Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΟΝΤΑ
ΤΟΥ κ. ΣΤΕΦAΝΟΥ ΔΑΦΝΗ
(Αφιερωμένο στο φίλο μου Έμμ. Σωφρόνη, Δήμαρχο τον Ναυπλίου)
28 Μάρτη, 1929
François Dubuisson, 1699, Ναύπλιον, [Napoli de Romanie].
Ήταν μιά γλυκειά χειμωνιάτικη μέρα. Ό Αργολικός κόρφος άστραφτε όλος κάτω άπό τά φιλήματα του Ήλιου. Ώς τόσο, οί κορυφογραμμές των μακρυνών βουνών ήταν κατάλευκες άπό τό τελευταίο χιόνι, πού στήν καμπύλη του Άραχναίου φάνταζε πιό πηχτό, πιό γυαλιστερό, σά σέ ‘Αλπικό βουνό. Καί τό ‘Ανάπλι, τό Ιστορικό καστέλι, μέ τόν κωνικόν όγκο του Παλαμηδιού του καί τά μπεντένια τής Άκροναυπλίας του, φαινότανε λιγότερο μουντό σήμερα.
Βρισκόμαστε στά 1730. Πεσμένο άπό τά χέρια των Βενετσάνων στη σκλαβιά των Τούρκων, τό πολύπαθο Άνάπλι, ή *κορώνα τον Μωριά*. τειχοζωσμένο πάντα, διατηρούσε άκόμη τά πέτρινα εμβλήματα πού τού είχε βάλει γύρω στό θώρακά του ό προβιζόρος Φραγκίσκος Γριμάνης. Μά έδώ και κει, έπάνω σέ ψηλά κοντάρια, άνέμιζε ή κόκκινη – ίδιο αίμα- σημαία του Προφήτη καί άστραφτοκο πούσε στις κορφές των μιναρέδων τό μισοφέγγαρο.
Ήτανε λοιπόν τό γέρμα μιας ωραίας χειμωνιάτικης μέρας, όταν μιά μεγάλη γαλέρα έμπαινε μέ όλοφούσκωτα πανιά στό λιμάνι. Πέρασε μποοστά άπό τό Μπούρτζι κι έρριξε άγκυρα στά δυσμικά μουράγια. Σέ λίγο δυό νέοι, παλληκαρόπουλα άκόμη, πήδησαν στή στεριά. Ήταν ό Άντρέας καί ό Γουΐδος. τά παιδιά τοΰ άρχοντα Πέτρου Λορεδάνου. τελευταία βλαστάρια μεγάλης βενετσιάνικης γενιάς, ίστορικής γιά την εύγένειά της καί τά πλούτια της. Άναπλιώτες καί οί δυό, είχαν γεννηθεί στόν τόπο τούτο, τόν καιρό πού τόν ώριζε ή Γαληνοτάτη Δημοκρατία, όπως ώριζε όλο τό Μωριά κ’ ένα κομμάτι τής Ρούμελης. Ό Λορεδάνος είχε ρθεί άπό τη Βενετιά νά έγκατασταθή στ’ Άνάπλι, έμπορευότανε τό σιτάρι καί γρήγορα σύναξε βιός καί βιός. Μέ τόν καιρό, παντρεύτηκε μιάν Άναπλιώτισσα, έχτισε σπίτι, γίνηκε ο πρώτος του τόπου. Τά καράβια του μπαινόβγαιναν στόν Άργολικό, φέρνοντας πραμάτειες άπ’ όλα τά πόρτα τής Ανατολής, καί τ’ όνομά του ήταν φημισμένο σέ όλες τις θάλασσες όπου άνέμιζε ή σημαία του. «Ό Αρχοντας Πέτρος !” λέγανε.
Napoli-de-Romania-dessin-levé-par-François-Dubuisson-en-lan-1698
Μά ήρθαν καί χρόνια δίσεχτα. Τ’ ασκέρια τοΰ Αλή Δαούτ Πασά κατέβηκαν πυκνά σά μερμήγκια, διάβηκαν τά Δερβενάκια καί παρατάχτηκαν μπροστά στη Φόσσα τού Άναπλιού, άγρια, άπειλητικά, χτυπώντας νύχτα – μέρα τά τουμπελέκια τους, “λα – ιλάχ – ίλαλάχ !…” Μά κι άπό πελάου ή Τουρκιά είχε ζώσει τ Ά\άπλι. Διακόσια τόσα καράβια, μέ τό Τζανούμ Πασά,παραταγμένα μπροστά στό λιμάνι, δέν άφήνουν νά μπή ούτε βαρκούλα. Κ’ ύστερ* άρχισε ό πόλεμος, ή φωτιά σιή φωτιά, τό κανονίδι μέ τά όβούζια καί τις μπομπάρδες.
