Οι Αρβανίτες στο έθνος-κράτος
Ποιοι είναι οι Αρβανίτες στην Ελλάδα στα χρόνια της επανάστασης του 1821; Ποια στοιχεία συγκροτούν την πολιτισμική τους ταυτότητα; Ποιοι παράγοντες κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 συμβάλλουν στην ενσωμάτωσή σους στο νέο ελληνικό Κράτος;
Ορολογία: Είναι απαραίτητες κάποιες προκαταρκτικές, σύντομες, διευκρινίσεις ως προς τους χρησιμοποιούμενους όρους για τους Αρβανίτες.[1] Κατά το 19o, αλλά και στις αρχές του 20ού αιώνα, οι Έλληνες λόγιοι (Α. Μηλιαράκης, Μ. Λαμπρυνίδης, Π. Κουπιτώρης, Δ. Πασχάλης, κλπ.), αλλά και στα επίσημα έγγραφα, όταν γίνεται αναφορά στους Αρβανίτες, χρησιμοποιείται συνήθως ο όρος «Αλβανοί». Επίσης γίνεται χρήση του όρου «Χριστιανοί Αλβανοί». Οι όροι «Αρβανίτης», «Αρβανίτικος», «Αρβανιτιά», χρησιμοποιούνται στον λαϊκό λόγο, όπως για παράδειγμα στις παροιμίες, για να προσδιορίσουν τους Αρβανίτες της Ελλάδας. Σπάνια ο όρος «Αρβανίτης» ή και «Αλβανίτης» χρησιμοποιείται στα έγγραφα της περιόδου της ελληνικής επανάστασης.
Ο όρος «Τουρκαλβανοί» ή «Τούρκοι Αλβανοί» ή «Αρβανιτοτούρκοι» χρησιμοποιήθηκε για τον χαρακτηρισμό των μουσουλμάνων Αλβανών, οι οποίοι είτε ζούσαν στην Αλβανία, είτε έλαβαν μέρος στις επιδρομές, που ακολούθησαν τα «Ορλωφικά», αλλά και αργότερα ως μέλη του στρατού των Οθωμανών, του Αλή Πασά, κλπ.[2]
Στοιχεία σχετικά με την κάθοδο των Αρβανιτών:
Η προσέγγιση των Αρβανιτών, ως ιστοριογραφικό θέμα, ήδη από το 19ο αιώνα, επηρεαζόταν από ιδεολογικές και πολιτικές παραμέτρους.[3] Τα σχετικά με την κάθοδό τους στην Ελλάδα,[4] που ξεκινά τον 13ο – 14ο αιώνα, μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα την ιστορική εξέλιξη, τα ιστορικά γεγονότα που συνδέονται μ’ αυτούς, τις επιλογές τους και τις εν γένει πολιτισμικές τους πρακτικές. Τα στοιχεία που έχουν σημασία από αυτήν την άποψη είναι:
α) Ότι κατέρχονται ως χριστιανοί ορθόδοξοι, γεγονός που συνέτεινε στην ανάπτυξη καλών σχέσεων και τη συνύπαρξη με τους ντόπιους πληθυσμούς.
β) Η ερήμωση διαφόρων περιοχών λόγω της πανώλης,[5] της πειρατείας και των πολεμικών αναμετρήσεων του 13ου, του 14ου και 15ου αιώνα.[6] Έτσι, πιθανότατα, εγκαθίστανται, σ’ αρκετές περιπτώσεις, σε χώρους που έχουν εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους τους.
γ) Οι επιδρομές των πειρατών και η ανάγκη για την αντιμετώπισή τους επηρεάζει σ’ ορισμένες περιπτώσεις τις επιλογές διαμονής τους, αλλά και την ανάπτυξη της ναυτιλίας, όπως για παράδειγμα στα νησιά του Αργοσαρωνικού.
