ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ, ΑΙ ΦΥΛΑΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΥΠΛΙΟΥ
Ανδρέας Καρκαβίτσας
Περιοδικό ΕΣΤΙΑ, τεύχος 16, έτος ΙΖΙ’
1892
Πρώτη μου δουλειά, όταν έφθασα εις τό Ναύπλιον, ήτο νά ίδώ τό Παλαμήδι. Mε μισοκομένα γόνατα, άνέβην τά χίλια οκτακόσια ογδόντα σκαλοπάτια του κ’ έφθασα εις τήν κορφή.
“Εστριψα αριστερά κάτω άπο μία πύλη, πώχει τον λέοντα των Βενετσάνων επάνω της κ’ έτράβηξα ίσα στου Μιλτιάδη. Βέβαια σύμπτωσις, άλλα λυπηρά σύμπτωσις είνε οί φοβερές αυτες φυλακές νά έχουν τό όνομα του άμοιρου στρατηγού των Αθηναίων, ό όποίος καί αυτός εις τα σίδερα έξεψύχησε.
Καί τί φοβερές φυλακές– τί κρύο καί άψυχο κτίριο, αλήθεια! Φαντάζομαι τί ανατριχίλα θά πιάνη τον δυστυχισμένο κατάδικο όταν δια πρώτην φορλαν τό βλέπει άπ’ εξω. Τό λιοντάρι με τον τρανό βρυχηθμό του– ή τίγρις μέ τό άναμαλλιασμένο ποόσωπο καί τά φλογερά μάτια, αυτός ο δράκος του παοααυθιοΰ μέ τό φοβερον όγκος του καί τά τροχισμένα δόντια του οταν τα’ άνοιγε τριγύρω κ ελεγεν— ώχ, ώχ ! άνθοωπινό αίμα μυρίζει ! οχι, δεν έφόβιζε τόσον Οσον τό κτίριον αυτό με την έρημία καί την σιωπή του. Στέκεται ολόρθο έκεΐ βαρύ, εκπληκτικό με τά πλατειά στήθη του εμπρός κατά τό Αργος, με μιά σιδερένια πύλη στή μέση, με ζωνάρι επάνω κ’ επάλξεις όδοντωτάς ώσάν ένα επίγειο στόμα τής Κολάσεως, ολάνοικτο.
Ο σκοπός μου άνοιξε την πύλη κ’ έμπήκα εις μία μικρή λιθοστρωμένη αυλή. Δεξιά όρθιο έψήλωνε τό τείχος, αριστερά σκάλα πέτρινη άνέβαινεν εις τό έπάνω δώμα, όπου τό φυλακειον κ’ έφθανε τάς έπάλξεις γύρω. Εξω άπό τό φυ λακείον εκάθητο ό αξιωματικός με τον επιστάτη καί στήν ξύλινη γέφυρα που εβγαινεν άπό τόν ένα τοίχο εις τόν άλλον έπηγαινοήρχετο άλλος σκοπός μέ τό όπλον εις τό χέρι.
Έπήγα ίσα εις τήν γέφυρα, έσκυψα κ είδα δια πρώτην φοράν τους φυλακισμένους. Οί περισσότερόι ήσαν έξω, εις τήν τετράγωνη μικρή αυλή. Τά δώματα άνοίγουν άπό τες επτά ώρες το πρωί έως τες πέντε τό βράδυ καί βλέπουν λίγη μέρα καί παίρνουν λίγην αναψυχή οί κατάδικοι. Αλλοι επεριπάτουν άπάνου κάτου, με μικρά μουδιασμένα βήματα δύο δύο ή τρεις τρεις μαζί, άλλοι καταμόναχοι, μέ χαμηλωμένο κεφάλι, συλλογισμένοι, άλλος έπαιρνε νερό ένας μέ ποδιά, κάμνων τόν παντοπώλην εκεί μέσα, έδιδε καφέδες έπάνω εις στραβοχειλιασμένο δίσκο’ άλλοι καθισμένοι εις τά πεζούλια έπριόνιζαν ξυλάκια είτ’ ένλυφον κόκκαλα διά τήν τέχνη τους, ένας έστριφε άλύσια, άλλος έπλεκε καλτσοδέτες καί τρείς άλλοι εις τή γωνιά άπάνου εις μία σανίδα, μισόγυμνοι έσαπούνζον τ’ άσπρόρουχά τους !
