Έλληνες Δήμιοι – ΑΜΟΙΡΑΔΑΚΗΣ
Ο πύργος του θανάτου, Τα μάτια του Αμοιραδάκη, Μιά τρομερά σκηνή παρά την λαιμητόμον, Ο τρελός της Αμοργού, Περιστέρια γύρω από το Μπούρτζι.
Αναμνήσεις ενός Ναυπλιέως.
Περιοδικό “Μπουκέτο” – 26 Ιουλίου 1925
Αἷ τελευταῖαι ἐκτελἐσεις καὶ ἰδίως ἡ γενομένη παρὰ τὴν τραγικὴν χαράδραν τῆς Μαλακάσας, ἔπανέφεραν εις δημοσίαν συζήτησιν τὸ Θἐμα τῆς θανατικῆς ποινῆς καὶ τὴν οχετικὴν ἱστορίαν. Δύο μελέται τοῦ ὔποφαινομἑνου, γραφεῖσαι πρὸ μηνῶν χάριν τοῦ «Μπουκέτου», ανεδημοσιεύθησαν ὑπὸ τῶν Αθηναϊκών ἐφημερίδων, κατὰ τὸν νεοελληνικὸν τρόπον τῆς παρασιωπἡσεως τοῦ γράψαντος καὶ ανευ τῆς ἀδείας του.
᾿Αλλ᾽ ἡ ἱστορία τῆς θανατικῆς ποινῆς ἔχει καὶ άλλας, ἀγνώστους, γεμάτας ἐνδιαφέρον σελίδας. Σήμερον θἀ σκιαγραφήισωμεν δύο φοβερὰς προσωπικὀτητας, τῶν ὁποίων ἡ σκοτεινὴ σιλουέττα ἐκυριάρχησε ἐπὶ ἔτη ἐπάνω εἰς τὰς ἐπάλξεις τοῦ «Πύργου τοῦ Θανάτου».
Τὸν Αμοιραδάκην καὶ τὸν Μπεκιάρην.
«Πύργον τοῦ Θανάτου» ὠνόμασε ἕνας ‘Αγγλος περιηγητὴς τὸ θλιβερὸν Μποῦρτζι – τὴν κατοικίαν τῶν ‘Ελλἡνων δημίων. Οἵ ἐπισκεπτόμενοι τὸ Ναύπλιον, στέκουν εἰς τὴν προκυμαίαν καὶ περιεργάζονται σιωπηλοὶ τὸ μικροσκοπικὸ νησάκι ποὺ ἔχει τόσην ἱστορίαν καὶ συνδἑεται μὲ πολέμους τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς, τῆς ΄Ενετικῆς, τῆς Τουρκοπρατίας. Τὸ Μποῦρτζι εἶνε μικρὸ σὰν κομψοτέχνημα σχετικῶς πρὸς τὴν εὐρύτητα τοῦ ‘Αργολικοῦ κόλπου καὶ τὸ μεγαλεῖον τῶν ὑπερκειμένων φρουρίων. Εύρίσκεται εἰς τὴν εἴσοδον τοῦ Ναυπλιακοῦ λιμένος καὶ δὲν ἀπέχει περισσότερον τῶν διακοσίων μέτρων ἀπὸ τῆς ξηρᾶς. Κατὰ τὸν πόλεμον ‘Ενετῶν καὶ Τούρκων τῷ 1686, ὀ στρατηγὸς τῆς «Γαληνοτάτης Δημοκρατίας» Μοροζίνης κυριεύει τοῦτο δι᾽ ἐφόδου, κατασφάξας τὴν ’Οθωματικὴν φρουράν.
