Το Ναύπλιο ως κέντρο του νεοελληνικού κράτους
Οι αλλαγές που έφερε στην πόλη του Ναυπλίου η επανάσταση και η δημιουργία του νέου κράτους.
Σκίτσο του Ναυπλίου, 1853 από τον Δανό αρχιτέκτονα Harald Conrad Stilling
Περίληψη από το άρθρο του Τρ. Σκλαβενίτη
“ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ 1833 – 1862”
Η στενή καστρόπολη, άδεια από τους Τούρκους, και οι γύρω περιοχές, με τις πρόχειρες κατοικίες και τις καλύβες τους, δέχτηκαν στα χρόνια της Επανάστασης τον εποικισμό των ηγετικών ομάδων, των αξιωματούχων και των κρατικών υπαλλήλων, αλλά κυρίως από όλους αυτούς που έτρεξαν στο Ναύπλιο από κάθε γωνιά του ελληνικού χώρου για να γευθούν την ελευθερία και να αναγεννήσουν την Ελλάδα.
Όσο και αν είναι υπερβολικός ο υπολογιζόμενος αριθμός των 20 χιλιάδων ψυχών (10.241 είναι ο επίσημος απογραφικός αριθμός του 1825) μας γεννά φρίκη, όταν αναλογιστούμε τις συνέπειες που είχε στις συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων εντός και εκτός των τειχών. Τα λόγια είναι του Λευκαδίτη υπαστυνόμου Σπυρίδωνος Μεταξά, τον Αύγουστο του 1825: “Παρατηρήσατε ότι ευρίσκονται εδώ μέσα υπέρ τες 20 χιλιάδες ψυχές. Πού κάθονται και πού πλαγιάζουν, κάθε ψυχή ανθρώπινη, θέλει απορήσει· εγώ ο ίδιος, όπου καθημερινώς περιφέρομαι εις όλα τα οσπίτια, θαυμάζω πώς υποφέρουν 30 και 40 ψυχαί μέσα εις ένα ονδάν, τα κατώγια γιομάτα, οι σάλες γιομάτες, ώστε που και επάνω εις κεραμίδια μερικών οσπιτίων κοιμούνται.”
Οι κατάλογοι των αρχηγών των οικογενειών δείχνουν μια ευρύτατη γεωγραφική προέλευση των εποίκων και πλατύ το φάσμα των επαγγελμάτων τους. Το Ναύπλιο για τους πολλούς μοιάζει με καταφύγιο και όχι τόπος ευκαιρίας για αποκατάσταση. Η όποια προσπάθεια αποσυμφόρησης της πόλης τα επόμενα χρόνια φαίνεται ότι είχε μικρά αποτελέσματα.
Η είδηση του ερχομού του Κυβερνήτη το 1828 έφερε και άλλο κύμα εποίκων. Η μαρτυρία είναι του Σπυρίδωνα Βαλέτα (1779-1843), που έρχεται οικογενειακώς από το Φιούμε και την Τεργέστη στο Ναύπλιο και ύστερα από 20 ημέρες ταλαιπωρίας παρατηρεί, τον Δεκέμβριο του 1829: “Το Ναύπλιον είναι νοσωδέστατον· καθ’ ημέραν ακούω νοσήματα δεινά και θανατηφόρα […] μεγίστη στέρησις όλων των αναγκαίων, και το χειρότερον, δεν ευρίσκεται οίκος κατοικήσεως άξιος· είδα και έπαθα διά να εύρω μίαν καλύβαν, διά να καταστήσω υπό στέγην την σύζυγόν μου και το παιδίον μου, και να αναπαύσω οπωσούν τα ασθενή ταύτα όντα μετά την μακράν κακουχίαν της διαπλεύσεως. Ήξευρα, ότι η Κυβέρνησις ευρίσκετο εις Αίγιναν, κακή τύχη την ηύρα εδώ· το πλήθος τών εν πράγμασι ανθρώπων επροξένησε και την στενοχωρίαν των κατοικημάτων, και την έλλειψιν των τροφών· μ’ όλα ταύτα είμαι υπόχρεως να διατρίψω εδώ τρεις μήνας, επειδή ήτον αδύνατον να εύρω οίκον διά ολιγώτερον καιρόν. Μετά την τριμηνίαν ταύτην, αν ζήσω, δεν ηξεύρω πού να υπάγω· πανταχού της Ελλάδος, ως βεβαιούμαι, θέλω ευρεί τα αυτά κακά, και ακολούθως μετανοώ, και βλασφημώ την ώραν, καθ’ ην απεφάσισα να αφήσω το καθαρώτατον, και υγιεινότατον Φιούμε, διά να έλθω εις τοιούτον τόπον, όπου άλλο τι δεν υπάρχει άφθονον, πλην η αισχροτάτη κακοήθεια, και η εσχάτη απαιδευσία· όπου, το δεινότερον, με παραφυλάττει ο θάνατος εις πάσαν ώραν. Τι να κάμω; Υπομονή· δεν με ηπάτησαν ούτε οι φίλοι, ούτε οι εχθροί· με ηπάτησε ο πολύς μου γραικισμός, όστις ήλθε να λάβη τα επίχειρα του παραλόγου ενθουσιασμού του εις την Γραικίαν· αυτήν την ελεεινήν και αξιοδάκρυτον.”