Ντόπιοι καί βενετσάνοι – όλοι οι χριστιανοί – άντιστάθηκαν όσο μπορούσαν. Τό αίμα έπηξε στις ντάπιες καί στά μπεντένια ό κόσμος πείνασε μέσα στό καστέλι, δίψασε, έφαγε ποντικούς καί γάτες, μά στό τέλος ήρθε, όργή Θεού, κ’ ή προδοσιά του Σάλα, τά βουλωμένα κανόνια τών βενετσάνων δέν παίρνανε φωτιά, καί τ’ Άνάπλι, τό παινεμένο, ή κορόνα τοΰ Μωριά, έπεσε στά χέρια τών Τούρκων.
Ό άρχοντας Λορεδάνος είχε άπό κάμποσον καιρό μαντέψει ποιό θάταν τό τέλος του πολέμου τούτου κ’ είχε λάβει τά μέτρα του. Σύναξε γλήγορα – γλήγορα τά χρήματά του, τά πολύτιμα κοσμήματα τής γενιάς του, κληρονομιά πάππου-προππάππου. κατέβηκε στήν κατακόμπα τ’ άρχοντικού του καί τάχωσε βαθειά στό σκοτάδι, έχτισε τό στόμα του κρυψώνα καί κύλισε μιά πλάκα άπάνω. Κ’ έτσι, κανείς άλλος άπ’ αυτόν δέν ήξερε που ήτανε κρυμμένος ό θησαυρός του. Καμμιά φορά, (ποιός ξέρει τής Μοίρας τά γραμμένα 😉 μπορεί νά γινότανε πάλι δικός τους ό τόπος, καί τοτε αυτός, ή τά παιδιά του, νά γύριζαν νά πάρουν τό θησαυρό.
Σέ λίγες μέρες τ’ Άνάπλι παραδόθηκε. Σύμφωνα μέ τή συνθήκη, όλοι οί στρατιωτικοί βενετσάνοι μείναν αιχμάλωτοι πολέμου, οί πολίτες βενετσάνοι διατάχτηκαν νά έτοιμοσθούν νά φύγουν καί μόνο οί ντόπιοι είχαν τό δικαίωμα νά μείνουν. Τό μπαρκάρισμα γίνηκε στή Γλώσσα. Ενας – ένας οί βενετσάνοι περνούσαν τήν καμάρα, κατέβαιναν τις γλιστερές σκάλες και μπαρκαρίζονταν. Οί Τούρκοι τούς ψάχνανε. Δέν τούς άφησαν νά πάρουν ούτε μιάν άλλοξιά ρούχα… Μαζί μέ τούς άλλους, φτωχός σάν τον Ιωβ, πέρασε τή σκοτεινή, θλιβερή καμάρα κι ό Πέτρος Λορεδάνος μέ τή φαμίλια του, παρηγορώντας τή γυναίκα του, πού έκλαιγε, σφίγγοντας τό Γουΐδο στήν άγκαλιά της καί κρατώντας άπό τό χεράκι τόν Άντρέα.
— Κουράγιο, γυναίκα, τής έλεγε ό ίσαμε χτές Αρχοντας Πέτρος.
Καί της θύμιζε τό βιβλικό ρητό *Τά καλά έδεξάμεθα, τά κακά ουχ’ υποίσωμεν; Εΐη τό όνομα του Κυρίου εύλογημένον !»
Καί ή δόνα Φελίτσια έπνιξε τούς λυγμούς της, γιά νά μήν πικραίνη πιό πολύ τό σύντροφό της.
Σέ λίγο, τά καράβια μέ τούς πρόσφυγες .άπλωσαν τά πανιά, μάκρυναν πέρα κατά τήν Καραθώνα.. Οι διωγμένοι βενετσάνοι, άραδιασμένοι στά καταστρώματα, βλέπανε μέ δακρυσμένα μάτια νά χλωμιαίνη στό φόντο του κόρφου ή ζωγραφιά τ’ Άναπλιού, νά χάνεται…
Πέρασαν κάμποσα χρόνια. Ό άρχοντας Πέτρος πέθονε σ’ ένα φτωχόσπιτο τής Βενετιάς, κοντά στό Γκράντε Κανάλε. κι όλοι είπαν πώς είχε μείνει ένα πικρό παράπονο στή λιγνόχλωμη όψη του.