Κάποιος έσηκωσε τό κεφάλι του καί μ’ είδε. Mε μιας όλα τα μάτια, γαλανά καί μαύρα καί μπιρμπιλά μάτια, έστηλώθησαν όλα επάνω μου. Κ’ εύθύς άρχισαν όμάδι, άλλοι εδώ, άλλοι έκεί, νά τρέχουν εις τά δώματα καί νά ετοιμάζουν τά έργόχερά τους. Βλέπω ένα καί μου σηκώνει εις ψηλό κοντάρι τό κουτάκι του γεμάτο άπό κεντητούς σουγιάδες καί πίπες. Αλλος ψηλώνει ένα κοντάρι μέ καρέλι εις τήν κορφήν καί σύρων τό σχοινί μου άνεβάζει το καλαθάκι του γεμάτο άπό κοκκαλένια πόμολά καί σουγιάδες καί χιλάλια. Άλλος μου ρίχνει το μαντήλι του μ’ ένα κόμπο’ λύνω τόν κόμπο κ’ ευρίσκω ένα Βούρδουλα ομορφοπλεμένον άπό λεπτό άσπρο σύρμα. Κ’ έμεναν όλοι όρθιοι έκείνος με το καλάθι, ζωσμένο κρατών τό σχοινί εις την μέση του, ο άλλος μέ τό κοντάρι στηριγμένο εις τά στήθη του έμισότρεμε άλλά έστεκε κολώνα μέσα εις τήν αύλή κ’ επερίμενεν. Οί άλλοι μέ τά μαντήλια μου έγνεφαν νά τους τά ρίξω με άλλον κόμπον, τής επιθυμίας των, ένω τ άσπρα τους πρόσωπα, καί τά χείλη τους τά ψημένα μου έχαμογέλων δίχως όρεξι καί οί λοιποί εκύττζαν μ’ ένδιαφέρον τό τί θά κάμω καί τί θα δώσω. Καί ο καλός άξιωματικός που έστεκεν εις τό πλευρό μου έλεγεν ότι όλοι εκείνοι ήσαν διά θάνατον είτε ίσοβιως καταδικασμένοι καί m’ έδειχνε έναν έναν, με τ’ όνομα του και τα πίκρα του κατορθώματα.
— Νά, εκείνος είνε ό Σπανός, ό ληστής. Έκείvoc ό Ρεντίφης άπό το Χέλι. Τούτο:ς είνε ’πιζωήτης· τούτος θανατοφόρος.
Εις μία γωνιά τής αύλής βλέπω τήν θύρα μανταλωμένη καί τρία κεφάλια πού κύτταζαν άπό τό στρογγυλό σιδηροφραγμένο παραθύρι. Λιοντάρια μέσα εις το κλουβί δέν θά κύτταζαν έτσι.
— Αυτούς γιατί τούς έχετε κλεισμένους; ερώτησα τον αξιωματικόν.
— Έκεΐ είνε ο Άράπης· όποιοι κάνουν άτακτα τούς βάνουμ’ έκεί. Αυτοί έπιάστηκαν προχθές μέ τούς άλλους μέσα ’ς τη Στενή.
— Γιατί ’πιάστηκαν ;
— Γιά τά πολιτικά’ έχουν κόμματα κ’ έδώ μέσα· είνε παρέες παρέες καί μή γυρεύης τι τραβούμε κάθε ημέρα. Χθές έμαχαίρωσαν ένα.
— Κ ’ ή Στενή ποιά είνε ;
— Νά την.
Έφθάσαμεν εις τήν άλλην άκρη τής γεφύρας. Σκύφτω κάτω’ σκοτάδι. Όταν έσυνήθισαν τά μάτια μου βλέπω εις στενήν αυλήν, τριών πηχών μάκρος καί μιας μόνον πλάτος, είκοσι είκοσιπέντε ανθρώπους, ελεεινούς, άγριους, πατεϊς με πατώσε, τον ένα κοντά εις τον άλλο. Καί αυτή ήτο ή αύλή όπου τούς έβγαζαν νά ίδούν τό φώς τής ήμέρας! Καί μέσα εις τό ντουβάρι, ώσάν δύο σπηλιές, ήσαν δύο δώματα οπου τούς έμαντάλωναν τήν νύκτα. Όσοι ήσαν έξω τήν ώραν έκείνην ήσαν άπο το ένα μόνο δώμα, του άλλου ήσαν κατάκλειστοι. Διότι άπό τούς συχνούς καυγάδες των, οί ίδιοι έζήτησαν νά μένη άπο μισήν ήμέρα κάθε δώμα άνοικτόν, διά νά μή σμίξουν καί πετσοκοπούν καμμιά ώρα.
