JOHN M. FOSSEY, F.S.A. ***
Καθηγ. Αρχαιολογίας Πανεπ. McGill (Μόντρεαλ)
ΠΟΛΙΤΙΚΟ-ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΑΡΓΟΛΙΚΗΣ ΑΣΙΝΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΣΤΕΡΟΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗΝ ΕΠΟΧΗΝ
Καίτοι άναφέρεται εις τά ‘Ομηρικά έπη ή άργολική πόλις Άσίνη σπανιώτατα εύρίσκεται είς τάς σελίδας των αρχαίων συγγραφέων και αύτό, διότι καθ’ όλόκληρον την άρχαϊκήν-κλασσικήν έποχήν ήτο έγκαταλελειμμένη ένεκα τής καταστροφής ύπό των Άργείων. ‘Ως έκ τούτου εύνόητον είναι, ότι κυρία πηγή πληροφοριών περί τής ιστορίας της είναι αί αρχαιολογικαί άνασκαφαί. ‘Η αρχαία αύτή πόλις τοποθετείται είς τήν γνωστήν θέσιν «Καστράκι» παρά τό νυν παραθαλάσσιον χωρίον Τολό, τό όποιον κείται περίπου 7 χλμ. Νοτιο-ανατολικώς του Ναυπλίου. Είς τό Καστράκιον διεξήχθησαν αί πρώται άνασκαφαί κατά τά έτη 1922-1930 ύπό Σουηδικής όμάδος, τής όποίας διευθυνταί ήσαν οί Otto FRodin καί Axel W. Persson. Αί άνασκαφαί εγιναν προ παντός είς δύο τοποθεσίας, έντός μέν των τειχών τής πόλεως καί έπί τής άνατολικής κλιτύος τοΰ όρους «Μπαρμπούνα», όπου εύρίσκετο σημαντική τής Μυκηναϊκής έποχής νεκρόπολις.
Αί άνασκαφαί έπανελήφθησαν τό 1970 μετά σωστικής φύσεως άλλά καί πάλιν ύπό Σουηδών άρχαιολόγων. Τότε όμως εγιναν άποκλειστικώς έκτος του περιτειχίσματος τής πόλεως. Μία όμάς, με διευθυντάς τούς Sren Dietz καί Carl-Gustav Styrenius, άνέλαβε τήν έξέτασιν οικοπέδου τινός άνατολικώς του Καστρακίου, όπου έπρόκειτο νά γίνη μέγα «κάμπιγκ»’ έκεί εύρέθησαν σημαντικά λείψανα τής προϊστορικής έποχής. ‘Η δευτέρα όμάς, του πανεπιστημίου τής Uppsala καί ύπό την διεύθυνσιν των Inga και Robin Hagg άρχισεν άνασκαφάς έπι τής νοτίου κλιτύος του όρους Μπαρμπούνα άντικρύ του Καστρακίου. Αύταί αί άνασκαφαι συνεχίσθησαν μέχρι τό 1978 και έφεραν εις φως τά λείψανα, τά όποία άποτελούν τό θέμα τής παρούσης άναφοράς.