Χρονογράφος τῆς ἐποχῆς εκείνης, ο Κορονέλλης, περιγράφει ζωντανἀ τὴν νυκτερινὴν ἐπίθεσιν καὶ τὴν νίκην τοῦ Μοροζίνη. ὅστις εὑρῆκε μέσα εἰς τὸ ἐπιθαλάσσιον φρούριον ἀρκετὰ κανόνια, όλμους ὀβουζιοβόλα καὶ πυρομαχικά. ‘Ο ‘Ενετὸς στρατηγὸς ἐπεδόθη ἀμέσως εἰς τήν όχύρωσιν τοῦ Ναυπλίου. Μὲ χονδρἑς σιδερένιες ἀλυσσίδες συνέδεσε τὴν προκυμαίαν τῆς πόλεως μὲ τὸ Μποῦρτζι καὶ ἔτσι ἔφραξε τὴν εἴσοδον τοῦ λιμένος. Άλλες ἁλυσσίδες συνέδεσαν τὸ Μποῦρτζι μὲ τὴν ἀπέναντι ᾽Αργολικὴν ἀκτήν. Κατὰ τὸν ἀγῶνα τἣς ΄Ελληνικῆς ’Ανεξαρτησίας ἢ μικρὰ αὐτὴ νησὶς διεδραμάτισεν ἐπίσης τὸν ρόλον της, κυριευθείσα ἀπὸ τὸν στόλον τῆς Μπουμπουλίνας, ὅταν ἀπέκλεισε τὸ τουρκοκρατοὐμενον Ναὔπλιον.
Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς ‘Ελλάδος, τὸ Μποῦρτζι ἐχρησιμοποιήθη ὡς κατοικία τοῦ πρώτου Δημίου. Οὗτος ἧτο Γάλλος, Παρισινός μάλιστα καὶ κἄπως μορφωμένος! Μᾶς τον ἐπρομήθευσε τὸ ἴδιο ἐκεῖνο ἐργοστάσιον τῆς Μασσαλίας ποὺ κατεσκεύασε τὴν λαιμητόμον. Ως βοηθούς του εἶχε προσλάβει ἕνα ‘Ιταλὸν καὶ ἕνα Βούλγαρον, δολοφόνους καταφυγόντες πρὸς ἀσφάλειαν εἰς τὸ ‘Ελληνικὸν ἔδαφος – καταφύγιον παντὸς διωκομένου κακοποιοῦ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην. Κατ’ ἀρχάς, ὁ Γάλλος καὶ οἱ βοηθοί του ἐνόμισαν ὅτι θἀ μποροῦσαν νὰ ζήσουν ἀνενὀχλητοι εἰς τὴν πόλιν τοῦ Ναυπλίου.πλησίον τοῦ μηχανήματός των. Μετὰ τὰ γεγονότα τοῦ Μεσολογγίου όμως, ὅπου ἔκαμαν τὰ ἐγκαίνια τῆς Γκιλλοτίνας των – εἶδαν – ὅτι δὲν εἶχαν καμμίαν συμπάuειαν ἀπὸ τὸν ‘Ελληνικὸν λαὸν καὶ ἐζήτησαν ν᾿ ἀσφαλισθοῦν. ‘Ο Εἰσαγγελεὺς ὥρισε τόπον διαμονῆς των τὸ νησάκι τοῦ ‘Αργολικοῦ Κόλπου. ᾿Αλλὰ καὶ εἰς αὐτὸ δὲν ἔμειναν πολύ. Παρητἡθησαν καὶ ἔφυγαν ἐξ ᾽Ελλάδος πλήρεις… ἀπογοητεύσεως.’Ο Γάλλος μάλιστα δὲν ἀπέκρυπτε τὴν ἀγανάκτησίν του ἐναντίον τῶν «βαρβάρων αὐτῶν, ποὺ δὲν ἤξεραν νὰ ἐκτιμἡσουν ἔνα ἀληθινὸν δεξιοτέχνην» (un vrai artiste).