Κι’ όταν πέρασαν δέκα χρόνια άκόμη, καί τά δυό άγόρια μεγάλωσαν καί γίνηκαν παλληκαρόπουλά, η μητέρα τους ή δόνα Φελίτσια σκέφτηκε πώς ήταν καιρός πειά νά τούς φανερώοση τό μυστικό.
— Άκούστε, παιδιά μου, τούς είπε μιά βραδειά. Πέρασαν δέκα χρόνια άπό τότε πού πέθανε ό καϋμένος ό πατέρας σας. Έσύ, Γουΐδε είσαι τώρα είκοσι χρονώ, καί σΰ, Άντρέα, εικοσιτριώ. Τώρα πειά μπορώ να έκτελέσω τήν παραγγελία του και νά σάς παραδόσω τό φάκελλο που μου έμπιστεύτηκε πεθαίνοντας. Να, εδώ μέσα θά βρήτε τις τελευταίες θελήσεις του πατέρα σας!
‘Ο Άντρέας, συγκινημένος, πήρε τό στενόμακρο φάκελλο μέ τις πέντε μαύρες βούλες, πού είχαν τό γενεαλογικο τους έμβλημα, τόν άνοιξε κ’ έβγαλε δυό χαρτιά: τό ένα ήταν γράμμα τού Πέτρου Λορεδάνου “στά παιδιά του”, τό άλλο ένα σχεδιάγραμμα, σε περγαμηνή, του ύπογείου μέ τον κρυψώνα, όπου είχε άσφηλίση το θησαυρό του. Ό άρχοντας Πέτρος έγράφε που χε μέ ποιόν τρόπο θά ξαναποχτούσαν τα οικογενειακά τους κειμήλια και όλο τό θησαυρό. Μέσα στό φάκελλο ήταν κ’ ένα κλειδί.
Ύστερ’ άπό λίγες ημέρες, οι δυο νέοι (οι στερνοί τής γενιάς τους) έφοδιασμένοι καί μέ συστατικό γράμμα στόν Πρόξενο τής Όλλανδίας Ρούπα, έφίλησαν τό χέρι τής μάνας τους, μπαρκαρίστηκαν σέ μιά γαλέρα και νά τώρα πού βρίσκονται στ’ Άνάπλι.
***********
Jean-Baptiste Hilaire, τέλη 18ου αιώνα, άποψη Ναυπλίου.
— Άπό δώ, Γουΐδε, έλεγε ό Άντρέας στό μικρότερο άδερφό του. Έγώ θυμάμαι καλά τά μέρη, κι άς πέρασαν τόσα χρονιά. Μου φαίνεται σαν νά έφυγα χτές άπό τόν τόπο τούτο όπου γεννηθήκαμε και οι δυό.
— Κ’ έγώ κάτι αρχίζω νά θυμάμαι τώρα… Άπό δώ δέ βγαίνουμε στή… νά δής πώς τή λέγανε… στή Φόσσα ; ρωτούσε ό Γουίδος.
— Νάτην, γυαλίζει ακόμη τό νερό της, ανάμεσα άπ’ τά βούρλα !…
“Ετσι κουβεντιάζοντας, μέ τή μιάν άνάμνηση έπάνω στήν άλλη τά δυό άδέρφια πέρασαν τήν παλιά τάφρο πού σκάψανε οί πρόγονοί τους, διάβηκαν τό μακρύ γεφύρι μέ τις καμάρες κι’ άντίκρυσαν τήν ·Πόρτα τής Στεριάς* μέ τό πέτρινο λιοντάρι στό άέτωμά της, τό χιλιοχρονίτικο λιοντάρι που κρατούσε μέ τά μπροστινά του πόδια έν’ ανοιχτό μαρμάρινο βιβλίο. Κι ό Γουΐδος, σηκώνοντας τό κεφάλι, διάβασε τήν προγονική έπι γραφή
PAX TIBI
MARCE EVAGELISTA
(Ειρήνη σοι, Μάρκε Ευαγγελίστά μου).
Μπήκαν στή θολωτή καμάρα τής Πόρτας. Στή μέση του θόλου, έπάνω άπό τό κεφάλι τους. είδαν κρεμασμένο τό ί στορικό γιαταγάνι του Γενίτσαρου, που πρώτος πάτησε τά τείχη, στην άλωση. Τό γιαταγάνι κείνο, κάθε Παρασκευή, λέει ο θρύλος, τήν ήμερα δηλαδή πού πάρθηκε τ’ Άνάπλι, έσταζε αίμα, κόμπο – κόμπο.