δ) Οι συνθήκες για την άσκηση πολεμικών-μισθοφορικών δραστηριοτήτων είναι επίσης ένα σημαντικό στοιχείο. Οι «εργοδότες» των πολεμιστών-μισθοφόρων προσφέρουν σ’ αυτούς διάφορα προνόμια, μεταξύ δε των άλλων, και το δικαίωμα της εγκατάστασης σε μια περιοχή. Όπως σημειώνει ο Β. Παναγιωτόπουλος, έχουμε δύο κατηγορίες πολεμιστών. Η πρώτη αποτελείται από άνδρες μισθοφόρους (Καταλανοί, Τούρκοι, Αλβανοί, κλπ) που μετακινούνται μόνοι τους, χωρίς τις οικογένειές τους.[7] «Στη δεύτερη περίπτωση, όπου ουσιαστικά συναντάμε μόνο Αλβανούς, βρισκόμαστε μπροστά σε πολύ πιο πολυάριθμες ομάδες, που αποτελούνται από ολόκληρες οικογένειες κατά φάρες, με τα ζώα και τα κινητά αγαθά τους. Οι πληθυσμοί αυτοί μετακινούνταν μαζικά και οργανωμένα, πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους ως «πολεμιστές» και διεκδικούσαν ως αντάλλαγμα σημαντικές παραχωρήσεις, όπως το δικαίωμα εγκατάστασης και ελεύθερης κυκλοφορίας, την απαλλαγή από φόρους, κλπ., γεγονός που επηρέασε τόσο τη συγκρότηση όσο και την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της χώρας».[8]
Οι πρακτικές των Αρβανιτών στη διάρκεια της επανάστασης του 1821
Louis Dupré, Photo Pikos from Souli. Σουλιώτης
Οι Αρβανίτες πριν ακόμη την έναρξη της επανάστασης του 1821 εμφανίζονται δυναμικά στο προσκήνιο μέσα από τους πολύχρονους αγώνες των Σουλιωτών, οι οποίοι καταγράφηκαν στη συλλογική μνήμη, μέσα από τις ιστορικές μαρτυρίες, τα δημοτικά τραγούδια[9] και τους θρύλους. Οι Σουλιώτες θεωρούνται ήδη το 1806, από τον Ανώνυμο της «Ελληνικής Νομαρχίας», ότι μαζί με τους αρματολούς «θα μπορούσαν να σηκώσουν το ένοπλο βάρος της επανάστασης των Ελλήνων».[10]
Μια δεύτερη κατηγορία, η οποία διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο επίσης στην επανάσταση, ήταν οι επίσης Αρβανίτες νησιώτες της Ύδρας και των Σπετσών, οι οποίοι, όπως σημειώνει ο Π. Πιζάνιας, ξεκίνησαν την «εξειδίκευσή τους στο ναυτικό εμπόριο από τα μέσα του 17ου αιώνα, για να εξελιχθούν έναν αιώνα αργότερα σε μεγάλους καραβοκυραίους κεφαλαιούχους».[11] Η πρωταρχική ναυτική τεχνογνωσία των κατοίκων των νησιών αυτών προήλθε από τη συμμετοχή -αναγκαστική ή εθελοντική- σε πειρατικά πλοία, ή ακόμη τη συμμετοχή τους, ως αιχμαλώτων, σε πολεμικά πλοία ναυτικών κρατών, ή σε ναυπηγεία, όταν τα πολεμικά αυτά καταλάμβαναν τα πειρατικά πλοία.[12]
Οι Σουλιώτες, οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες μέσα από τη συμμετοχή τους στις πολεμικές επιχειρήσεις απέκτησαν, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, ένα τεράστιο συμβολικό κεφάλαιο. Μάλιστα, όπως σημειώνει η Ελπίδα Βόγλη, κατά τη διάρκεια της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης, στις 7 Απριλίου 1826, αποφασίστηκε «να μη γένωσι δεκτοί πληρεξούσιοι άλλων οπλαρχηγών, ειμή μόνον αυτοί των Σουλιωτών», ώστε να αποζημιωθούν «δια τας ανδραγαθίας και μεγάλας εκδουλεύσεις των» στον Αγώνα.[13]
Οι παραπάνω περιπτώσεις των Σουλιωτών, Σπετσιωτών και Υδραίων δεν αποτελούν τεκμήριο ότι όλοι οι Αρβανίτες ήταν πολεμιστές και όλες τους, ή έστω η πλειοψηφία των πρακτικών τους ήταν ηρωικές. Αντίθετα, σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, όπως και οι υπόλοιποι «αυτόχθονες», αναπτύσσουν πρακτικές επιβίωσης ελάχιστα ή καθόλου ηρωικές.[14]
Η ενσωμάτωση των Αρβανιτών, μέσω της συμμετοχής τους στον αγώνα:
Θα αναφερθούμε εν προκειμένω σε ορισμένα στοιχεία που αναφέρονται στην παρουσία τους, την πολιτισμική ταυτότητα και τις πρακτικές των Αρβανιτών, τα οποία συμβάλλουν στην ενσωμάτωσή τους:
-Η θρησκεία τους. Το γεγονός ότι είναι χριστιανοί ορθόδοξοι διευκολύνει σημαντικά τη συνύπαρξη με τους Έλληνες. Αντίθετα, το στοιχείο αυτό τους απομακρύνει από τους Αλβανούς που παραμένουν στην Αλβανία, οι οποίοι σ’ ένα μεγάλο βαθμό έχουν εξισλαμισθεί, αλλά και από τους Οθωμανούς.