Εκτοτε, τὸν χειρισμὸν τῆς λαιμητὀμου ἀνέλαβαν ‘Ελληνες δήμιοι, ἐκ τῶν ἐξωλεστάτων κακούργων. Μεταξὺ τούτων διανρίνονται – τἰ ἁξιοθρἠνητος διάκρισις ! – δύο, οἱ προαναφερθέντες. Καὶ πρῶτον ὁ Ἰωάννης Αμοιραδάκης, Αμοργινὸς τὴν καταγωγήν. Οἵ Ναυπλιεῖς τὸν ἑνθυμοῦνται ἀκόμη. ‘Ὑψηλός. ξηραγκιανὀς, σχεδὸν σκελετώδης, ἀλλὰ μὲ ἀνεπτυγμένον τὸ μυϊκὸν σύστημα. ’Ολίγον καμποὐρης. Μελαχροινὸς πολύ͵ σχεδὸν μαῦρος. Τὸ μόνον ἀξιοσημείωτον χαρακτηριστικὸν ἦσαν τὰ μάτια του, μεγάλα, ὄχι ἄγρια, ἀλλὰ θἁ ἔλεγε κανεὶς γεμᾶτα θλῖψιν. ‘Ο ’Αμοιραδάκης ἦτο ὀλιγόλογος, ἀντιθέτως πρὸς ἄλλους δημοσίους ποὺ ὑπῆρξαν λαλίστατοι. Τὸ κελλί του μέσα εἰς τὸ Μποῦρτζι ἧτο γεμᾶτο ἀπὸ ἁγίας εἰκόνας. Μία μάλιστα. εἰπονίζουσα τὴν ’Αποτομὴν τῆς κεφαλῆς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου ἧτο χρυσοποίκιλτος. Τὸ μεγολείτερον μέρος τοῦ μισθοῦ του καὶ τῶν ἐπιδομάτων (ἔκατοντάδραχμον κατὰ κεφαλὴν) διέθετε εἰς ἐλεημοσύνας, μέσῳ τοῦ ῖερἕως τοῦ Φρουραρχείου. ‘Αλλ’ οἱ εὐεργετούμενοι πτωχοὶ ποτὲ δὲν ἔμαθαν τὴν προέλευσιν τῶν χρημάτων. ᾿Ητο τοῦτο ρητἡ άπαίτησις τοῦ Δημίου, διὰ ν᾿ ἀποφύγῃ ἐνδεχομένην άρνησιν. ‘Ο ‘Αμοιραδάκης ἐνεφανίζετο εἰς τὰς ἐκτελέσεις καλὰ ντυμένος. Μαῦρα ροῦχα, μαύρη ρεμπούμπλικα, μαῦρο λαιμοδετάκι καὶ πλατὺ πένθος στὸ μανῆκι. Ποτὲ δὲν ἄπεδοπιμάσθη. ‘Επροχωροῦσε μὲ ἀργὸ κουρασμένο βῆμα, ἐκάθητο εἰς τὸ τελευταῖο σκαλοπάτι τῆς λαιμητόμου, κι’ ἐστήριξε τὸ κεφάλι του μὲ τὸ χέρι συλλογισμένος. Εἰς τὴν φωνὴν τοῦ Εἰσαγγελέως ἀνεπηδοῦσε σὰν ἐλατήριο καὶ ἔστεκε εἰς προσοχήν:
-Διατάξατε, κύριε Εἰσαγγελέα!
-᾿Εν τάξει τὸ μηχάνημα;
-Μάλιστα, κύριε Εἰσαγγελἑα
-Λοιπόν, ἁρχίζουμε… Νὰ προσαχθῇ ὁ πρῶτος κατάδικος!
Ο ‘Αμοιραδάκης ἀναστέναξε καὶ ἐπερίμενε τὸ ἀνθρώπινον σφάγιον. Εἰς τὴν ἀνάγνωσιν τῆς δικαστικῆς ἀποφάσεως ἀπεπαλύπτετο καὶ ἔστεκε κολῶνα. ‘Επειτα ἔνευε εἰς τὸν βοηθόν του – ἕνα ἡλίθιον κρεμανταλᾶν – νὰ πιάσῃ ἀπὸ τὸ ἕνα μπράτσο τὸν σιδηροδέσμιον ᾶνθρωπον. Αὐτὸς τὸν ἔπιανε ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ ἔτσι τὸν ὠδηγοῦσαν εἰς τὸ ἰκρίωμα. ‘Ο ᾿Αμοιραδἁκης: ἁντιθέτως πρὸς ἁλλους δημίους, ἦτο ὑπομονετικός, δὲν ἀπαντοῦσε εἰς τὰς ὕβρεις καὶ τὰς κατάρας τῶν παραδιδομένων εἰς τὰς χεῖρας του θυμάτων καὶ προσεπάθει, ὅσον τοῦ ἦτο δυνατὸν, νὰ συντομεύσῃ τὰς στιγμὰς τῆς ἀγωνίας των. ᾿Ενθυμούμαι κἄποτε μίαν ἀνατριχιαστικήν σκηνήν: ‘Η λαιμητόμος εἶχε στηθεῖ εἰς τὸ ὀροπέδιον ᾽Αλωνάκι ἀπὸ ἐνωρὶς. ᾿Αλλὰ κατὰ τὴν νύχτα ἔβρεξε, τὰ ξύλα τοῦ μηχανήματος ἐφοὐσκωσαν καὶ τὸ μαχαῖρι δὲν ἐγλυστροῦσε ὁμαλῶς ἐντὸς τῆς καθέτου αὔλακος.