Οι δυό Λορεδάνοι μπήκαν στήν πόλη, χώθηκαν στά σοκάκια. Τά βήματά τους άντηχούσαν στά καλντιρίμια, ένώ τά μάτια τους ψάχνανε γύρω, γεμάτα περιέργεια. Πέρασαν κοντά άπό τό Μεγάλο Τζαμί, άπό τούς καφενέδες. 0ι τουρκαλάδες, ξαπλωμένοι τεμπέλικα, φουμάριζαν τά τσιμπούκια τους. Μερικοί άνασηκώθηκαν και ρίξανε λοξές ματιές στά δυό παλληκάρια. Οί βενετσάνοι προσπέρασαν, άνηφορίζοντας. «— Άπό δω ! άπό δώ … Θυμάμαι καλά τους δρόμους !» έλεγε πάντα ό μεγαλείτερος αδερφός στό Γουίδο, που ακολουθούσε υπάκουος.
Κι έτσι, πήραν σκαλί-σκαλί τή μακριά σκάλα πού φέρνει στήν Άκροναυπλία. Στή μέση τής σκάλας, ό Άντρέας άρπαξε τό χέρι τού άδερφού του, και μέ φωνή πού έτρεμε άπό συγκίνηση, είπε :
— Γουΐδε ! νάτο νάτο τό σπίτι μας !
— Ναί, αύτό τό ψηλό, τό τρίπατο, μέ τά πράσινα καφάσια ! είπε ό Γουΐδος.
— Αύτό…μέ τή τζαμωτή ξελόντζα ‘… “Αχ, τότε δέν είχε καφάσια, στέναξε ό Άντρέας.
Προχώρησαν, στάθηκαν άπό κάτω καί κοίταζαν μέ τά μάτια βουρκωμένα, τό πατρικό τους σπίτι. Οι άναμνήσεις άνέβαιναν άπό τά βάθη τών χρόνων καί τούς έδεναν κόμπο στό λαιμό… Ήτανε σούρουπο πειά.
Οι πρώτες βραδυνές σκιές κατέβαιναν στόν Απόμερο δρομάκο, όπου κείνη τήν ώρα δέ φαινότανε ψυχή γεννητή… Άξαφνα, ή βαρειά πόρτα του σπιτιού έτριξε στους μπρούντζινους ρεζέδες της, άνοιξε, καί φανερώθηκε ένας γιγαντόκορμος Άράπης, μέ σαρίκι.
— Τί κοιτάτε ;! Τί θέλετε ;! τούς ρώτησε άπότομα
Μά οι βενετσάνοι δέν καταλαβαίναν τή γλώσσα του, χαμογελούσαν μέ άμηχανία, προσπάθησαν νά συννενοηθούν μέ χειρονομίες, μά δέν ήταν βολετό καί κατάντησε κωμωδία.Άξαφνα, ο Άράπης χτύτησε τό κούτελό του μέ τήν παλάμη, χάθηκε μέσα, άφήνοντας τήν πόρτα άνοιχτή, καί σέ λίγο, στήν ξελόνιζα, φανερώθηκε ένας Τούρκος, μεσόκοπος, βλογιοκομμένος, που κοίταζε περίεργα τούς δύο νέους καί τούς ρώτησε σέ τρείς γλώσσες τί θέλουν, πρώτα Τούρκικα, έπειτα Ρωμέϊκα, τέλος Βενετσανικα :
— Ποιοι είσαστε ; τί ζητάτε
—- Είμαστε, απάντησε ό Άντρέας, παιδιά τού ποτέ Πέτρου Λορεδάνου, που ήταν ίδιοχτήτης τού σπιτιού τούτου, στόν καιρό του προβιζόρου τών κάστρων Αυγουστίνου Σαγκρέδου. “Ηρθαμε σήμερα άπό τή Βενετιά, γιά ώρισμένο σκοπό. Θέλουμε νά μιλήσουμε στό σημερινό άφέντη τού σπιτιού.
— Έγώ είμαι ό σημερινός αφέντης του σπιτιού. Όνομάζομαι Άγά Πασάς Δελβινιώτης… Περάστε άπάνω !
Κι ο Αγάς τραβήχτηκε άπό τό παράθυρο καί πήγε στή σκάλα νά τους ύποδεχτή : “Καλώς ώρίσατε!” Καί τους έξέταζε άπό τήν κορφή ως στα νύχια. Οι δυό βενετσάνοι κοίταζαν κι’ αύτοί γύρω. Αναγνώριζαν βέβαια τά διαμερίσματα, μά κι’ ένας πόνος τους έσφιγγε την καρδιά γιά τις άλλαγές πού έβλεπαν στό πατρικό τους σπίτι. Τά μουσουλμανικά χρώματα φάνταζαν παντού. Ο φεγγίτης τής σάλας είχε καφάσια, στο ταβάνι ένας πρασινοκόκκινος ντουράς· στούς τοίχους σπαθιά κρεμασμένα, κουμπούρια, κεφαλοσπάστες .Γύρω ντιβάνια. Παντού μύριζε Τουρκιά κι άγριάδα… Κι ό Άράπης, άφού έφερε τούς καφέδες, στάθηκε σιωπηλός στήν πόρτα τής σαλας, ορθός κι έτοιμος.
