Ιερός ναός Αγίου Γεωργίου Ναυπλίου
Είναι ο ιστορικότερος ναός του Ναυπλίου που “είδε” να περνούν εδώ οι επισημότερες στιγμές της Ναυπλιακής ιστορίας. Κτίσμα των Βενετών από τον ΙΣΤ΄ αιώνα έγινε τζαμί επί Τουρκοκρατίας, μετά χριστιανικός ναός και μετά πάλι τζαμί, έως την απελευθέρωση της πόλης. Στο ναό αυτό έγινε η επίσημη υποδοχή του Morosini, που με την κατάληψη του Ναυπλίου (1686) ονομάσθη «Πελοποννησιακός». Εδώ έγινε η κηδεία των Παλαιών Πατρών Γερμανού (1824), Δημ. Υψηλάντη (1832) που ετάφη στον πρόναο, εδώ η κηδεία του Καποδίστρια (1831), εδώ ακουστήκανε οι ωραιότεροι λόγοι των διδασκάλων του Γένους, που έζησαν και αυτοί στο Ναύπλιο, τα πρώτα χρόνια της Παλιγγενεσίας.
Στο ναό του Αγίου Γεωργίου εισήλθε, μόλις αποβιβάσθηκε στο Ναύπλιο, 25 Ιανουαρίου 1833, ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας, Όθωνας. Σήμερα μπορεί κανείς να δει στο ναό, τον θρόνο του Όθωνα, όπου ο νεαρός βασιλιάς, παρακολουθούσε τη θεία λειτουργία.
Ο νάρθηκας και το κωδωνοστάσιο προστέθηκαν το 1834, απο την Αντιβασιλεία, σε ανάμνηση σε ανάμνηση της άφιξης του Όθωνα στην πόλη. Την εποχή αυτή, ο Άγιος Γεώργιος έγινε ο Μητροπολιτικός ναός του Ναυπλίου.
Είναι ο κεντρικός ναός της πόλης του Ναυπλίου, για τον οποίο δεν υπάρχει κάποια μονογραφία, παρά μόνο αναφορές σε συνολικότερα έργα, οι οποίες αφορούν κυρίως την αρχιτεκτονική του. Ο ναός σύμφωνα με τον Λαμπρυνίδη κτίστηκε από τους Βενετούς τον 16ο αιώνα σε «βυζαντινό ρυθμό». Πρόκειται για έναν ιδιότυπο τύπο, που συνδυάζει στοιχεία από τον οκταγωνικό και το σταυροειδή. Η επιβλητική παρουσία του κεντρικού, χαμηλού χωρίς τύμπανου, τρούλου σ΄ όλο τον κεντρικό χώρο και η ιδιαίτερη μορφολογία των κοίλων επιφανειών ή θόλων (όπως ονομάζονται), που γεφυρώνουν τα τόξα του τρούλου με τα τόξα του νότιου και βόρειου εγκάρσιου κλίτους και τα τόξα του ανατολικού διαμερίσματος και της δυτικής κεραίας, δημιουργούν την αίσθηση οκταγωνικού χώρου και καθορίζουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του εικονογραφικού προγράμματος του ναού.
Ο Δημήτρης Δερζέκος στο ερευνητικό του θέμα “Ανάμπολι, το Οθωμανικό Ναύπλιο” αναφέρει:
“Πρόκειται για αμφιλεγόμενο κτήριο, που προβληματίζει τους ερευνητές. Σημαντικοί ιστορικοί και μελετητές της πόλης τοποθετούν την κατασκευή του κτηρίου στις αρχές του 16ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της πρώτης ενετικής κυριαρχίας, επισημαίνοντας την αρχιτεκτονική του καταγωγή και αναφέροντας ύστερη μετατροπή του σε τζαμί από τους Οθωμανούς. Βρίσκεται στο ανατολικό μέρος της παλιάς πόλης, πολύ κοντά στην επονομαζόμενη «Πύλη της Ξηράς» και μπροστά σε διαμορφωμένο δημόσιο χώρο. Η σημερινή του μορφή είναι το αποτέλεσμα πολλών διαδοχικών επεμβάσεων με τελευταίας την κατασκευή νάρθηκα, γυναικωνίτη και καμπαναριού το έτος 1834.