Ο πρῶτος κατάδικος ἐπαιδεύθη πολὺ ὁ δυστυχής. Τὴν πρώτη φορά, τὸ μαχαῖρι ἐκατἐβη ταλαντευόμενον,χωρὶς τὴν κανονικἠν του ὁρμήν, ἐκτύπησε τὸν κατάδικον εἰς τὸν τράχηλον, ἀλλὰ δἑν τον ἀπέκοψε. ᾿Εν τούτοις τὸ αἷμα άνέβλυσε καὶ ὁ άνθρωπος ἀφῆκε αγρίαν κραυγὴν πόνου. ”Ο ΄Αμοιραδάκης ἐταράχθη. Ταχὐς ἀνύψωσε τὴν μάχαιραν καὶ ταχύτερος τὴν ἄφησε νὰ καταπέσῃ. Δεύτερος σφαδασμὸς τοῦ καταδίκου καὶ μιὰ φωνὴ ποὺ δὲν εἶχε τίποτε τὸ ἂνθρώπινον
Αχ, γιατὶ μὲ παιδεύετε ἔτσι;!…
Τὸ περιστοιχίζον τὴν λαιμητόμον πλῆθος ἐξεδήλωσε διὰ ψυθιρισμῶν τὴν φρίκην του, ἐνῷ ὁ Εἰσαγγελες; ἔτρεχε παρὰ τὸ ἰκρίιοιια νὰ ἐνισχύσῃ τὸ ὴθικὸν τοῦ ἐκτελεστοῦ τοῦ Νόμου:
Γρήγορα, ‘Αμοιραδάκη, τελείωνε.
Τέλος τὴν τρίτην φοράν, ἡ πολυπαθὴς κεφαλὴ ἔκυλίσθη εἰς τὸν σάκκον καὶ τὸ μαρτύριον τοῦ καταδίκου ἔληξε. Ονομάζετο Κοκκίνης, ἠτο Κερκυραῖος καὶ κατεδικάσθη ὡς δολοφὀνος ἐνὸς άγροτικοῦ δημάρχου. ‘Ο ᾿Αμοιραδάκης ἐσφόγγισε τὸν ἱδρῶτα τοῦ μετώπου του, ἐπροχώρησε πρὸς τὸν Εἰσαγγελέα καὶ διὰ πρώτην φορὰν λησμονῶν τὴν πειθαρχίαν, ἐφώναξε δείχνων τοὺς παρευρισκομένους τεχνίτας τοῦ ὁπλοστασίου:
᾿Εγὼ δὲ φταίω !… ”Ας ὄψονται αὐτοὶ ποὺ χαλάσανε τὸ μηχάνημα
᾽Ητο φοβερὸς τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ Δἡμιος. Τὸ χεῖλος του ἕτρεμε ἀπὸ ὀργήν. ‘Εφὀρεσε τὸ καπέλλο του καὶ ἐπροχώρησε πρὸς τὴν ἔξοδον τοῦ στρατιωτικοῦ τετραγώνου:
-᾿Εγὼ δὲν ὠρκίστηκα γιὰ νὰ βασανίζω τοὺς ἀνθρώπους… Να διορθώσουν τὸ μηχάνημα πρῶτα κι’ ὕστερα νὰ μὲ φέρουν…Σἠμερα άλλους δὲν κόβω
Καὶ κατ’ ἀνάγκην αἱ ἐκτελέσει; δι’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν διεπόπησαν, διἁ νὰ συνεχισθοῦν μετὰ τρεῖς ἡμέρας.