— Κ ’εδώ βάζομε όσους δεν κάνουν φρόνιμα· μου είπεν ό άξιωματικός.
— Πώς περνούν τήν ήμέρα τους· τον έρώτησα.
— Όσοι ξέρουν τέχνη κάτι κάνουν οι άλλοι ετσι γυρίζουν.
— Διαβάζουν τίποτε ;
— Μπά. Μιά φορά τούς έφεραν ιερά βιβλία άπο την βασίλισσα’ μά τά σχισαν άμέσως. Κ’ έγέλασεν ό καλός άνθρωπος, κατακρίνων αυτούς.
Μά εγώ δεν έγέλασα ούτε τούς κατακρίνω. ΙΙώς θέλετε νά διαβάσουν καί τί Θεό νά δοξάσουν. οι δύστυχοι έκεΐ μέσα ; Ό άνθρωπος διαβάζει καί δοξολογεί τόν Θεόν διότι τόν άφίνει καί ζή καί χαίρεται τό φώς καί τά καλά του, όταν έχη ήσυχο τό μυαλό. Τί ήσυχον όμως μυαλό θά έχουν αυτοί, που άλλοι κάθε ώρα καί κάθε στιγμή τού ύπνου τους βλέπουν άπάν ’ άπό τό κεφάλι τους τόν Άμοιραδάκη μέ τήν φοβερή του μηχανή καί άλλοι λογαριάζουν πώς δεν θά εβγουν έκειθε παρά νεκροί, πώς δέν θά ίδούν ποτέ πλέον, ποτέ ούτε πατρίδα, ούτε συγγενείς καί φίλους, ούτε θά σφίξουν εις τήν αγκαλιά τους γυναίκα, ούτε θ’ άναστήσουν παιδια ; Καί θέλετε οί άνθρωποι αύτοί νά μήν είνε άνήμεροι, νά μήν έχουν μοναχή των φροντίδα πώς νά ελευθερωθούν. Νά ελευθερωθούν όχι μόνον άπό τά σίδερα άλλά καί άπό τήν βρώμα, άπό τήν ψείρα, άπό τήν ύγρασία πού τούς σκάβει νυχταημέρα τά κουφάρια. Ένα βρώμιο σώμα, πώς θέλετε νά έχη τον νουν του εις τον άμόλυντο δημιουργό, καί νά κυττάζη μέ άγαθό μάτι τόν έξω κόσμο; Βρώμιο σώμα, βρώμια θά κάμη καί τή ψυχή. “Ας ελθη έκείνο τό άφηρημένο σκίασμα του Νόμου νά γίνη διά μία στιγμή άνθρωπος ωσάν αυτούς καί τότε τά ’μιλαμε.
— Θέλεις νά πας καί μέσα : μ ’ έρώτησε προθύμως ό άξιωματικός.
Έστάθην νά έρωτήσω τόν εαυτόν μου. Μ’ εντροπήν μου τ’ ομολογώ ότι ή καρδιά μου είνε πατσαβούρα. Ούτε εύκολα συγκινείται ούτε εύκολα θλίβεται. Όπου καί αν εύρεθή μένει πάντοτε ώσάν τήν πλάκα κρύα, που δέχεται άτάραχη τό χαλάζι του χειμώνα καί τόν ήλιο του καλοκαιριού, τής άνοιξις τήν ύγρή πνοή καί τά μαραμένα φύλλα του φθινοπώρου, χωρίς ούτε νά ραγισθή ποτέ ούτε νά χορταριάση. Μά φαίνεται τόσο θλιβερή ήτο ή εικόνα που είχα εμπρός μου ώστε κι’ αύτή έσυμπόνεσε.
— Όχι, είπα, ευχαριστώ.
Κ’ έφυγα σύνωρα μακρυά μέ άνατριχίλα και φόβο, μήπως μέ πάρουν διά τής βίας καί μέ χώσουν έκεί.