Μετά την απελευθέρωση λειτουργεί ως χριστιανικός ορθόδοξος ναός και σήμερα φιλοξενεί τη Μητρόπολη Ναυπλίου.
Ωστόσο η αποτύπωση και η μελέτη του κτηρίου από το Γερμανό αρχιτέκτονα Wulf Schaeffer τη δεκαετία του 1930, έρχεται να υποστηρίξει την οθωμανική του ταυτότητα. Στα σχέδια της αποτύπωσης (εικ. 15) μπορεί κανείς να διακρίνει τις διαδοχικές οικοδομικές φάσεις και την εξέλιξη της κατασκευής, από οθωμανικό τέμενος του δεύτερου μισού του 16ου αιώνα σε καθολική εκκλησία των Ενετών του 17ου και 18ου αιώνα και τέλος σε ορθόδοξο ναό μετά την απελευθέρωση – αφού προηγουμένως μεσολαβεί η επαναλειτουργία του ως τζαμί κατά τη δεύτερη οθωμανική κυριαρχία. Φαίνεται η χαρακτηριστική τετράγωνη κάτοψη του χώρου προσευχής με τους τέσσερις πεσσούς και το βάθρο του μιναρέ που διατηρείται ακόμα και σήμερα , χωρίς βέβαια τον υπόλοιπο κορμό της κατασκευής.
Η οργάνωση της κάτοψης με τους τέσσερις εσωτερικούς πεσσούς, οι οποίοι στηρίζουν τον υπερκείμενο τρούλο, αποτελεί παραλλαγή του απλούστερου τύπου με τον ελεύθερο από υποστηρίγματα τετραγωνικής κάτοψης, χώρο προσευχής.
Η προσθήκη του καμπαναριού από του Ενετούς, πιθανότατα πήρε τη θέση κιονοστήρικτου προστώου, αντίστοιχου του Μεγάλου Τζαμιού της πλατείας Συντάγματος, που καταστράφηκε σε άγνωστο χρόνο και για άγνωστη, προς το παρόν, αιτία.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί και ο χαρακτηριστικός νοτιοανατολικός προσανατολισμός του κτηρίου – ενδεικτικός των μουσουλμανικών τεμενών – που διαφοροποιείται έντονα σε σχέση με τις περιβάλλουσες χαράξεις και συμφωνεί σχεδόν απόλυτα με τον αντίστοιχου προσανατολισμό του τζαμιού στην πλατεία Συντάγματος. Η επισήμανση αυτή αποκτά επιπλέον σημασία αν συνυπολογίσει κανείς – πέρα από τη δραματική διαφορετική αρχιτεκτονική φυσιογνωμία που είναι και αυτή άξια αναφοράς – τον ανατολικό προσανατολισμό του Ιερού Ναού Γενεσίου Θεοτόκου – του Ναού της Παναγίας – στο δυτικό μέρος της πόλης, ο οποίος αποτελεί μεταβυζαντινό ενετικό κτίσμα του 15ου αιώνα, είναι δηλαδή, σύμφωνα με όσους υποστηρίζουν την ενετική καταγωγή του Μητροπολιτικού ναού, σχετικά σύγχρονος του Αγίου Γεωργίου.”
Μεταγενέστερη προσθήκη της δεκαετίας του 1830 είναι η δυτική εξωτερική στοά του ναού, που στηρίζει το υπερώο. Στο Δημοτικό Αρχείο Ναυπλιέων, που διασώζεται σήμερα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχεία Ν. Αργολίδος, υπάρχει τουλάχιστον μία καταγραφή εξόδων για την κατασκευή της στοάς και του κωδωνοστασίου το 1835. Η προσθήκη αυτή σε σχέση με τις χαμηλές και υποτονικές προσόψεις των ναών της τουρκοκρατίας, αποτελεί αντανάκλαση των κλασικιστικών αντιλήψεων που επικρατούν στο νεότευκτο βασίλειο.
Η στοά του Αγίου Γεωργίου με τη σειρά των αναγεννησιακών κιόνων και την επίπεδη πρόσοψη του ορόφου θεωρείται η πρώτη μιας σειράς παρόμοιων κατασκευών, που διαδίδεται ευρέως κατά τον 19ο αιώνα.