Εις τούς πρόποδας του όρους αί άνασκαφαι άνεκάλυψαν κτιριακά και ταφικά λείψανα τής μεσοελλαδικής και υστεροελλαδικής εποχής ώς και μέρος ένός κτιρίου τής ύστερογεωμετρικής περιόδου. Η δημοσίευσίς των άρχισε προ χρόνων καί συνεχίζεται. Αλλα δύο γεωμετρικά κτίρια εύρέθησαν τό 1971-72 ολίγον τι δυτικώτερα και ύψηλότερα καί μέχρι τούδε έδημοσιεύθησαν μόνον εν περιλήψει. Εις άλλας δύο θέσεις εις την μεσαίαν νότιον κλιτύν έγιναν άνασκαφαι τό 1973 καί ιδιαιτέρως τό 1976-77, όταν ο υπογραφών ήτο συνδιευθυντής των εργασιών. Εις τάς δύο έν λόγω θέσεις άπαντάται ή ιδία στρωματογραφική κατάστασις. ‘Η πρώτη φάσις χρήσεως του μέρους άντιπροσωπεύεται διά μιας σειράς κτιρίων τής ύστερογεωμετρικής έποχής. Αργότερα, κατά τό πρώτον ήμισυ τής Ελληνιστικής περιόδου, ήτοι τον 3ον μ.Χ. αιώνα, μεταξύ τών έρειπίων τών γεωμετρικών κτιρίων άνεσκάφη μία όμάς άπλών κεραμοσκεπών τάφων. Οί μέν Ελληνιστικοί τάφοι έχουν δημοσιευθή πλήρως, τά δε γεωμετρικά κτίρια, εκτός προχείρων αναφορών ούδαμώς είδαν μέχρι τούδε τό φώς τής δημοσιότητος ούτω, λαμβάνων ταύτην την εύκαιρίαν θά έκθέσω απόψεις τινάς αύτής τής φάσεως τής χρήσεως τής Μπαρμπούνας, διότι δυστυχώς φαίνεται ότι ή τελική δημοσίευσίς της θά καθυστέρηση ακόμα.
Τό κύριον συγκρότημα κτιρίων άνεκαλύφθη τό 1976-77 εις τό οίκόπεδον Καψορράχη. Άποτελείται τούλάχιστον έκ τεσσάρων κτιρίων και μιας ανοικτής αύλής (είκ. 1), και ίσως συνεχίζει έκτος τής άνασκαφείσης χώρας. Τό συγκρότημα εύρίσκεται εις μίαν στενήν «ταράτσαν» μετά μακρού άξονος με κατεύθυνσιν Βόρεια-Νότια. Η είσοδος φαίνεται νά ήτο έκ τής νοτιο-ανατολικής γωνίας, όπου άντιπαρήρχετο ένός λίαν κατεστραμμένου μάλλον όρθογωνίου κτιρίου «Ρ»* ούτω διέσχιζε τήν προαναφερθείσα αύλήν, ήτις ορίζεται έκ μέν δυσμών δι’ ένός άναληματικού τοίχου, άνωθεν του οποίου εύρίσκεται άλλη τοιαύτη ταράτσα, έκ δε άνατολής διά του μεγίστου κτιρίου τής όμάδος, όνομαζομένου «S» ένω ή βόρειος πλευρά κλείεται σχεδόν δι’ άλλου τινός μικρού κτιρίου «Ο». Μεταξύ των κτιρίων «Ο» και «S» είς στενός διάδρομος οδηγεί έκ τής βορειο-ανατολικής γωνίας τής αύλής πρός έτερόν τι μικρόν ορθογώνιον κτίριο, «Ω». Του όλου συμπλέγματος τό μέγα κτίριον «S» παρέχει ιδιαίτερον άρχιτεκτονικόν ένδιαφέρον’ άψιδοειδές τό σχέδιον, έχει μάκρος άνω των 8 μέτρων και πλάτος περίπου 2 μέτρα.
Η άψίς χωρίζεται, από τό κύριον δωμάτιον δι’ άλλου τοίχου* δυστυχώς όμως ή νότια άκρη του κτιρίου είναι τελείως κατεστραμμένη και ώς έκ τούτου ούδέν γνωρίζομεν περί του σχήματος τής εισόδου, ήτις πιθανόν εύρίσκετο έκεί και ούτως έπι του διαδρόμου του άνερχομένου είς τήν νοτιο-ανατολικήν γωνίαν τής αύλής. Διά του τε σχήματος και του μεγέθους τό κτίριο «S» έχει ιδιαιτέραν φύσιν και σημασίαν τών έτέρων μικροτέρων τε και ορθογωνίων κτιρίων.