— Θά ήθελα νά μιλήσουμε χωρίς μάρτυρες, είπε τέλος ο Άντρέας στόν Άγά Πασά δείχνοντας μέ τό μάτι τό μαύρο φύλακα.
— Σαλήμπ, πήγαινε έξω! διέταξε ό αφέντης τού σπιτιού. Ό Άράπης έκαν’ έναν τεμενά καί χάθηκε, κλείνοντας πίσω του τήν πόρτα…
Καθόντουσαν κοντά, γύρω άπό ένα σοφρά, πίνανε τόν καφέ τους καί σιγοκουβέντιαζαν. Οι δυό βενετσάνοι, άφού δέ μπορούσαν νά κάνουν κι άλλοιώς, έπρότειναν στόν τωρινόν ιδιοχτήτη του σπιτιού νά τους άφήση νά πάρουν τόν προγονικό τους θησαυρό καί νά του δώσουν ένα καλό μερτικό… Άστραψαν τά μάτια του Μουσουλμάνου άπό χαρά, πετάχτηκε άπάνω», χοροπηδούσε, αγκάλιαζε τόν ένα νέο, τόν άλλο, τούς έκραζε παιδιά του, σαΐνια του έλεγε πως αυτός άγαπάει τούς βενετσάνους, τούς χριστιανούς, τους έβραίους, ‘ολον τόν κόσμο.
— Ίσαλάχ, νά βγούμε τό κεμέρι καί θά ιδήτε, σαΐνια μου !… Μόνο χρειάζεται, προσοχή, φρονιμάδα, νά μή μάς πάρουν χαμπάρι οί άλλοι πασάδες καί χαθήκαμε. Θά ζητάνε όλοι μερτικό !… Τί ; νά πάτε γράμμα στόν πρόξενο τής Όλλανδίας ; Αμ’ αύτός μέρα-νύχτα μέ τούς παπάδες βρίσκεται. Αμέσως θά τους τό πή !… Αμάν καί μή το μάθη κανείς, γιατί πάει χάθηκε ό θησαυρός ! ..
Χτύπησε τά παλαμάκια, φανερώθηκε ό Άράπης. Ό Αγάς τόν διέταξε νά έτοιμάσουν τραπέζι γιά τρεις. Ά, όλα κι όλα ! Δέ θά τους άφηνε βέβαια νά πάνε σέ χάνι ! Στό οπίτι του θά μένανε. «— Σαλήμπ, πες νά ετοιμάσουν τό μουσαφίρ όντά !» Κι όταν ξανάμειναν μόνοι, κατάστρωσαν τό σχέδιο: Εκείνη τήν ίδια βρα δειά, υστερ’ άπό τό φαί, θά κατέβαιναν στό υπόγειο νά ξεθάψουν τό θησαυρό. Κανείς δέν έπρεπε νά τό ξέρη. Ούτε κι ο ίδιος ο Σαλήμπ κι ας ήταν ο πιό πιστός του σκλάβος.
Φάγανε, ήπιανε σερμπέτια, φουμάρισαν, κουβέντιασαν. Ό Τούρκος ήταν όλο γέλια. Οι δυό νεαροί βενετσάνοι ήταν ένθουσιασμένοι με τόν Άγά Δελβινιώτη. Τούρκος καί νάναι τόσο καλόκαρδος !..