Ο ᾽Αμοιραδἁκης είχε καὶ μίαν συνἡὓειαν, τὴν ὁποίαν οὐδέποτε ἐλησμονοῦσε. Ἀφοῦ προσέδενε τὸν κατάδικον εἰς τὴν μοιραίαν σανίδα, τοῦ ἔλεγε:
-Συχώρεσέ με, ἀδελφέ
Καὶ τὸν ἐφιλοῦσε εἰς τὸ μέτωπον. ‘Επειτα, ἀνέτρεπε τὴν σανίδα καὶ τὴν στιγμὴν ποὺ ἐξαπέλυε τὴν μάχαιραν (βάρους 44 ὀκάδων) ἀπέστρεψε τὸ κεφάλι του γιὰ νὰ μὴν ἰδῇ.
Μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐκτελέσεων, ὁ ᾿Αμοιραδάκης ἐπλησίαζε τοὺς δημοσιογραφους καὶ διετὐπωνε τὴν στερεότυπον παράκλησίν του εἰς τόνον θρηνώδη:
-Γράφτε, σᾶς παρακαλῶ, καὶ γιὰ μένα τίποτα…
-Θα γράψουμε πολλά.
Μὰ ὄχι ἐκεῖνα ποὺ ἀγριεὐουνε τὸν κόσμο… Γράφτε νὰ μὲ λυπηθῇ πιά ἡ Κυβερνηση καὶ νὰ μ’ ἀφήσῃ… Βαρέθηκα…Θέλω νὰ πάω σπιτάκι μου νὰ πεθάνω.
Πράγματι, ὀ Δήμιος είχε σπίτι καὶ γυναῖκα εἰς ‘Αμοργόν. Η Κυβέρνησις τὸν ἄφησε ἐλεὐθερον, ἀλλὰ μόνον ὅταν ὁ ἰατρός τοῦ Φρουραρχείου ἐπιστοποίησε ὅτι ἦτο παράφρων, πάσχων ἀπὸ μανίαν καταδιώξεως. ΄Ο Δἡμιος, εἰς ὥρας νυκτερινῆς τρικυμίας, ἐνόμιζε ὅτι βλέπει φαντάσματα νἀ βγαίνουν ἀπὸ τὰ κύματα καὶ ν᾿ ἀπειλοῦν εἰσβολὴν εἰς τὸ κελλί του. Αἱ κραυγαί του ἠκούοντο εἰς τὴν προκυμαίαν τοῦ Ναυπλίου, εἰς ἕνα ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς ὁποίας παρά τὸν προμαχῶνα τῶν “Πὲντε ‘Αδελφῶν» – κατοικοῦσε ὁ Εἰσαγγελεὺς Σαπουντζάκης. ‘Ο ᾿Αμοιραδάκης μετεφέρθη εἰς ’Αμοργόν, ἀφέθη ἐλεύὓερος καὶ ἐπῆρε τὰ βουνά. Οἱ ἀνθρωποι τὸν ἀπέφευγαν καὶ ἐκεῖνος τοὺς άνὓρώπους. Καὶ ἔπειτα ἀπὸ κάμποσον καιρόν, τὸ πτῶμα του εὑρέθη εἰς μίαν ρεματιάν, μισοφαγωμένον ἀπὸ τ’ ἀγρίμια.
Τὸ κελλὶ τοῦ Δημίου ἔμεινε ἄδειο, μέχρις ὅτου ἤλθε νὰ τὸ κατακτἠσῃ ὁ διάδοχός του Δημήτριος Μπεκιάρης.
Προκειμένου ὅμως περὶ τοῦ ᾿Αμοιραδάκη, σημειώνομεν καὶ τοῦτο : ‘Ο δήμιος ἔτρεφε περιστέρια, τὰ ὁποῖα ὑπεραγαποῦσε καὶ οὐδέποτε ἔσφαζε. ᾽Επί πολὺν καιρὸν μετὰ τὴν ἐξσφάνισίν του, τὰ περιστέρια ἐπετοῦσαν γύρω ἀπὸ τὸ Μποῦρτζι. Σιγὰ-σιγά, τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, τὰ περιστέρια ἐχάθησαν. Τὰ ἔφαγαν οἱ στρατιῶται καὶ βαρκάρηδες τοῦ λιμένος.
Δαναὸς