Περί του κτιρίου «Ρ» έλάχιστα δυνάμεθα νά είπωμεν λόγω τής έλλιπούς καταστάσεώς του. Είχε διαστάσεις 3.85 μ. έπι 2.50 μ. και είσοδον έπι τής βορειο-ανατολικής πλευράς και έπικοινωνεί μετά τής διαδρομής τής πρός τήν αύλήν άνερχομένης. Ούδέν σώζεται έκ του πατώματος καί καθίσταται άδύνατον νά διευκρινήσωμεν περαιτέρω τήν φύσιν του δωματίου αύτού. Εν άντιθέσει πρός τούτο, τό κτίριον «Ο» σώζεται είς καλήν κατάστασιν λόγω παχείας έπιχώσεως. Είναι τετράγωνον μετά έσωτερικών διαστάσεων 2 μέτρα έπι 2 μέτρα καί έχει είσοδον είς τό άνατολικόν ήμισυ του νοτίου τοίχου. ’Επί του πατώματος του κτιρίου καί δή είς τό κέντρον εύρέθησαν τεμάχια ανθρωπίνων οστών καί στάχτη, έν όλίγοις τά λείψανα κεκαμένου νεκρού. Τό τρίτον μικρόν κτίριον «Ω» τό όποιον κείται βορείως του άψιδοειδούς «S» έχει διαστάσεις 2 μέτρα έπι 2,9 μέτρα καί προφανώς ήτο άνοικτόν είς τήν άνατολικήν πλευράν, όπου ούδέν εύρέθη ίχνος τοίχου. Ως έκ τούτου έχει τήν έμφάνισιν έξέδρας. Οπισθεν τούτου του κτιρίου εύρέθη κιβωτιόσχημος τάφος τής γεωμετρικής έποχής, όστις άτυχώς δέν έσκάφη ολοκληρωτικά αλλά περιείχε δύο σκελετούς.
’Άλλαι απόψεις του συμπλέγματος δέον όπως σημειωθούν. Τό πάτωμα του κτιρίου «S», ιδιαιτέρως δέ εντός τής άψίδος, έκαλύπτετο διά πλήθους αγγείων και οστράκων άποκλειστικώς τής ύστερογεωμετρικής έποχής. Περίπου 90 ολόκληρα αγγεία εύρέθησαν, προ παντός κύπελλα, σκύφοι, μικραί κανάται και κρατήρες, άλλα καί μία ύδρία καί μέρος τι ενός άμφορέως. Έκ των οστράκων μερικά ένώθησαν μετ’ άλλων ίνα ολοκληρώσουν κρατήρά τινα’ σημειωτέον δε ότι τά άλλα τεμάχια εύρέθησαν εις δύο σημεία, μερικά μέν εντός καί έπί του πατώματος του κτιρίου «Ο», άλλα δε μεταξύ των δύο εν λόγω κτιρίων. Έάν ληφθή ύπ’ όψιν ότι τά οστά ώς καί ή στάχτη τά εύρεθέντα εντός του κτιρίου «Ο» είναι ολίγα καί ούδαμώς ίκανά νά άποτελούν τά λείψανα όλου του πτώματος, συμπεραίνομεν ότι έκομί-σθησαν ώδε καί τά άνθρώπινα λείψανα κατόπιν καύσεως άλλου καί τά όστρακα κατόπιν σπασίματος εις τό κτίριον «S». Άναρωτάταί τις ούτως, έάν τό κτίριον «S» ήτο λατρευτικόν μέρος όπου έγένοντο τελεταί τινες’ ίσως δηλαδή είδος ναού έν σχέσει με τάς λατρείας των τεθνεώτων.
Εις τήν προαναφερθείσαν αύλήν εύρίσκονται δύο κυκλικαί βάσεις έκτισμέναι διά μικρών πετρών καί άπλού χώματος (εις τό κέντρον). ’Άλλαι τοιαύται κυκλικαί βάσεις ολίγον τι μικροτέρων διαστάσεων έχουν έντοπισθή εις έτερον σημείον τής μεσαίας κλιτύος τής Μπαρμπούνας πάλιν εις άνοικτόν χώρον, τον όποιον προσδιορίζουν άναληματικοί τοίχοι. Καί εκεί εύρέθη πλήθος άγγείων ύστερογεωμετρικής έποχής. ‘Ο συνάδελφος Robin Hagg ανεξαρτήτως έχει ήδη δείξει ότι πιθανόν πρόκειται έκεί περί μέρους όπου έγένετο τελετουργικόν ή έπικήδειον δεΐπνον Εγγύς τής δευτέρας αύτής αυλής οί ανασκαφείς άνεκάλυψαν άλλο κτίριον τής ιδίας έποχής. Πρόκειται περί ήμικυκλικού κτίσματος έντός τετραγώνου μετά άνοικτής τής μιας πλευράς’ έν όλίγοις τό σχέδιον πάλιν ομοιάζει πρός έξέδραν. Προσθετέον όμως ότι εις τήν βορειο-ανατολικήν γωνίαν μεταξύ τών δύο τοίχων υπήρξε κενός κιβωτιόσχημος μικρός τάφος ή ύπαρξις του τελευταίου δεικνύει καί πάλιν τήν έπικήδειον φύσιν του κτιρίου.