Κάτω από το κεντρικό παράθυρο της δυτικής στοάς υπάρχει η επιγραφή: Ο ΝΑΡΘΗΞ (ΟΥ)ΤΟΣ ΜΕΤΑ Τ(ΟΥ) ΚΑΜΠΑΝΑΡΙ(ΟΥ) / ΩΚΟΔΟΜΗΘΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΟΘΩΝΟΣ / Τ(ΟΥ) ΠΡΩΤ(ΟΥ) ΕΠΙΤΡΟΠΕΥΟΝΤΩΝ ΕΙΣ ΤΟΝ / ΙΕΡΟΝ Τ(ΟΥ)ΤΟΝ ΝΑΟΝ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ Α/ΔΡΙΑΝ(ΟΥ) ΠΑΠΠΑΓΙΑΝΝΟΠ(ΟΥ)Λ(ΟΥ) ΙΩΑΝΝ(ΟΥ) / ΝΙΚΟΛΟΠ(ΟΥ)Λ(ΟΥ) ΣΤΑΥΡ(ΟΥ) ΚΡΟΜΜΙΔΗ ΝΙΚΟ/ΛΑ(ΟΥ) ΓΑΛΑΝΟΠ(ΟΥ)Λ(ΟΥ). ΕΝ ΕΤΕΙ ΣΩΤΗ/ΡΙΩ 1834 .
ΦΕΥΡ(ΟΥ)ΑΡΙ(ΟΥ) . 18 . -.
Ο ναός την εποχή που το Ναύπλιο ήταν πρωτεύουσα του νεοϊδρυόμενου ελληνικού κράτους αποτέλεσε τον καθεδρικό του βασιλείου. Πολλές τελετές έλαβαν χώρα σ΄ αυτόν, κηρύγματα κ.λπ. Ο ίδιος ο Όθωνας το διάστημα της παραμονής του στο Ναύπλιο πρόσφερε στο ναό διάφορα ποσά για την ανακαίνισή του. Επίσημα εγκαινιάστηκε πολύ αργότερα το 1870. Η επιμέλεια για την καλή κατάσταση του ναού συνεχίστηκε μέχρι τις μέρες μας με την πραγματοποίηση πολλών εργασιών ανακαίνισης και επισκευής.
Σήμερα το εσωτερικό του ναού έχει δυτικότροπες τοιχογραφίες, οι οποίες έγιναν σε διάφορες φάσεις, από τον 19ο αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του 1960. Το εικονογραφικό πρόγραμμα των τοιχογραφιών του ναού ακολουθεί γενικά το τυπικό σχήμα της εποχής (ιερό, τρούλος, πλάγιοι τοίχοι) παρουσιάζει όμως ενδιαφέρον στο κεντρικό τμήμα, εξαιτίας της ιδιόμορφης αρχιτεκτονικής διαρρύθμισης στο σημείο αυτό.
Στην κόγχη του ιερού εικονίζεται στο πάνω τμήμα η Πλατυτέρα και κάτω σε ζώνη ολόσωμοι ιεράρχες. Στους ανατολικούς τοίχους εικονίζεται η Θεία Μετάληψη (πάνω από την κόγχη) και οι παραστάσεις του Χριστού να κηρύττει (αριστερά) και του θαύματος της σωτηρίας του Πέτρου στη θάλασσα (δεξιά). Στην Πρόθεση (βόρεια Αγία Τράπεζα) εικονογραφείται η Γέννηση του Χριστού και στο Διακονικό (νότια Αγία Τράπεζα) ο Παλαιός των Ημερών. Στο κέντρο του ναού δεσπόζει ο χαμηλός χωρίς τύμπανο τρούλος με τη μορφή του Παντοκράτορα στο βάθος [εικ. Δ. 1].