Τον εποικισμό θα επαυξήσει ακόμα περισσότερο η άφιξη του Όθωνα, των αξιωματούχων που τον συνόδευαν, και των χιλιάδων Βαυαρών στρατιωτών. Ο μεγάλος εποικισμός, και κυρίως η εγκατάσταση της κυβέρνησης στα χρόνια του Αγώνα, του Καποδίστρια και της Αντιβασιλείας, θα οδηγήσουν στην αναβάθμιση των υποδομών της πόλης και των προαστίων, που θα δει τις τούρκικες οικοδομές να μεταβάλλονται σε καποδιστριακά κτήρια και αργότερα σε νεοκλασικά, δημόσια και ιδιωτικά.
Η απόφαση του 1834 για μεταφορά της πρωτεύουσας στην Αθήνα, έκανε τους Ναυπλιώτες να νιώσουν την απώλεια των προνομίων τους και υποστήριξαν τη διαμαρτυρία τους αλλά και το παράπονό τους,στις επιστολές τους προς τον Όθωνα με επιχειρήματα ηθικά, καθώς η πόλη και οι ιστορικοί της τίτλοι ήταν γι’ αυτούς, ως κατοίκους της, αξία που υποτιμήθηκε και οδήγησε την πόλη σε “κατώτερη κατηγορία”.
Η διαμαρτυρία τους και η διεκδίκησή τους θα εμποδίσει την απώλεια των προνομίων που απόμειναν, όπως το Εφετείο και το Γυμνάσιο, και θα εξασφαλίσει αντισταθμιστικά ωφέλη. Όπως ήταν η επιτυχής προσπάθεια της Δημογεροντίας Ναυπλίου να καθιερωθεί ο επετειακός εορτασμός των Αποβατηρίων της 25ης Ιανουαρίου 1833 με τη θεμελίωση μνημείου στον χώρο των αποβατηρίων. Τον επόμενο χρόνο, 1835, ο Όθωνας θα έλθει από την Αθήνα καθιερώνοντας τον κυριότερο από τους επίσημους βασιλικούς εορτασμούς, που φαίνεται να συντηρεί το μεγαλείο της παλαιάς δόξας.
Σχέδιο της πόλης του Ναυπλίου 1833
Οι δημόσιοι χώροι, φρούρια, πύλες, στρατώνες πιστοποιούν το πάτημα της ιστορίας σε κάθε ματιά, τη διαδοχή των κατακτητών. Οι μεγάλες ανατροπές στην τέχνη του πολέμου και των οχυρώσεων, σε συνδυασμό με τις ανάγκες υγιεινής της πόλης και τις στρατηγικές ανάπτυξής της, οδήγησαν στις αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου με τις οποίες κατεδαφίστηκαν σταδιακά τα τείχη της πόλης. Έτσι οι δρόμοι, οι πλατείες και το λιμάνι έγιναν και χώροι της ναυπλιακής καθημερινότητας και των οικονομικών συναλλαγών, σε μια πόλη εποίκων που έγιναν αστοί, και επομένως οι διακρίσεις των τάξεων και η σύμπτυξη των ελίτ δεν κληρονομήθηκαν, αλλά διεκδικούνταν και διαμορφώνονταν.
ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ
Άγιος Γεώργιος και δίπλα το Ενετικό κτήριο (δεξιά) όπου στεγάστηκε η Εθνική Τυπογραφία(Leo von Klenze, 1834)
Οι εκκλησίες, πρώην τζαμιά, και εκείνα πρώην εκκλησίες, διαμορφώνονται ταχύτατα για να υπηρετήσουν τις λατρευτικές ανάγκες του συμπαγούς ορθόδοξου πληθυσμού της πόλης με τις ενορίες και τις συντεχνίες της, με εκλεκτικές αρχιτεκτονικές λύσεις και τοιχογραφίες και εικονογραφίες.
ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
Το σημερινό νεκροταφείο, εκτός πόλης, με δαπάνη του μεγαλέμπορου Μιχαήλ Ιατρού υπέρ του Δήμου Ναυπλίας το 1852, όπου σώζονται κλασικίζοντα μνημεία της τηνιακής γλυπτικής της εποχής.14 Είχε προηγηθεί ο Βαυαρός κλασικιστής γλύπτης Christian Siegel με τον Λέοντα στον βράχο της Πρόνοιας, στη μνήμη των Βαυαρών που χάθηκαν, με χορηγία του Λουδοβίκου της Βαυαρίας το 1841.
ΜΝΗΜΕΙΟ ΥΨΗΛΑΝΤΗ
Μεγαλύτερη σημασία για την ιστορική μνήμη και την εθνική διαπαιδαγώγηση είχε η ανέγερση του μνημείου του Δημητρίου Κ. Υψηλάντη (1793-1832) από τον αδελφό του Γεώργιο στις 13 Μαΐου 1843. Το μαρμάρινο μνημείο μεταφέρθηκε από τη Βιέννη και στήθηκε στην κεντρική Πλατεία του Πλατάνου, μπροστά στο στεγασμένο μέσα στο τζαμί της πλατείας Δημοτικό σχολείο αρρένων. Η ανέγερσή του συνδυάστηκε με την ανακομιδή των οστών του Υψηλάντη σε αυτό το μνημείο από τον νάρθηκα του Αγίου Γεωργίου.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Μεγάλο είναι το κεφάλαιο της ιστορίας της εκπαίδευσης στο Ναύπλιο και εξ αιτίας των απαρχών και της συνέχειας κατά τα επαναστατικά και τα καποδιστριακά χρόνια αλλά κυρίως λόγω της συνεχούς και γενικά καλής λειτουργίας του Γυμνασίου από το 1833, το οποίο εξυπηρετούσε το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου, αφού μόνο η Πάτρα απόκτησε Γυμνάσιο από το 1835 και η Τρίπολη από το 1861. Το Γυμνάσιο Ναυπλίας υποδέχεται τη μεγάλη πλειονότητα των μαθητών και από τους νομούς Αρκαδίας, Λακωνίας και Μεσσηνίας.
ΓΥΜΝΑΣΙΟ
Με το Γυμνάσιο Ναυπλίου συνδέονται, αφού φιλοξενήθηκαν στις αίθουσές του, οι απογευματινές παραδόσεις νομικών μαθημάτων, δημόσια και δωρεάν, από το τέλος του 1837 και το 1838 από τον Λέοντα Γ. Μελά, Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, που παρέδιδε δύο φορές την εβδομάδα Ποινικό ή Εγκληματικό Δίκαιο. Ο Εδουάρδος Μάσσων, γνωστός Σκώτος νομικός, που εξέδιδε το 1838 στο Ναύπλιο το νομικό περιοδικό Παρατηρητής, παρέδιδε Ρωμαϊκό Δίκαιο, ο Κωνσταντίνος Αξελός, εκδότης της εφημερίδος Νομική (1837-1860) παρέδιδε δύο φορές την εβδομάδα Πολιτική Δικονομία και Αρχές του Πολιτικού Δικαίου και ο Κωνσταντίνος Τριανταφύλλης, δικηγόρος, παρέδιδε κάθε Τετάρτη Πολιτικό Δίκαιο της Γαλλίας.
ΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
Όπως ήταν φυσικό για ένα νέο κράτος που προσπαθούσε να οργανωθεί, υπήρχε ενδιαφέρον στην πρωτεύουσα και τις μεγάλες πόλεις για τα νομικά. Στο Ναύπλιο από το 1824 παρατηρούνται προσπάθειες για την απόκτηση και τη διάχυση νομικής παιδείας που ίσως να αυξήθηκε και για λόγους διεκδικήσεων θέσεων εν όψει της ίδρυσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
Η ίδρυση το 1831 του Φιλολογικού Σπουδαστηρίου από τον Επτανήσιο γιατρό, λόγιο και βιβλιοθηκάριο της Ιονίου Ακαδημίας Ανδρέα Παπαδόπουλο Βρετό (1800-1876), που δάνειζε στα μέλη του βιβλία, περιοδικά και εφημερίδες με συνδρομή, παρ’ όλη τη θερμή υποστήριξη του Καποδίστρια δεν είχε μέλλον, όπως και η λέσχη Αρμονία (1833-1834),43 με αποτέλεσμα στο Ναύπλιο να μην ιδρυθεί Δημόσια Βιβλιοθήκη παρά μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Η σημαντική συμβατική σχολική βιβλιοθήκη του Γυμνασίου Ναυπλίου ούτε από τους διδάσκοντες ούτε από τους μαθητές χρησιμοποιήθηκε εξ αιτίας του προγράμματος, του τρόπου λειτουργίας του σχολείου και των διοικητικών αγκυλώσεων, και δεν εξελίχθηκε σε δημόσια.
ΣΥΛΛΟΓΟΙ
Οι σύλλογοι που ιδρύθηκαν στο Ναύπλιο, από το 1844 και ύστερα, οργάνωναν συζητήσεις για ηθικά, πολιτικά, δικαστικά και ιστορικά θέματα, αλλά δεν φαίνεται να φιλοδόξησαν να γίνουν ιδρυτές βιβλιοθήκης και αναγνωστηρίου. Ο σύλλογος Μουσείον ο Πλάτων συστάθηκε το 1844 από μαθητές του Γυμνασίου και υπαλλήλους, και οργάνωσε συζητήσεις για θέματα πολιτικά, δικαστικά, αρχών της ηθικής και για τις πράξεις μεγάλων ανδρών, ιδίως της αρχαίας και νεότερης ιστορίας. Ο Πλάτων υπήρχε ώς το 1851 και οι συζητήσεις σε αυτόν οδήγησαν σε ξυλοδαρμούς και μαχαιρώματα. Το 1846 ιδρύθηκε η φιλολογική εταιρεία Μουσείον ο Αριστείδης, την επιτροπή της οποίας αποτελούσαν οι Α. Οικονόμος, Αθ. Παναγιωτόπουλος και Κωνσταντίνος Δημητριάδης. «Φιλόμουσοί τινες νέοι συσκεφθέντες ενέκρινον να συστήσωσι Μουσείον υπό το σήμα Αριστείδης, σκοπόν έχων την Ηθικήν μόρφωσιν και διανοητικήν ανάπτυξιν».
ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΖΩΗ
Λίγα είναι τα στοιχεία που διαθέτουμε για την καλλιτεχνική ζωή και τις παραστάσεις σε μια εποχή που η έννοια του ελεύθερου χρόνου δεν είναι κατακτημένη, καθώς η κοινωνία προσπαθεί να αντιμετωπίσει με όλες της τις δυνάμεις τις βασικές ανάγκες επιβίωσης. Περισσότερο ευνοημένες είναι οι μουσικές εκδηλώσεις, καθώς συνδέονται με τους κεντρικούς θεσμούς της κοινωνίας και του κράτους, την εκκλησία και τον στρατό. Λιγότερο ευνοημένες είναι οι θεατρικές παραστάσεις, από τις οποίες, αν αφαιρέσουμε τις σχολικές, που είναι θεσμοθετημένες αλλά και περιορισμένες στη σχολική διαδικασία, και τις ερασιτεχνικές που δεν υπακούουν σε κανονικότητες, μένουν οι επαγγελματικές παραστάσεις των περιοδευόντων θιάσων, για τις οποίες αναζητούμε μαρτυρίες.
ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ – ΛΟΓΙΟΙ
Μέσα στον υπερπληθυσμό που συγκεντρώθηκε στο Ναύπλιο ώς τα Αποβατήρια του Όθωνα, υπήρχαν και αρκετοί λογοτέχνες, σπουδασμένοι και αυτοδίδακτοι δημοσιολόγοι και εκπαιδευτικοί, συγγραφείς σχολικών βιβλίων. Ο Αγώνας του 1821 και οι δύσκολες καταστάσεις που ακολούθησαν και έθεταν πιεστικά το εθνικό και το κοινωνικό πρόβλημα, κίνησαν τη γραφίδα τους και τα οκτώ, αλλά στοιχειώδη, τυπογραφικά εργαστήρια του Ναυπλίου δέχτηκαν παραγγελίες για εκτύπωση των δημιουργημάτων τους. Ανάμεσα στους λογοτέχνες αναγνωρίζονται τα ονόματα των αδελφών Αλέξανδρου και Παναγιώτη Σούτσου, του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, του Δημητρίου Κ. Βυζάντιου και του Μ. Χουρμούζη, του Γεωργίου Τερτσέτη και του Δημητρίου Γουζέλη. Ξεχωρίζουν οι σπουδαιότεροι δημοσιολόγοι Γρηγόριος Παλαιολόγος, Αναστάσιος Πολυζωίδης, Χριστόδουλος Κλωνάρης, Ιωάννης Φιλήμων, Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, Νικόλαος Σκούφος και Διονύσιος Πύρρος. Από αυτούς κανένας δεν θα παραμείνει στο Ναύπλιο ώς το τέλος της δεκαετίας του 1830. Θα ακολουθήσουν τον βασιλιά και την κυβέρνηση στην Αθήνα.
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΑ – ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ
Στην Αθήνα, επίσης, θα μεταφερθούν και τα επτά από τα οκτώ τυπογραφεία, με πρώτο το κρατικό. Στο Ναύπλιο θα παραμείνει το τυπογραφείο του Κωνσταντίνου Τόμπρα Κυδωνιέως (1784-1846) και του Κωνσταντίνου Ιωαννίδου Σμυρναίου (1816-1879).
Οι αριθμοί είναι χαρακτηριστικοί για την εκδοτική παραγωγή: από τα 60 βιβλία που τυπώθηκαν την περίοδο 1833-1836, τα 21 τυπώνονται στην τυπογραφία της Διοικήσεως, 15 στα άλλα έξι τυπογραφεία (Κ. Ράλλης 7, Κονταξής – Λουλάκης 3, Εμμ. Αντωνιάδης 2, Α. και Ν. Αγγελίδης 1, Ν. Παπαδόπουλος 1, Γ. Παπαδόπουλος 1) και 24 στο τυπογραφείο Τόμπρα – Ιωαννίδη. Τα μεγάλα και τα δύσκολα στέλνονται στην πρωτεύουσα, ανάμεσά τους και τα βιβλία των Ναυπλιωτών που κατοικούσαν στο Ναύπλιο ή ήταν μέτοικοι στην Αθήνα ή αλλού.
Στο Ναύπλιο τυπώνονται κάποια από τα βιβλία των λίγων συγγραφέων που παρέμειναν εκεί, και κυρίως των κρατικών υπαλλήλων, οι οποίοι στην πλειονότητά τους είναι καθηγητές και οι δάσκαλοι: Νικόλαος Σπηλιάδης, Λεόντιος Αναστασιάδης, Χαράλαμπος Παμπούκης, Γεώργιος Κόνδης, Αναστάσιος Μαυροκέφαλος, Κωνσταντίνος Δ. Βικέλας, Ευφροσύνη Κ. Δόκου –σύζυγος Κ. Βικέλα–, Νικόλαος Φλογαΐτης, Ιωσήφ Μαύρος, Κωνσταντίνος Αξελός, Νικόλαος Λοβιζέλλης, Αλέξανδρος Πλατύκας.
Οι πιό πολλές εφημερίδες στο ναύπλιο ήταν βραχύβιες, εκτός από την Εφημερίδα των κοινωφελών γνώσεων (1854-1858) του Αλέξανδρου Πλατύκα (από το φύλλο 3 με υπεύθυνο συντάκτη τον Ιωάννη Α. Καράμπελα και από το φύλλο 38 [1856] τον Αναγνώστη Καράμπελα) και την Εφημερίδα Νομική (1837-1860) του Κωνσταντίνου Αξελού. Οι εφημερίδες που κυκλοφόρησαν το 1833 είναι 4, το 1834 και 1835 κυκλοφόρησαν από 5, ενώ το 1836 δεν κυκλοφόρησε καμία. Από το 1837 ώς το 1862 κυκλοφορούν από 1 μέχρι 3 εφημερίδες, με μέσο όρο 1,6 ετησίως.
***Περισσότερα για τα τυπογραφεία και τις εφημερίδες στο Ναύπλιο μπορείτε να διαβάσετε online στο 2ο τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού “Ο ΑΝΑΠΛΙΩΤΗΣ“