Τέλος σημειωτέον ότι είς τρίτον μέρος τής ιδίας κλιτύος τής Μπαρμούνας εύρέθησαν κατά τό 1973 μέρη άκόμα δύο άλλων κτιρίων τής έν λόγω έποχής. Καίτοι ή συντήρησίς των είναι ελλιπής καί ή άνασκαφή έξ ίσου άτελής, πάλιν υπάρχει κενός κιβωτιόσχημος τάφος έν σχέσει πρός τό έν.
Έάν έχω συγκεντρωθή είς τό έν είδικώς σύμπλεγμα είναι διότι τό άνέσκαψα ό ίδιος καί διότι ή είκών του είναι καθαρώς πληρεστέρα τών άλλων. Έν τούτοις δυνάμεθα νά είπωμεν ότι είς τρία μέρη τών μεσαίων νοτίων κλιτύων τής Μπαρμπούνας άπαντάται τό ίδιον φαινόμενον, κτιριακά συμπλέγματα έπικηδείου φύσεως τά όποια περιέχουν καί τελετουργικά μέρη (δύο αύλάς καί ένα ναόν).
Τοιαύτα επικήδεια συμπλέγματα του 2ου ήμίσεος του 8ου π.Χ. αίώνος έχουν έξετασθή λεπτομερώς ύπό του ‘Έλληνος συναδέλφου Πέτρου Θέμελη, ό όποιος εδειξεν ότι ύπάρχουν μέν εις πολλά μέρη του Ελληνικού κόσμου, ιδιαιτέρως δέ εις τε τήν Αττικήν και τήν “Ανδρον. ‘Ως εκ τούτου ή Άσίνη τοποθετείται εις μίαν σειράν τοποθεσιών, όπου φαίνεται ότι ή ταφή και ή λατρεία τών νεκρών είχεν ιδιαιτέραν φύσιν πρός τό τέλος τής Γεωμετρικής εποχής. Άλλα τοιαύτα συμπλέγματα όμως λείπουν πρός τό παρόν εκ τής λοιπής Άργολίδος, και χωρίς νά θέλώμεν νά βασισθώμεν εις τοιούτο «argumentum a silentio» προσθετέον ότι αυτή δεν είναι ή μόνη ίδιάζουσα άποψις τής Ασίνης ως πρός τήν γειτονικήν περιοχήν ακριβώς κατά τήν ύστερογεωμετρικήν εποχήν. Έκ τών εύρημάτων τών κατά τά ετη 1920 Σουηδικών άνασκαφών έγνωρίζαμεν ήδη ότι καί εις τήν κεραμεικήν καί τήν άγγειοκόσμησιν ό ύστερογεωμετρικός ρυθμός τής Ασίνης ομοιάζει περισσότερον πρός τον τής Αττικής παρά πρός τον τής Άργολίδος.