Περασμένα μεσάνυχτα, δ Αγάς λέει :
— “Ε, τί λέτε, παιδιά ;… “Ωρα δέν είναι ;
Σηκώθηκαν. Όλο τό σπίτι ήταν βυθισμένο οτόν ύπνο. Κοιμόντουσαν κι’ οί χανούμισσες καί οί σκλάβοι καί τά σκλαβάκια. Ό Αγάς ψηλός, σοβαρός, πήγαινε μπροστά, κρατώντας μιά τετράφωτη λουσέρνα. Ακολουθούσαν οί δυό νέοι. Οι ίσκιοι τους, μεγαλωμένοι, γραφόνταν έπάνω στούς τοίχους του διαδρόμου… Κατέβηκαν τήν έσωτερική σκάλα που έτριζε κάτω άπό τά βήματά τους, φτάσανε στό ισόγειο. Ό Αγάς έβγαλε από τό ζουνάρι του να τεράστιο κλειδί, άνοιξε τήν πόρτα. Πέρασαν άπό μιά θολωτή καμάρα, κατέβηκαν λίγα σκαλάκια. Ό Άντρέας έξεδίπλωσε τήν περγαμενή. Τό φώς τής λουσέρνας έδειξε τις μαύρες χοντρές γραμμές πού έσχημάτιζαν τό τοπογραφικό σχεδιάγραμμα… Δέν δυσκολεύτηκαν νά βρούν τή θέση. ‘Ο Αγάς πήρε άπό μιά γωνιά μιάν άξίνα, στηλώθηκε στ
ή γής, μέ τά σκέλια άνοιχτά, βάρεσε μιά-δυό-τρείς…δέκα. Οι άσβέστες πετάχτηκαν, η μεγάλη πλάκα ξεκόλλησε. Ανοίχτηκε μιά μεγάλη τρύπα. Μιά βαρειά μυρουδιά μούχλας, άγέρας ύγρός κι άρρωστημένος ξεπήδησε άπό τά σπλάχια τής κατακόμπας. Μιά σκαλίτσα πέτρινη, γυριστή, φάνηκε. Ό Αγάς γονάτισε κ’ έρριξε μέσα τό φώς τής λουσέρνας.
— Κατεβήτε ! είπε στούς δύο νέους.
(Τό τέλος στό προσεχές)
Οι βενετσάνοι κατέβηκαν μέ λαχτάρα τά γλιστερά σκαλοπάτια, καί σέ λίγο άνέβηκαν κρατώντας ένα μπαούλο, στρωμένο άπό παντού μ’ ένα μπρούντζινο ντύμα, μαύρο πράσινο άπό τή σκουριά.
Ό Αγάς είχε άκουμπήσει χάμου τή λουσέρνα, κρατούσε όμως άκόμη την άξίνα, καί μέ μάτια τεντωμένα, σιωπηλός καί συλλογισμένος, παρακολουθούσε τις κινήσεις των δύο άδερφιών… Ό Άντρέας Λορεδάνος έβγαλε άπό τήν τσέπη του τό κλειδί, γονάτισε καί καταγινότανε ν’ άνοιξη τήν κασσέλα. Σκυφτός άπό πάνω του ό Γουΐδος έκοίταζε πώς νά τόν βοηθήση. Μά ή κλειδαριά, σκουριασμένη άπό τήν πολυκαιρινή υγρασία, δέν άνοιγε, κι’ ό Άντρέας έβαζε όλα τά δυνατά του καί ξεφύσαινε…
Τέλος, τό Ελατήριο Ετριξε,, κι ο Γουίδος, τραβώντας τό καπάκι τής κασσέλας άπάνω, τήν άνοιξε. Στό άντιλάρισμα τής ψηλής, τετράφωτης λουσέρνας, λαμποκόπησε ο θησαυρός τών Λορεδάνων, πάππου προσπάππου ! Σωρός τά βενέτικα φλωριά, οι ντούπιες, τά κολωνάτα, σωρός τά διαμαντικά τής γενιάς, σέ βραχιόλια, σέ κορώνες, σέ σκουλαρίκια, σέ μενταγιόν μέ μακρυές χρυσές άλυσσίδες, ρουμπίνια, μπριλλάντια, μαργαριταρόρριζες, περουζέδες, ένα πλήθος στολίδια άντρών καί γυναικών, τεχνουργημένα στό σμάλτο, στό άσήμι καί στό μάλαμα, πού γυαλοκοπούσαν σ’ όλα τού φωτός τά παιγνιδίσματα καί θάμπωναν τά μάτια ! Καί καθώς τά δυό αδέρφια χώσανε τά χέρια τους μέσα καί άνακάτευαν τήν προγονική κληρονομιά, τό θρόισμα πού έκαναν τά πολύτιμα πετράδια καί τά νομίσματα άντηχούσε στ’ αυτιά τού Άγά Πασά σά μουσική πού τάραζε τήν ψυχή του… Μέ μιά απότομη κίνηση, σάν άστραπή, σήκωσε τότε ψηλά την άξίνα καί χτύπησε τόν ’Αντρέα κατακέφαλα. Ό νέος σωριάστηκε κάτου μουγγρίζοντας κι ό Γουίδος, άντί χυμήξη στό δολοφόνο, σάστισε κ’ έπεσε άπάνω στόν άδερφό του, βγάζοντας σπαραχτικές κραυγές: “‘Αντρεα ! ’Αντρέα /… αδερφέ μου”.