Ο θόλος διακόπτεται από τέσσερα παράθυρα και κοσμείται με ένα στρο ουρανό και χρωματισμένες, γύψινες, μπαρόκ διακοσμήσεις, οι οποίες απλώνονται και στα τεταρτοσφαίρια. Ανάμεσα στα παράθυρα, συμμετρικά τοποθετημένα, διακρίνονται τέσσερα οβάλ ανάγλυφα διάχωρα, στα οποία εικονίζονται: η επτάφωτος λυχνία, οι πλάκες του νόμου, ανοιχτή Βίβλος και το Άγιο Δισκοπότηρο. Στα τεταρτοσφαίρια εικονίζονται οι ευαγγελιστές και στα εσωράχια των τεσσάρων τόξων, τα οποία στηρίζουν τον τρούλο, εικονίζονται σε στηθάρια συνολικά είκοσι τέσσερεις (24) προφήτες.
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ύπαρξη τεσσάρων υπερμεγεθών παραστάσεων στους ισάριθμους κοίλους χώρους, που διαμορφώνονται κάτω από τον τρούλο και κατά μήκος των τεσσάρων αξόνων του ναού. Είναι οι παραστάσεις του Μυστικού Δείπνου [εικ. Δ. 3], της Μεταμόρφωσης, της Βαϊοφόρου [εικ. Δ. 2] και της Ανάληψης. Οι παραστάσεις επιβάλλονται με το μέγεθος και τη θέση τους και σε συνδυασμό με τον πλατύ τρούλο δημιουργούν μνημειακή αίσθηση στον κεντρικό χώρο του ναού. Η μαρμάρινη βασιλική εξέδρα με το βελούδινο σκέπαστρο δίπλα στο δεσποτικό θρόνο επιτείνει αυτή την αίσθηση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η ύπαρξη μεγάλων παραστάσεων στους πλάγιους τοίχους του εγκάρσιου κεντρικού χώρου, που διαμορφώνεται κάτω από τον τρούλο. Είναι ο Ιησούς προ του Πιλάτου και η Σύλληψη του Ιησού (νότιος τοίχος) και η Κοίμηση της Θεοτόκου και η Σταύρωση (βόρειος τοίχος).
Στους πλάγιους τοίχους, εικονίζονται άγιοι και αγίες ολόσωμοι/μες ή σε στηθάρια. Τέλος στο χώρο μπροστά στο Ιερό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι παραστάσεις Άνωθεν οι Προφήται [εικ. Δ. 4], του Άγιου Φανουρίου [εικ. Δ. 5] και της Aγίας Τριάδας στους δύο ογκώδεις ανατολικούς πεσσούς.
Οι τοιχογραφίες του ναού έγιναν σε διάφορες φάσεις, από τον 19ο αιώνα μέχρι και τη δεκαετία του 1960 και σε πολλές περιπτώσεις επιζωγραφίστηκαν παλαιότερες παραστάσεις αλλοιώνοντας τον αρχικό τους χαρακτήρα.
Όλες οι μέχρι στιγμής αναφορές συγκλίνουν στην άποψη ότι οι τοιχογραφίες φιλοτεχνήθηκαν από τον Δημήτριο Βυζάντιο. Μάλιστα θεωρείται ότι ο Βυζάντιος δεν αγιογράφησε εξαρχής τον ναό, αλλά απλώς επιζωγράφισε παλαιότερες «ἐξηλειμμένας, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐκ τοῦ χρόνου» βενετσιάνικες παραστάσεις «Ἰταλικῆς σχολῆς τοῦ ΙΖ’ αἰῶνος» και μάλιστα με «τα σκληρά περιγράμματα και την παγερότητα του κλασικισμού». Παράλληλα στη σχετική βιβλιογραφία ιδιαίτερη μνεία γίνεται για την παράσταση του Μυστικού Δείπνου [εικ. Δ. 3], αγνώστου ζωγράφου, που βρίσκεται στην κοίλη και πλάγια οροφή (θόλο) της ανατολικής κεραίας του
ναού κάτω από τον τρούλο, που αντιγράφει τη γνωστή παράσταση του Leonardo da Vinci. Για την παράσταση αυτή έχει καταγραφεί στη βιβλιογραφία η ανεπιβεβαίωτη πληροφορία ότι αποτελεί δώρο του βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας πατέρα του Όθωνα.