Όμως επειτ’ άπ ’ ολίγο ή καρδιά μου άφήκε τές παιδιάτικες αυτές άδυναμίες. Μέσα εις τό Ναύπλιον όπου έγύριζα κ’ έσφιγγα το χέρι του Άμοιραδάκη κ’ έδοκίμαζα τό πικρό ψωμί τών καταδίκων του Βουλευτικού, καί άκουγα άδάκρυτος τά φουσκωμένα λόγια τών θεατρίνων του Τζαμιού, τά ερωτικά τερτίπια καί τά ξυλοκοπήματα τού Στοιχειού, κ’ εβλεπα, άλλοίμονο ! τά περασμένα νειάτα τής κυρά Γλυκερίας, ήλθα πάλιν εις τόν έαυτόν μου. Ή πλάκα έγεινε πάλι πλάκα. Καί ή δίψα μονάχα, ή δίψα νά ίδώ καί νά τ’ άκούσω όλα, ο,τι ήτο καί άκόμη ό,τι δεν ήτο εύκολο, μ’ έκυρίευσε μέ διαβολική ενέργεια. Διατί τάχα μόνον νά τούς ίδώ ; Διατί νά μήν ομιλήσω καί μέ τόν Σπανό καί μέ τόν Ντερβίση καί μέ τούς άλλους κακούργους. Νά μήν ίδώ πώς ζουν, τί τρώγουν, πώς κοιτάζονται;
Τό έπήρα άπόφασι καί μίαν αύγή ετράβηξα ίσα διά τό ΓΙαλαμήδι. Άνέβην πάλι τά σκαλοπάτια του, κ’εύρέθηκα εις τού Μιλτιάδη.
— Καλώς ώρισες- έλ ’ άπάνου” μου φώναξεν ό άξιωματικός.
— Όχι’ θάμπώ μέσα..
Δέν ήθελα νά πάγω εις τήν γέφυρα άπό φόβο μήπως πάθω τά ίδια. “Ενας σκοπός μ’ άνοίξε μία χονδρή θύρα καί τήν έμαντάλωσε πίσω μας Άλλά δέν ήμουν εις τήν αύλή παρά εις τον τοίχο, μέσα εις τά σωθικά του τοίχου, άνάμεσα εις δύο θύρες σιδερένιες. Βαθύ σκοτάδι νέκρα και κρύο– τάφος σωστός! ’Αλλοίμονο κι’ άν έμενα μιάν ώρα μοναχός έκεί μέσα! Τί θέλετε παραμύθια.; νά τά σπίτια της Λάμιας, της φοβερής Λάμιας που είχε δασκαλεμένες τές θύρες της καί άμα έπάταγε το κατώφλι τους κανένας άμοιρος διαβάτης, έκλειναν μονάχες σύνωρα, σάν σαγόνιες φοβερού θεριού κ ’ ή Λάμια τούς έμαρμάρωνεν. Ό Μιλτιάδης είνε φοβερώτερη Λάμια· δέν τούς μαρμαρώνει εκείνους που πέσουν εις τά βρόχια του· τούς ρουφά άργά άργά το αίμα’ τούς σκάφτει σάν επίβουλο σαράκι τά κόκκαλα, τούς λύνει ένα ένα τούς άρμούς τούς παίρνει τό φώς, τά νιάτα, τήν υγεία καί εις τό τέλος ή τούς δίνει εις τά χέρια του Αμοιραδάκη, είτε τούς ρίχνει πάλιν εις τόν κόσμο, άνοστα πλέον κουφάρια !
Ώς τόσο άνοιξε ή άλλη θύρα κ’ έβγήκα έξω εις τήν αύλή. Μέ τό πρώτο βήμα έστάθηκα κ’ έρριξα βλέμμα περίγυρα. Μέ όλη μου τήν απάθεια ένόμισα πώς δέν ήμουν μέσα εις τούς συνόμοιους μου παρά εις άλλου είδους ανθρώπους. Καί δμως δέν ήσαν παρά σωστοί άνθρωποι όπως έμείς, όπως εκείνοι που έχομε καθημέρα πλάγιμας, που συντυχαίνομεν εις κάθε δρόμο. Κάπου μακρυά μαλλιά, κάπου μεγάλα μουστάκια καί γένεια. Άλλά ούτε άγρια πρόσωπα, ούτε ματωμένα χέρια, ούτε κόκκινα μάτια. Καί όμως όλοι είχαν κάμει ληστείες, σκωτομούς, μύρια κακά ! έρήμαξαν σπίτια, ώρφάνεψαν παιδιά, έντυσαν γυναίκες εις τά μαύρα ! Καί τώρα έγύριζαν έκεί μέσα μέ σκοτωμένο χρώμα όλοι, μέ κόκκινα ματόφυλλα καί άσπρα μάτια, μέ λερά ρούχα, άνήμποροι καί άθάρρετοι.
— Γειά σου’ είπα εις τόν πρώτο που εύρέθηκε κοντά μου καί του άπλωσα τό χέρι.
— Γειά σου’ μου είπε κι ’ αυτός κ ’ έπιασε τό χέρι μου, άνόρεξα.