-Η διαμονή τους στην Ελλάδα επί πολλούς αιώνες. Η μακρά αυτή παραμονή τους φέρνει σ’ επαφή με τους ντόπιους και τους απομακρύνει από τους Αλβανούς της Αλβανίας. Λόγω βεβαίως αυτής της μακράς παραμονής στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κριτήριο της αυτοχθονίας/εντοπιότητάς τους.
-Η απουσία της μνήμης σχετικά με την αρχική τους κοιτίδα. Οι Αρβανίτες κατά τη διάρκεια του 19ου αλλά και του 20ού αιώνα δεν αναφέρονται στην αρχική τους κοιτίδα, από πού δηλαδή ξεκίνησαν, ούτε υπάρχουν κάποιες μνήμες της πορείας τους προς τις περιοχές της Ελλάδας που εγκαταστάθηκαν (Στερεά Ελλάδα, Εύβοια, Πελοπόννησο, νησιά Αργοσαρωνικού, κλπ).
Οι Αρβανίτες, με το προσόν της αυτοχθονίας-εντοπιότητας, επιλέγουν στρατηγικές ενσωμάτωσης στο νεοσύστατο Κράτος, λόγω του γεγονότος ότι έτσι αναδεικνύονται ισότιμοι πολίτες με τους υπόλοιπους κατοίκους και απολαμβάνουν των προνομίων που έχει ένα πολίτης: Να διορίζεται στο Δημόσιο, να ψηφίζει και να ψηφίζεται, να μπορεί να υποβάλλει αναφορές, κλπ. Η επιλογή αυτή της ένταξης και ενσωμάτωσης στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος είναι άλλωστε γι’ αυτούς μονόδρομος, με την έννοια ότι δεν υπάρχει εκείνη τη στιγμή καμιά άλλη στρατηγική επιβίωσης.[15]
Οι Αρβανίτες δεν συμπεριφέρονται, ούτε διεκδικούν κάτι ως άτομα που ανήκουν σε μια ιδιαίτερη εθνική ομάδα ή μειονότητα. Αντίθετα, ως «αυτόχθονες» και χριστιανοί, συμμετέχουν στις διαδικασίες συγκρότησης του Ελληνικού κράτους, προσπαθούν να καταλάβουν θέσεις στον κρατικό μηχανισμό και σε πολλές περιπτώσεις το κατορθώνουν. Οι νησιώτες, Υδραίοι και Σπετσιώτες φαίνεται να έχουν μεγαλύτερες δυνατότητες πρόσβασης στο μηχανισμό αυτό.
Η ενσωμάτωσή τους αυτή διευκολύνεται λόγω της κυρίαρχης ιδεολογίας περί «φυλετικής συγγένειας μεταξύ Ελλήνων και Αρβανιτών». Σύμφωνα με την «απορροφητική θεωρία», οι Αρβανίτες θα μπορούσαν να αφομοιωθούν από το κυρίαρχο Ελληνικό στοιχείο. Πραγματώνεται δε πανηγυρικά και θεσμικά από τις σχετικές ρυθμίσεις των πρώτων Ελληνικών Συνταγμάτων.