Η σύγχυση ως προς τη χρονολόγηση και την ταυτότητα των ζωγράφων των τοιχογραφιών επιτείνεται και από τη σύντομη περιγραφή του Λαμπρυνίδη, η οποία σημειωτέον έγινε το 1898:
«Ἡ ἐν γένει ζωγραφικὴ τοῦ Ναοῦ εἶναι ἐλαφρὰ καὶ ἀρκούντως ἐπιτυχής· αἱ γραφαὶ τῶν λοιπῶν θόλων εἶναι ἀλληγορικαὶ ἀφθονούντων τῶν ἑξαπτερύγων Χερουβὶμ περὶ τὴν μυστικὴν Λυχνίαν. Τὰς Γραφὰς ταύτας […] ἀνακαίνισε, μετὰ τὴν ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ἀνάκτησιν τοῦ Ναυπλίου, τῷ 1823, ὁ Ἕλλην Ζωγράφος Δ. Κ. Βυζάντιος, ὡς νῦν ὑφίστανται»
Η περιγραφή αυτή ταιριάζει με την αντίστοιχη του Buchon, ο οποίος επισκέφθηκε το ναό το 1841.
Η λύση των προβλημάτων ως προς την ταυτότητα των ζωγράφων των τοιχογραφιών υποβοηθείται καθοριστικά από την έρευνα στο Δημοτικό Αρχείο Ναυπλίου. Σύμφωνα με την διδακτορική διατριβή του Νικόλαου Γραίκου Έχουν βρεθεί στο δημοτικό αρχείο ιδιόχειρες επιστολές του Δ. Βυζάντιου αλλά και του Ευθύμιου Παπακωστόπουλου, οι οποίοι ζητούν από το Δήμο την πληρωμή της εργασίας τους για συγκεκριμένες αγιογραφίες στον Άγιο Γεώργιο. (Ωε αγιογράφοι του ναού κατονομάζονται από την παραπάνω διδακτορική διατριβή οι: Δ. Κ. Βυζάντιος, Ευθύμιος Παπακωστόπουλος, Γεωργαντάς, Α. Πολίτης και ο Γ. Κ. Πανούτσος.
Το τέμπλο του ναού είναι μαρμάρινο και χαμηλό και γι΄ αυτό το εικονογραφικό του πρόγραμμα είναι απλό και αποτελείται από μία μόνο σειρά είκοσι (20) δεσποτικών εικόνων (μαζί με τις πλάγιες θύρες). Μόνο πάνω από την Ωραία Πύλη υπάρχει η παράσταση του Μυστικού Δείπνου ζωγραφισμένη από ανώνυμο δυτικότροπο αγιογράφο του 20ου αι. Εκτείνεται όμως σε μεγάλο πλάτος και διαιρείται ουσιαστικά σε τρία τμήματα αφού ο ναός είναι τρισυπόστατος. Η ιδιάζουσα διαμόρφωση της μαρμάρινης κατασκευής εκτός από τα κανονικά ανοίγματα δημιουργεί τέσσερα μικρά στενόμακρα ανοίγματα στα οποία τοποθετούνται μεμονωμένες άγιες μορφές.
Στο τέμπλο εκτός από τους συνήθεις αγίους τοποθετούνται και άγιοι της τοπικής εκκλησίας, όπως ο άγιος Θεοδόσιος ο νέος και ο άγιος Πέτρος Άργους. Σε περίοπτη επίσης θέση δίπλα στην εφέστια εικόνα του αγίου Γεωργίου τοποθετείται ο απόστολος Ανδρέας, ο οποίος θεωρείται ο ιδρυτής της εκκλησίας της Αργολίδας.
Αρχές του Απριλίου ανακοινώθηκε πως θα ξεκινήσουν εργασίες συντήρησης του ναού σε συνεργασία της Μητρόπολης Αργολίδας και του Δήμου Ναυπλιέων.
ΠΗΓΕΣ
“Ανάμπολι το Οθωμανικό Ναύπλιο” Δημήτρης Δερζέκος
nafplio-tour.gr
Ακαδημαϊκές τάσεις της εκκλησιαστικής ζωγραφικής στην Ελλάδα
κατά τον 19 αιώνα – Ν. Γραικός
Η Ναυπλία – Μ. Λαμπρυνίδης
Σχετικά