— Πώς σέ λέν ;
— Βαγγέλη. Καί μου χαμογέλασεν.
Άπο τό όνομα καί το ταπεινόν έξωτερικό του έσχημάτισα άμέσως τήν ιδέαν ότι θά ήτο κανένας άπ’έκείνους οί όποιοι άπό στραβού διαβόλου σκοτώνουν καί φυλακίζονται κ ’ ήμουν έτοιμος ν’ αναζητήσω άλλον.
— Είν’ ό Σπανός· μου έσφύριξεν άξαφνα εις το αύτί άλλος φυλακισμένος.
Καί τώ οντι ήτον αύτός ό Σπανός, ό όποιος από τά 54 άρχισε τές ληστείες του, πρώτα μέ άλλους, έπειτα μέ τόν Νταβέλη, κ ’ υστέρα έκαμε ίδικό του μπουλούκι κ’ έπραξε τόσα εις όλην τήν Ρούμελη καί άλλα τόσα μολογούνται είς ‘ολην τήν Ελλάδα. Όμως άλλον τόν φαντάζεται κανείς καί άλλον τόν βλέπει’ φαίνεται άπό τά 74 όταν άμνηστεύθη άπό τούς τούρκους έφρονίμεψε, υπανδρεύθη καί ήσύχαζεν, όπως καί όλοι οί άλλοι. Άλλά καί αύτόν καί τους άλλους μίαν ημέραν, άδικα καί παράλογα τούς συνέλαβαν αί άρχαί μας καί τούς έκλεισαν έκεί καί ώρφάνεψαν πάλιν τάς νέας οίκογενείας των, έτσι δίχως καμμιάν αιτία, παρά όπως χαλούν τές φωλιές τών άγριμιών, άπό φόβο μήπως ξαναγυρίσουν!
Ό Σπανός μ ’ έμπασεν είς τό κελί του, είς εν’ άπό τά πέντε δώματα τά οποία έχει ή αύλή καί είς τά όποια κοιτάζονται άπό εικοσιπέντε τριάντα φυλακισμένοι. Τά δώματα είνε στενά καί μακρυά μέ καμαρωτήν όροφή, μέ τοίχους μαύρους καί ξυλοστρωμένον έδαφος. Εμπρός είς τήν θύρα είνε δύο βαρέλια μέ νερό τά όποια τούς γεμίζουν άπό κάτω μία φορά τήν ημέραν. Είς τήν μέσην τών τοίχων καρφωμένα είτε δεμένα μέ σχοινιά είνε κουτιά ξύλινα όπου άποθέτουν τά ρούχα τους. Είς τήν μία γωνιά ένα παληοχράμι ριχμένο κρύβει τήν βρωμερή βούτα· σιμά της χάμω ξαπλωμένοι πέντε δέκα κατάδικοι παίζουν τά ζάρια’ εμπρός ’στήν θύρα δύο άλλοι κόβουν καί ράβουν καί σιδερώνουν, έπιδιορθώνοντες μέ μικρή πληρωμή τάς στολάς τών στρατιωτών. Είς τήν γωνιάν έπάν’ άπο τό στρογγυλο παραθύρι δύο εικονίσματα μέ μιά φουντίτσα βάγια ξερά, μένουν άφωνοι άλλά καλοί μάρτυρες τής γύμνιας, τής βρώμας καί τής φρικτής ταλαιπωρίας τών τόσων έκεί ανθρωπίνων ύπάρξεων. Νά τά ευλαβούνται άράγε αυτά οί κατάδικοι : ”Ω ναί, μυριάκις ναί’ διότι μόνοι των τά έπρομηθεύθησαν. Πόσες φορές νά έκοιμήθησαν μέ τά μάτια, του νού καί τής ψυχής προσηλωμένα είς τά ιλαρά πρόσωπά των! Πόσες φορές νά έμπιστεύθησαν τήν ζωήν, τάς ελπίδας, τά όνειρά των, όλα των τά μυστικά είς έκεΐνα μονάχα, άφοϋ δέν έχουν κανένα άλλον ! Ποιός τό ξεύρει ; Πολλές φορές όμως τό έκαμαν. Τόσα καλά νά μου χαρίση ό Θεός ! . . .