Μά ό Αγάς, τυφλωμένος άπό τό αίμα, άπό τό μεθύσι τού έγκλήματος, άπό τό Σατανά τής πλεονεξίας, χτύπησε καί δεύτερη φορά καί τρίτη καί τέταρτη. Χτυπούσε αλύπητα έπάνω στό σύμπλεγμα τών δύο άμοιρων άδερφών, χτυπούσε άκόμη καί όταν έπαψε κάθε βογγητό, κάθε σπαρτάρισμα, όταν έφυγε κάθε ζωή, καί τα δυό κορμιά δέν παρουσίαζαν παρά έναν κόκκινο σωρό άπό σάρκες καί κόκκαλα λιανισμένα !…
Έπειτα, στάθηκε, άκούμπησε μέ τό ένα χέρι στήν άξίνα, σκούπισε μέ τό άλλο τό ιδρωμένο του μέτωπο, πάλι τόν κόκκινο σωρό… Γρήγορα-γρήγορα πήρε Ενα φτυάρι κ’ έριξε μέσα στή σκοτεινή κατακόμπα τά πτώματα τών δύο βενετσάνων, κύλισε άπάνω τήν πλάκα, τήν έσκέπασε μέ χώμα, πάτησε άπάνω πολλές φορές, καί σάν τέλειωσε. θέλησε νά σταθή καί νά μέτρηση τά χρήματα, τα διαμαντικά… Πήρε μιά χούφτα, τά κοίταξε κοντά στό φώς, μά στή στιγμή τάρριξε πάλι μέσα, καί πιάνοντας τό καπάκι τής κασσέλας, τόγειρε νά πέση. Ό κρότος άντήχησε κούφιος στή νυχτερινή σιωπή. Ό ‘Αγά Πασάς, σάν άλαφιασμένος, άρπαξε τότε τή λουσέρνα κ’ έφυγε γρήγορα-γρήγορα…
Καί ο έπίλογος τής φοβερής αυτής Ιστορίας ήρθε μέ τόν καιρό τό ίδιο τραγικός :
Ό Άγά Πασάς, πού ήταν κιόλας άρκετά πλούσιος, ύστερ’ άπό τήν άπόχτηση τού θησαυρού, γίνηκε ο πλουσιώτερος τού Μωριά, άπόχτησε δύναμη καί δόξα, τον ήξεραν άκόμη καί στό Διβάνι, όπου έστελνε πεσκέσια στό Σουλτάνο καί στούς πασάδες.
Η δυστυχισμένη ή μάνα τών δυό βενετσάνων, βλέποντας πώς άργούν νά ξαναγυρίσουν τά παιδιά της, έγραψε στόν Πρόξενο τής Όλλανδίας, καί κείνος ρώτησε δειλά τόν Άγά τι γινήκαν οι δυό νέοι. Ό Άγας σήκωσε μέ άδιαφορία τούς ώμους :
— Ξέρω γώ τι γινήκαν !… Ήρθανε σπίτι μου, ψάξανε, δέ βρήκανε τίποτα καί φύγανε.
Ό Ρούπας, είτε γιατί φοβήθηκε τή δύναμη καί τήν υπόληψη τού Πασά, είτε γιατί έπίστεψε στά λόγια του, δέν είπε τίποτα, Έτσι ή φοβερή τραγωδία σκεπάστηκε, δέν τήν έμαθε τότε κανείς.
Πέρασε άκόμη κάμποσος καιρός.!
Ό Άγά Πασάς Δελβενιώτης είχε πλούτη καί δόξα, μά ήσυχία δέν είχε. Μέσα του, φοβερός δαίμονας, ή τύψη της συνειδήσεως, ξύπνησε καί του τριβέλιζε τήν ψυχή. Τά φαντάσματα τών δυό άδικοσκοτωμένων τόν παρακολουθούσαν παντού μέ φοβέρες, «ολοζώντανα κι’ όρθά». Τή νύχτα πρό πάντων τό μαρτύριό του γινόταν άβάσταγο. Ένόμιζε πώς άκούει τά βογγητά τους νά βγαίνουν άπό τή σκοτεινή κατακόμπα, μακρόσυρτα μέσα στή νυχτερινή σιγαλιά, σπαραχτικά… Τότε πεταγόταν άπό τό κρεββάτι του τρομαγμένος, μούσκεμα στόν Ιδρώτα, κρατώντας τήν καρδιά του νά μή σπάση… Ό Άγά Πασάς γίνηκε ό πιο δυστυχισμένος άνθρωπος του κόσμου, άδυνάτισε, έπεσε νά πεθάνη.