Όπως είναι γνωστό, ένα από τα πρώτα ζητήματα που απασχόλησαν τις «Εθνικές Συνελεύσεις» των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν ποιοί θεωρούνται Έλληνες. Στο πρώτο ελληνικό σύνταγμα της Επιδαύρου (1822) αναφέρεται ότι Έλληνες είναι «όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν». Δύο επομένως προϋποθέσεις τέθηκαν στο Σύνταγμα του 1822, ρύθμιση που επαναλαμβάνεται, συμπληρωμένη, και στα επόμενα Συντάγματα των επαναστατικών χρόνων: Να είναι κάποιος «αυτόχθων» κάτοικος της Επικράτειας της Ελλάδας αλλά και χριστιανός, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στην ορθοδοξία. Απουσιάζουν η γλώσσα και η εξ αίματος καταγωγή. Με τον τρόπο αυτό θεωρήθηκαν Έλληνες και όλοι οι Αρβανίτες, ως αυτόχθονες και χριστιανοί, αλλά και ο οποιοσδήποτε αυτόχθων κάτοικος και χριστιανός, ανεξάρτητα αν ήταν ορθόδοξος ή καθολικός.
Εν κατακλείδι, οι Αρβανίτες αποτέλεσαν ένα παράδειγμα επιτυχούς ενσωμάτωσης στο νεοσύστατο Ελληνικό Κράτος, χωρίς αμφισβητήσεις και πολιτικές αποκλεισμού.
Ο Κωνσταντίνος Γκότσης είναι ιστορικός
ΕΔΩ μπορείτε να δείτε έναν εθνογραφικό χάρτη της Πελοποννήσου, 1890
[1]. Για το ζήτημα αυτό, αλλά και για τα επόμενα, έχω χρησιμοποιήσει στοιχεία από μια παλιότερη μελέτη μου, με τίτλο: «Αρβανίτες της Επαρχίας Άργους: Δημογραφικά δεδομένα – πολιτισμικές πρακτικές», Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης της 22 και 23 Μαρτίου 2003 του συλλόγου «Δαναός» με θέμα «Άργος: Κοινωνία και πολιτισμός», Αθήνα 2009, σ. 107-135.
[2]. Βλ. μεταξύ άλλων: Α. Μηλιαράκης, Γεωγραφία Πολιτική Νέα και αρχαία του νομού Αργολίδος και Κορινθίας, Αθήνα 1886· Μ. Λαμπρυνίδης, Οι Αλβανοί κατά την κυρίως Ελλάδα και την Πελοπόννησον. Ύδρα, Σπέτσαι, Αθήνα 1907· Επίσης, Μ. Λαμπρυνίδης, «Θεόδωρος Ν. Γκίκας. Οι Αλβανοί εν Πελοποννήσω και ιδία εν ταις νήσοις του Αργολικού Κόλπου», Ημερολόγιον Σκώκου, 1901, σελ. 369-383· Π. Κουπιτώρης, Αλβανικαί μελέται, Αθήνα 1879· Δ. Παχάλης, «Οι Αλβανοί εις τα Κυκλάδας», Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, 1934, σελ. 263-282. Οι ανωτέρω, μεταξύ άλλων, αναφερόμενοι στους Αρβανίτες της Ελλάδας κάνουν χρήση του όρου Αλβανοί. Στα διάφορα επίσημα έγγραφα, αμέσως μετά την Επανάσταση του 1821 γίνεται επίσης χρήση του όρου Αλβανοί, τόσο για τους μουσουλμάνους Αλβανούς της Αλβανίας, όσο και για τους Αρβανίτες της Ελλάδας. Σ’ αρκετές όμως περιπτώσεις προστίθεται το θρήσκευμα δίπλα στον όρο «Αλβανός». Σε έγγραφο – απόφαση της Προσωρινής Διοικήσεως της Ελλάδος και του Προέδρου του Εκτελεστικού Α. Μαυροκορδάτου, με ημερομηνία 12 Μαΐου 1822, γίνεται λόγος για την ανάληψη πρωτοβουλιών σχετικά με την κατάρτιση συμφωνιών με τους Αλβανούς. Μάλιστα αναφέρεται ότι για την