Έπηγα κ’ έγύρισα όλα τά δώματα. Παντού η ίδια θλιβερά έντύπωσις. Έπήγα καί είς τό παραθύρι τών κρατουμένων εις τόν Άράπη. Ήλθαν καί οί τρεις εμπρός· τρεις λεβέντες μέ μαύρα μαλλιά καί γένεια, έως τριάντα τριανταπέντε χρονών καθένας· ήσαν ψηλοί μελαχρινοί, Μανιάτες, φυλακισμένοι διά τά αυστηρά τής πατρίδος των έθιμα. Καί άν μείνουν ένα μήνα μέσα έκεί πάνε καί μαύρα μαλλιά καί νειάτα καί λεβεντιά’ παράκαιρα θά γεράσουν, οί δύστυχοι! Άν ό Μιλτιάδης όλος είνε Λάμια, εκείνη έκεί ή άκρη του είνε τό φρικτό δώμα που είχεν ή άνθρωποφάγα Κυρά είς τό σπίτι της. ψηλά είς τον οντά, γεμάτο ξουράφια καί καρφιά καί νιστέρια, όπου έγίνοντο λιανά κομμάτια οί άσπονδοι εχθροί της.
Δέκα βήματα μέσα δεν ημπορούν να κάμουν εις τον Αράπη. Πρώτα θ’ απαντήσουν λάσπες, έπειτα νερά κ’ έπειτα άνοιγμα βαθύ σκοτεινό, και κάτω λίμνη νερού που σταλάζει χειμώνα καλοκαίρι μεσ’ από τα πλευρά του βράχου. Και δεν φθάνει ό,τι τους κάμνει η φύσις οι άνθρωποι έγειναν χειρότεροι. Μισό το ψωμί τους, λιγότερο το νερό τους, κόψιμο το ψωμοεπίδομα, το οποίον δίνουν κάθε μήνα εις τους καταδίκους. Που θα κοιτασθούν, που θα πλυθούν, πως θα ξεμουδιάσουν; Ξέρω κι εγώ. Ποιός φροντίζει δι’ αυτά τα τέρατα; Διατί να πιασθούν;
Άλλά καί πώς νά μ ή πιασθοϋν, λέγω κ’ εγώ. Είνε μάλιστα ν ’ άπορή κανείς πώς καμμιά ήμέρα δεν αποφασίζουν, όλοι μαζί μ’ ο,τι έχει καθένας να πετσοκοπούν συνατοί τους, να πετάξουν τοιαύτη ζωή κατάμουτρα όλων τών άρμοδίων του ανθρωπισμού των. Τόρα άπεδείχθη φώς φανερόν η μεγάλη άλήθεια. Ο άνθρωπος δέν πλάττεται κατά τήν μάνα και τον πατέρα του. Ό τόπος μέσα εις τον όποιον ζή· ό αέρας, ό ήλιος, ό ουρανός, ή άρμονία, τά χρώματα, πάσα κουβέντα καί κάθε κελάδημα, όλος ο ορατός καί αόρατος κόσμος πού είνε περίγυρα, αυτός του βάζει τήν ανάλογη σφραγίδα είς τό πρόσωπό του. Καί οχι είς τό πρόσωπό του μόνον άλλά καί είς τό αίμα καί είς τά νεύρα καί είς αυτήν την ψυχή του άκόμη. Τί νεύρα λοιπόν καί τί ψυχή ζητείτε καλήτερη άπό άνθρώπους που χρόνια ολόκληρα δέν έχουν παρά επάνω είς το κεφάλι τους τές λόγχες τών στρατιωτών, γείτονά τους τόν Άμοιραδάκη, επιστάτη τους κλέφτη καί πουθενά θεό; Όποιον μεγαλόκαρδο καί άν βάλετε έκεΐ μέσα οαυτός καί χειρότερος θά γένη. Ό Χριστός, τρομώ καί λέω, άν έμεν ’ ένα ξάμηνο έκεί βέβαια θά ξέχανε τό «άγαπάτε άλλήλους».
Οι κατάδικοι μού έφεραν καφέ.
— Σάν κ ’ ήοθες μιά φορά στό κελί μας, είπαν, κάτι νά σέ φιλέψουμε.
