Ανασκαφαί Ναυπλίας υπό Σεραφείμ Ι. Χαριτωνίδου, 1954
Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1954, Τόμος 109, 232-241
Μπορείτε να διαβάσετε ολόληρο το άρθρο από τα Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία στο ΨΗΦΙΑΚΟ ΑΠΟΘΕΤΗΡΙΟ μας
Η εφετινή ανασκαφή περιωρίσθη τοπικώς κατά τον παρά την οικίαν Γκιόζου εις εκατόν περίπου μέτρων απόστασιν άνατολικώς του άνεγειρομενού Νοσοκομείου Ναυπλίου χώρον, ένθα αι δοκιμαστικαί σκαφαί του προηγουμένου έτους είχον δείξει ότι ύπήρχον πυκναί ταφαί εν πίθοις (εγχυτρισμοί) και άλλαι των υστέρων γεωμετρικών χρόνων.
Διά της διαδοχικής διανοίξεως συνεχομένων τάφρων απετελέσθη πλησιέστατα της οικίας Γκιόζου καί προς δυσμάς ταύτης ενιαίος τομεύς ακανόνιστου σχήματος πλησιάζοντος προς τό ορθογώνιον με προεξοχάς. Ο τομεύς ούτος περιελάμβανε πάσας τας εν πίθω ταφάς, εκτός μιας, ήτις ενεφανίσθη εν τη πλησιεστέρα προς άνατολάς τάφρο, ένθα ουδέν έτερον άξιον λόγου εσημειώθη. Άλλαι τάφροι ήνοίχθησαν έτι άνατολικώτερον καί μία προς βορράν, πάσαι είς μικράς από του κεντρικού τομέως αποστάσεις.
Ο τρόπος της εναποθέσεως των πίθων έν μικροίς λάκκοις και της εντός τούτων σταθεροποιήσεως αυτών διά λίθων εξετέθη ήδη επαρκώς έξ αφορμής των κατά το 1953 καθαρισθέντων πίθων. Επίμονος στρωματογραφική παρατήρησις και λεπτολόγος εξέτασις των ευρεθέντων οστράκων εβεβαίωσεν ότι πάσαι αι εν πίθοις ταφαί εγένοντο κατά τούς ύστερους γεωμετρικούς χρόνους. Τα έν τω αμέσως υπερκειμένω των πίθων στρώματι είναι της υστέρας φάσεως του αργολικού γεωμετρικού ρυθμού, το πλείστον μετά τινών πρωιμωτάτων πρωτοκορινθιακών, παραλλήλων χρονικώς. Το πράγμα, ως θά ίδη τις, έχει Ιδιαιτέραν σημασίαν διά τινα τών ευρημάτων (βλ. περιγραφήν πίθων XX, XVII καί XII). Ο λόγος νά χωρήση νυν περί ενός εκάστου πίθου, σημειουμένων των κυρίων χαρακτηριστικών και των τυχόν ιδιοτυπιών, αρχής γινομένης από ανατολών. Ο προσανατολισμός, ως παρετηρήθη ήδη από τού 1953, είναι σταθε ρώς ο αυτός με το στόμιον του πίθου — και την κεφαλήν του νεκρού — προς δυσμάς.
…
Ακολουθεί περιγραφή και φωτογραφίες των πίθων
…
ΚΤΙΣΤΟΣ ΤΑΦΟΣ ΧΧΙ
Ό τάφος ούτος, ως έδειξαν τά άνασκαφικά δεδομένα, είχε κατασκευασθή είς τον πυθμένα ορύγματος ορθογωνίου διαστ. 2.50×3 μ. περίπου και βάθους σχεδόν 2 μ. ‘Ο τάφος, μικρών διαστάσεων (1.10×0.70 μ. έσωτερικώς) έκαλύπτετο διά μεγάλων πλακών (διαστάσεων 0.60×0.85×0.20 και 1.00×0.70×0.11 μ.), επί τών οποίων είχεν εναποτεθή και ετέρα ταφή έστρωμένη διά χαλίκων και έκτερισμένη διά χαλκής περόνης, μονώτου κυπέλλου καί δύο οινοχοών (βλ. είκ. 4). Εντός του κυρίως τάφου διετηρείτο άριστα εν στάσει συνεσταλμένη ο σκελετός ανδρός μέ την κεφαλήν κατά τήν νοτιοανατολικήν γωνίαν. Μετ’ αύτοΰ είχον εναποτεθή τέσσαρα αγγεία — δύο οινοχόαι, άμφορίσκος καί σκύφος — καί όπλα σιδηρά καί τριπτήρ μέ οπήν (είκ. 5), ως καί χαλκούς δακτύλιος.
Το όρυγμα ήτο πεπληρωμένον λίθων καί τεμαχίων αγγείων, εύρέθηκαν δ’ εν αύτω καί χαλκοί δακτύλιοι και χάνδρα εκ χρυσού ελάσματος. Έκ τών τεμαχίων άπετελέσθησαν πλήρης μέν οίνοχόη (τούτου μόνον του αγγείου τα τεμάχια είχον ευρεθή όλα όμού και δεν ενεφάνιζον διασποράν), μέρη μικροτέρας καί μέγα μέρος στάμνου (είκ. 6) τύπου γνωστού έκ Τίρυνθος (πρβλ. Tiryns I πίν. XIX, 5). ’Ιδιαιτέρως άφθονοι ήσαν οι σκύφοι: έμετρήθησαν εξ πλήρεις βάσεις καί τεμάχια δώδεκα άλλων. Η κεραμεική τόσον τού ορύγματος όσον καί άμφοτέρων τών ταφών ανάγεται εις την μεταξύ πρωίμου καί ωρίμου γεωμετρικού ρυθμού περίοδον, ήτοι εις τούς περί τό 800 π. X. χρόνους, είναι δηλαδή ό κτιστός τάφος υπέρ τά πεντήκοντα έτη αρχαιότερος τών εν πίθοις ταφών.