Αυτά τά δύο άρχαιολογικά δεδομένα ενισχύουν τήν ίστορικήν εικόνα τής άποσχιστικής θέσεως τής ’Ασίνης, ήτις εφερεν ώς άποτέλεσμα τήν καταστροφήν τής πόλεως ύπό τών Άργείων κατά τά 700 π.Χ. συμφώνως πρός τήν γραπτήν παράδοσιν. ‘Η παραδοσιακή αυτή ήμερομηνία συμπίπτει πλήρως μετά τής αρχαιολογικής χρονολογήσεως τών επικήδειων κτιρίων είς τήν Μπαρμπούναν, τών όποιων ή χρήσις περιορίζεται αύστηρώς εις τά ετη 750-700 π.Χ. Προσθετέον δέ ότι τά εύρήματα τής Μπαρμπούνας δεικνύουν έπί πλέον ότι τά έν λόγω κτίρια δεν κατεστράφησαν αλλά έγκατελείφθησαν καί βραδέως καταρρέουν μέχρι τής Ελληνιστικής έποχής, όπότε μετά τήν έπανακατοίκησιν του Καστρακίου ή Μπαρμπούνα καί πάλιν έχρησιμοποιείτο ώς νεκρόπολις τής Ασίνης.
Τέλος ή άποσχιστική θέσις τής Ασίνης παρέχει περαιτέρω ενδιαφέρον. ‘Η Άσίνη, ώς καί άλλαι πολίχναι τής Άργολίδος, π.χ. Μυκήναι καί Τίρυνς, είς αντιπερισπασμόν πρός τάς ιμπεριαλιστικός προσπαθείας του Άργους είχαν γίνει σύμμαχοι τής Σπάρτης καί κατόπιν τής τελικής ήττας καί καταστροφής τής πόλεως των εύρον οί Άσίνιοι καταφύγιόν τι είς τήν νέαν Άσίνην τής Μεσσηνίας, όπου τούς έγκατέστησαν οί Λακεδαιμόνιοι. Άλλοι σύμμαχοι τής Σπάρτης κατά τήν ιδίαν έποχήν υπήρξαν καί οί Αθηναίοι, γεγονός τό όποιον εξηγεί εύκόλως τον άττικίζοντα ρυθμόν τών ύστερογεωμετρικών αγγείων τής Άσίνης και την υπαρξιν ταφικών εθίμων, τά όποια ομοιάζουν επίσης πρός τα Αττικά. Δέον συγχρόνως νά ένθυμούμεθα ότι κατά την έν λόγω εποχήν ύπήρξαν εις τον Ελλαδικόν χώρον δύο ή τρεις μεγάλαι «εμπορικαί συμμαχίαι», όπως τάς ώνόμασεν ό Σκώττος συνάδελφος A. R.. Burn προ πολλών ετών.
Ούτω βλέπομεν πώς ή Άσίνη λόγω εντοπίων διαφορών ήτο μέλος μεγάλης εκτεταμένης συμμαχίας τών Λακεδαιμονίων, τών Αθηναίων, τών Κορινθίων και τών Θετταλών (και πολλών άλλων πόλεων του Αιγαίου και τής Μεγάλης Ελλάδος) εναντίον τής έξ ίσου μεγάλης συμμαχίας τών Βοιωτών, τών Μεγαρέων, τής Αίγίνης καί τών Άργείων (καί πλείστων άλλων πόλεων). Με τούς μέν συνετάσσοντο και οί Χαλκιδείς, με τούς δε οί Έρετριείς καί, όπως οί τελευταίοι ήττήθησαν ύπό τών προηγουμένων κατά τον Λελάντιον Πόλεμον, ούτως ένικήθησαν οί ’Ασιναίοι ύπό τών Άργείων. Έν όλίγοις αί «συμμαχίαι» αύται έδημιουργήθησαν εκ μιας καταστάσεως, κατά τήν όποίαν γειτονικαί πόλεις κατέβαλλον μεγάλην προσπάθειαν νά άποκτήσουν γήν τε καί έμπορικά κέρδη εις βάρος άλλήλων. Ούτω και ή Άσίνη ήναγκάσθη, μικρά πόλις ούσα, νά λάβη μέρος εις τό γενικόν πολιτικόν σκηνικόν τής Ελλάδος κατά τό τέλος του 8ου π.Χ. αίώνος και ώρισμέναι τινές ένδείξεις τής στάσεώς της άποδεικνύονται έκ τών άρχαιολογικών άνασκαφών.
*** Πρακτικά του του Β’ τοπικού συνεδρίου Αργολικών σπουδών
Άργος 30 Μαϊου – 1 Ιουνίου 1986