Μου έβαλαν ένα σκαμνί κ ’ εκάθισα. Έμαζεύθησαν πολλοί, άλλοι γονατιστοί άλλοι όρθιοι, γύοω μου. Άρχισαν τά παράπονά τους. Πόσα μου είπαν και τί άκουσα δεν λέγεται. Γραμματαλλαγή μέ τούς δικούς των δύσκολα ημπορούν νά κρατήσουν. Νά παραπονεθούν διά κάθε τι πού τους λείπει, διά τό ψωμί που είνε φαρμάκι μοναχό, διά τον επιστάτην που ούτε τους κυττάζει, ούτε φαίνεται καθόλου, πώς νά το κάμουν ; Άλλη αρχή άπό τούς στρατιωτικούς δεν βλέπουν εμπρός τους. Αναφορά νά κάμουν πρέπει νά την δώσουν είς τόν επιστάτη. Κι’ ό έπιστάτης βέβαια δέν θά είνε κουτ;oς νά φέρη ό ίδιος το κατηγορητήριό του. Μπάζει καί τήν φρουρά καί τους άρχίζει στό ξύλο. Πολλοί έζήτησαν μέ τά έξοδά των νά μεταφερθούν είς φυλακάς πλησίον του τόπου των, νά βλέπουν κάποτε κανένα δικό τους, τήν μάνα, τον πατέρα, τούς συγγενείς των νά τούς πλένουν, νά τους βρίσκωνται διά καθέ τι ως νά περάση αύτή η άχαρη ζωή τους· δέν άκούσθησαν. Βέβαια χρειάζεται ν’ άκούση κανείς τοιαύτα τέρατα. “Αχ ! σκληρότερη κι’ άπό εμέ άν είχε καρδιά καθένας θά έκλαιγεν άν άκουε ό,τι ακόυσα καί είδα !…
— Έ, ώρέ παιδιά’ άφίστε τ’ αυτά τά μυρολογία. Οι γυναίκες μονάχα μυρολογούνε’ τούς έκοψα έξαφνα γιά νά κρύψω τον πόνο μου. Αύτά ’χει ό παληόκοσμος. Ποιός παίζει καλλίτερο μπουζούκι :
— Νά τό βαρέσουμε’ μού είπεν ο Σπανός, με τό λόγο κάμνων καί κίνημα κατεβατό του χεριού του καί χαμόγελών.
— Άμ’ τί, θά σκάσουμε : είπεν άλλος.
“Εστειλε κ’ έφώναξεν έναν άπ’ έξω πώς τον ήθελεν ό μπάρμπα Βαγγέλης. Ήλθε, ήτο ψηλός Λιδωρικιώτης, πριν λοχίας τών Ευζώνων. “Αμα του είπε ο μπάρμπα Βαγγέλης έπήρε άπο μέσα τό μπουζούκι του κ ’ ήλθε κ’ εκάθισε είς το πεζούλι της θύρας καί άρχισε νά τό κουρδίζη.
— Νά είπής ένα τής φυλακής· του είπα.
— Θά ’πώ τόν κατάδικο· μου απάντησε με χαμόγελο.
Καί άρχισε σύνωρα νά παίζη τό μπουζούκι καί νά τραγουδή :
“Οποιος μέ βλέπει καί γελώ λέει πίκρα δέν έχω
Μά ’γω ’χω πίκρα στήν καρδιά καί πίκρα μέσ’στά χείλη.
Δεν εχω φίλο νά τό πω καί νά τό μολογήσω.
Νά σάς τό είπώ ψηλά βουνά φοβούμαι μή ραγίστε. Εμένα μ’ δικάσανε στά σίδερα νά λυώσω. Δέ μέ δικάσαν ξάμηνο δέ μέ δίκασαν χρόνο, Μόν μέ δικάσαν ’πιζωης στά έρημα μπουντρούμια. Παρακαλώ τήν Παναγιά καί τό Θεό δοξάζω, Νά γιάνη τό κορμάκι μου καί τό δεξί μου χέρι, Νά κάμω τρία γράμματα πικρά, φαρμακωμένα, Τώνα νά πάη στή μάνα μου, τάλλο στήν αδερφή μου, τό τρίτο το πικρότερο στή δόλια μου γυναίκα· Νά μήν άλλάξη τή Λαμπρή καί βγή στό μισοχώρι, Γιατί εχ’εχθρούς καί χαίρονται καί φίλους καί λυπούνται…
Όλοι ήσαν μέ κατεβασμένα μούτρα όταν έτελείωσε. Ποιά καρδιά νά τ’ άκούση καί νά μή ραγίση αύτο τό παράπονο;
’Αργά πολύ έβγήκα άπό τόν τάφον εκείνο. Καί όταν έκλεισεν όπίσω μου ή σιδερένια πύλη κ’ είδα τόν ήλιο καί τήν πρασινάδα καί τόν ζαφειρένιον ουρανό, άναστέναζα βαθειά καί λίγον έλειψε νά γονατίσω. Νά γονατίσω ναί, ώσάν τον δύστυχον εκείνο κατοικο, τον όποιον έβγαζαν νύχτα νά τον ’πάγουν είς τόν Άγιον ’Ανδρέαν, καί μόλις τόν έφεραν έξω κ ’ είδε τό λαμπρό φεγγάρι έπεσεν είς τά γόνατα είπε μέ κλάϋματα είς τούς στρατιώτας :
— Άφίστε με, μωρέ παιδιά, μιά στιγμή’ δεκαφτά χρόνια έχω νά ίδώ τό φεγγάρι!
