ που το ταίριαξα,
ψηφί-ψηφί, απ’ τα κύτταρά μου μέσα
και Σου το στήνω, θρόνο χρυσοπλούμιστο,
να κάθεσαι, τον κόρφο ν’ ανγναντεύεις.
Ω, Συ τ’ Αργολικού πετράδι ατίμητο,
Ανάπλι, που στον κόσμο δεν ειν’άλλο.
Γητιές με πλημμυρίζουν καθώς γράφω
της γένεσής Σου τ’ ώριο παραμύθι.
Κ’ η Μούσα, να!… χορό έχει στήσει μέσα μου,
χέρι το χέρι, με τις ανεράιδες
και με τα ξωτικά και με τους Τρίτωνες.
Λουσμένος απ’ αγάπη το δηγιέμαι.
Κ’ οι στίχοι -κρήνη αστέρεφτη- αναβλύζουν
στέλνοντας το τραγούδι μου τ’ αψήλου,
ιερή μου προσφορά για Σένα μόνο,
Ανάπλι, έρωτά μου Εσύ, πατρίδα!…
Κ’ είναι στιγμές που, νύχτα, καθώς γράφω
και το σκοτάδι ολόγυρα πυκνώνει,
τις παρειές μου ανάερα, να!… ψάνουν
τ’αβρά της Αμυμώνης άυλα χέρια…
Του γέρο Ναύπλιου ο βόγγος, να!… που ακούγεται
μες από τα παλάτια του, ως θρηνάει
τον άδικο χαμό του Παλαμήδη…
Κ’ η Ιππολύτη*, να’ την! … καρτερώντας-
πετρένια, στο θρονί της πα’ το πέτρινο-
το γυρισμό τ’αγαπημένουν άντρα,
λυσσίκομη, τον πόντο όλο διανέβει
και νείρεται…. και νείρεται… και νείρεται!…
Ανάπλι, έρωτά μου Εσύ μεγάλε,
όσες φορές οι ανθρώποι με παιδέψαν
κι όσες ανέμοι μ’έδειραν και μπόρες,
παιδάκι ήρθα κι ακούμπησα στων κάστρων Σου
τα σιωπηλά ματόβρεχτα μπεντένια.
Παιδάκι ήρθα και στάθηκα στ’ ακρόγιαλο
κ’οι ανεράιδες, στρώνοντάς μου φύκια,
κλινάρι πλάι στην άμμο, νανουρίσαν,
με μάγα παραμύθια, την καρδιά μου!…
Ω γη γενέθλια! να! για την αγάπη Σου
τους στίχους μου σε γαίμας μετουσιώνω
και, στάλα τη σταλαματιάν, αντάμα
με τη ζωή μου, Ανάπλι, στο προσφέρω.
Έργο ζωής ολάκαιρης και μόχτος,
σα βάγιο της Λαμπρής και σα λαμπάδα,
σα φυλαχτό ιερό, σαν αγιοκέρι,
σαν άγια των αγιών, το παραμύθι Σου
το σμίλεψα˙ κ’ -ιδές με!- ιεροφάντης,
ευλαβικά μπροστά Σου τ’αποθέτω!
Το χρέος μου ξεπλέρωσα! Κι’ αν έρθει
ο Κύριος του Ερέβους, ω! γαλήνιος
πάνω στο μαύρο Του άτι θα καλπάσω
για των ασφοδελών τους πράους λειμώνες!
Ξένοιαστος και γαλήνιος θ’ απογείρω
στη βύθιση του τελευταίου μου ύπνου.
Πικρός δε θα’ναι ο θάνατος. Πώς να’ναι;
αφού στα χείλη μου τα ωχρά θ’ανθίζει
δροσολουσμένο, αμάραντο, ακατάλυτο-
της άμωμης αγάπης μου για Σένα
το προφαντό του Απρίλη μέγα ρόδο!