Εκείνο τόν καιρό, Εφτασε στ’ Άνάπλι, περαστικός, ένας Σεΐχης, πού έρχότανε ίσια άπό τή Μέκκα γιά νά πουλήση φυλαχτά στούς Οθωμανούς τού Μωριά. Ό Αγάς τόν έκάλεσε καί κρυφά τού ξομολογήθηκε τό διπλό του κακούργημα καί τά βάσανά του.
« — Σοφέ μου Σεΐχη, τού είπε, τί νά κάνω γιά νά σωθώ ;» Κι’ ό σοφός Σεΐχης τούδωκε μιά συμβουλή : Νά ξοδέψη όλο τό θησαυρό χτίζοντας Ενα μεγάλο Τεκέ καί νά πηγαίνη έκεί νά προσεύχεται έφτά φορές την ημέρα, γιά νά σώση την ψυχή του. Κι’ ο Αγάς έβαλε πρόθυμα τή συμβουλή τού Σεΐχη σε πράξη. Αγόρασε Ενα μεγάλο οικόπεδο, πού ήταν άνάμεσα στό σπίτι του καί στό βενετσάνικο Στρατώνα, κι’ άρχισε νά χτίζη ένα μεγαλόπρεπο Τεκέ. Κουβαλούσε άγκωνάρια καί μάρμαρα άπό παντού, άκόμη κι’ άπό τό άρχαίο βυζαντινό μοναστήρι τού Καρακαλά, πού τόχαν γκρεμίσει λίγο προτήτερα οι Τούρκοι. Άκόμη κι’ άπό τις Μυκήνες, από τό θησαυροφυλάκιο τού Άτρέως, έφερε ένα τεράστιο, μονοκόμματο μάρμαρο τής πύλης καί έβαλε ύπέρθυρο στό τζαμί του.
Όμως κ’ οι αρχαίοι θεοί τών Ελλήνων άρχισαν τώρα νά θέλουν έκδίκηση. Καί νά ! τήν ώρα πού οι μαστόροι άνεβάζανε τό άτρειδικό μάρμαρο, κι’ ο Αγάς, όρθός στό άντικρυνό μπαλκόνι τού σπιτιού του, παρακολουθούσε τήν έργοσία, γίνεται άξαφνα Ενας σεισμός, τό Άνάπλι τραντάζεται, τό μπαλκόνι πέφτει, κι ο Αγάς σωριάζεται στό καλντιρίμι νεκρός !…
Μά τό τούρκικο τέμενος τό τελείωσε ή χήρα τού Άγά Πασά, ή Φατμέ Χανούμ, τό έστρωσε μέ τά πιό άκριβά χαλιά καί τους σετζαντέδες τού σπιτιού της, καί μαυροφορεμένη, έφτά φορές τήν ήμέρα, πήγαινε και προσευχόταν γιά τήν αμαρτωλή ψυχή τού άντρός της. Κ’ έχτισε άκόμα κι’ άλλο ένα τζαμί, πιό άπάνω, στή ρίζα τής Άκροναυπλίας…
Ξέσπασε έξαφνα ή Επανάσταση τού 21, έλευθερώθηκε ή Ελλάδα, διώχτηκαν οι Τούρκοι άπό τ’ Άνάπλι, πού ήταν πειά ή πρωτεύουσα τού μικρού Κράτους. Τό τζαμί τού Άγά έγινε ή πρώτη Βουλή τών Ελλήνων, τό Βουλευτικό. Σ’ αυτό συνεδρίαζαν οι μπαρουτοκαϋμένοι άγωνιστές, σ’ αυτό, πιό ύστερα, ή Βαυαρέζικη Άντιβασιλεία καταδίκασε τόν Κολοκο τρώνη σέ θάνατο, παίρνοντας τήν άπόφαση μέ τή λόγχη. Καί πιό ύστερα, τό άλλο τζαμί, που τοχτισε ή Φατμέ Χανούμ, τό χάρισε ο Οθωνας στούς καθολικούς τ’ Άναπλιού καί τό έκαναν έκκλησιά τους.
Στό τελευταίο τούτο ένας τρισεβάσμιος παπάς, ο δόν Γεώργιος Σαργολόγος, πού είχε γνωρίσει και τόν Όθωνα, προσευχότανε κάθε μέρα γιά τήν ψυχή τού πρώτου μας βασιληά καί γιά τις ψυχές όλων τών άδικοπεθαμένων χριστιανών τού Άναπλιού κι όλου τού κόσμου.