Ευτυχώς εγώ δέν είχα ούτε δεκαφτά ώρες έκεί μέσα. Άλλά καί τόσο ήμουν μισοπεθαμένος, κατάκρυος. Τήν αυγή είς το Ναύπλιον έκανε τοση ζέστη ώστε έπέταςα κάτι μάλλινο φόρεμα άπο ’πάνω μου. Μά μόλις έμπήκα έκεΐ μέσα, άνατρίχιασα όλος. Ήτο σάν άπο την Αίγυπτο νά εΰρέθηκα διά μας εις τήν Σιβηρία.
Εφθασα γρήγορα έξω του κάστρου εις το φυλάκειον τού Ρόμπερ. Τι γλυκεία που είνε ή ελευθερία τότε μονάχα τό κατάλαβα όπως πρέπει.
Ό ήλιος έκόντευεν εις τό βασίλεμά του. Κατά- μπροστα οί κορυφές τής Ζήριας καί τοϋ Μαλεβοϋ χιονισμένες αστραποβολούν. Τ’ άλλα βουνά μέ τά χρώματά τους θαρρείς κ’ ελεγαν τραγούδι. Κάτω ή θάλασσα του κόλπου έκοιμόταν ήσυχη, ήμερη σάν άρνι στήν άγκαλιά τής μάνας του. ’Εμπρός μου ό ’Ίτσ’ Καλές άσπροκιτρίνιζεν όλος άπό τές μαργαρίτες, καί κάτω άπό τήν πόλι του Ναυπλίου έφθαναν φωνές ανακατωμένες μέ τραγούδια καί γέλοια.
Αλήθεια γλυκειά είνε ή ελευθερία ! Ή ιδέα ότι ούτε κακό έκαμες ποτέ, ούτε σου έκαμαν καί ούτε θέλεις νά κάμης εις κανένα, σου δροσίζει τά στήθη. Μά εκείνοι οί δύστυχοι, οι άπόκληροι που κάνουν μήνες, χρόνους νά ίδούν τέτοια χρώματα, τέτοιο φως- ν ’ άκούσουν τέτοια γέλοια, τέτοιες χαρές, τέτοιες άγάπες, πώς περνούν; Αυτήν τήν ώρα που ηπλάσις όλη εξω λέγει άφωνα ένα ύψηλό τραγούδι, αύτούς νά τούς κλείνη ο δεσμοφύλακας τόσους μαζί σέ μιά σπηλιά’ νά μήν έχουν φως παρά έκείνο τό ελάχιστο, που καταδέχεται νά έμπή άπό τό παραθύρι τους, νά μή έχουν άλλην αναπνοή παρά ό ένας τ’ άλλουνού ! Καί τήν αυγή νά έβγούν εις τήν αυλή καί τό βράδυ πάλι νά κλεισθούν μέσα, πάντα τά ίδια, αιώνια τά ίδια, μέχρις ου οί νέοι γεράσουν καί οί γέροντες άποθάνουν έρημοι κι’ άπομόναχοι, πώς το βαστάς αύτό, θεέ μου : Είνε τάχα τόσο πολλή ή ζωή που έχει ό άνθρωπος εις αύτόν τόν κόσμο κ’εινε άνάγκη νά βρίσκεται καί ζωντανός άκόμη μέσα εις τόν τάφο! . .
Έβραζε μέσα μου ό πόνος’ οσα είδα καί όσα άκουσα εις τόν Μιλτιάδη ήρχοντο κ’ έτριγύριζαν πεισματικά το μυαλό μου. Καί αύτά τά χρώματα όλα καί τό άφθονο φως, καί ηαρμονία γύρω καί η χαρά, μου έφαίνοντο σάν νά έγιναν επίτηδες διά νά φθάνουν ώς έκεί έπάνω νά περιγελούν τούς κακούς καί τους αναξίους. Κ’ έξαφνα, διά πρώτην φοράν τόσον τρανώς, έβόγγυξα άπό τά φυλλοκάρδια μέσα :
— Άί, βρωμόκοσμε ! . . .