επίτευξη του στόχου αυτού, θα πρέπει να παρέμβει το «κοινόν του Σουλίου»: «Επειδή η Αλβανία είναι μέγα και ουσιώδες μέρος, και η ένωσίς της με την επικράτειαν της Ελλάδος ειμπορεί να φέρη τα πλέον καλά αποτελέσματα· Επειδή το κοινόν του Σουλίου και δια την πλησιότητα και δια τας σχέσεις, τας οποίας έχει μετά των Αλβανών, είναι το αρμοδιώτερον μέσον δια να συνδεθώσι συμφωνίαι μετά των Αλβανών· (…) Διέταξε και διατάττει τα ακόλουθα: α΄ Το κοινόν του Σουλίου έχει την άδειαν να πραγματευθή συμφωνίας, όσον είναι δυνατόν ωφελιμωτέρας μετά των Αλβανών Χριστιανών τε και Τούρκων(…) δ΄ Ο χιλίαρχος Γεώργιος Πλεσιοβίτσας έχει ομοίως την άδειαν, με την γνώμην και συγκατάθεσιν του κοινού του Σουλίου, να πραγματευθή με τους Τσάμιδες Χριστιανούς και τούρκους κατά τας αυτάς συμφωνίας», Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τομ. 1, εν Αθήναις 1857, επανέκδοσις υπό της Βιβλιοθήκης της Βουλής, Αθήνα 1971, σ. 331-332. Η διάκριση, δηλαδή, στο παραπάνω έγγραφο, γίνεται μεταξύ των χριστιανών Αλβανών και των Τούρκων (μουσουλμάνων δηλαδή) Αλβανών. Επίσης, μεταξύ των χριστιανών Τσάμηδων και των τούρκων (μουσουλμάνων) Τσάμηδων. Ενδιαφέρον, για τη χρήση των διαφόρων σχετικών όρων, έχει και η «ανυπόγραφη έκθεση για το θάνατο του Αλή Πασά των Ιωαννίνων». Μεταξύ των στρατιωτών του Αλή Πασά, που βρέθηκαν μαζί του τον Αύγουστο του 1820, υπήρχαν: «1300 Γκέγκιδες, 250 χριστιανοί Αλβανοί, Τούρκοι Τόσκιδες», Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τομ. 15α, σ. 5. Σε άλλο έγγραφο, της 30ης Ιουνίου του 1822, των Εφόρων Σαλώνων, απευθυνόμενο προς τον Υπουργό «των Εσωτερικών υποθέσεων και προσωρινώς και του Πολέμου», γίνεται μια ενδιαφέρουσα, από την άποψη της ορολογίας, αναφορά στους εχθρούς: «Οι εχθροί μας είναι δουδούμιδες, κονιάροι, γύφτοι και ραγιάδες, καραγκούνιδες οι πολλοί, διατί έως τριακόσιοι Αρβανίταις είναι εις αυτό το στράτευμα, και με του θεού την δύναμιν χαλώνται ολίγωρα, (…)»,Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τομ. 1, σ. 425. Σε έγγραφο του Αρείου Πάγου, της ίδιας περιόδου, της 11ης Απριλίου 1822, γίνεται αναφορά στον εχθρό: «Οσμανλίδες και Αλβανοί», Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τομ. 1, σ. 493-494. Σε άλλο έγγραφο της 17ης Μαΐου του 1822, του Αντιπροέδρου του Εκτελεστικού Αθανασίου Κανακάρη, γίνεται αναφορά στους «Αλβανίτες» του Ναυπλίου, Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τομ. 10, σ. 30. Στο «Ραπόρτο του Γενικού Επάρχου Κρήτης», της 17-6-1822, τομ. 1, σ. 517-522, αναφέρεται ο όρος «Αρβανιτοτούρκοι». Επίσης σε έγγραφο του Παραστάτη Αγράφων, της 26-5-1823, αναφέρεται ο όρος «Αρβανίτες και Γκέκηδες», τόμ. 12, σ. 81. Ο όρος Αρβανίτες αναφέρεται επίσης στα παρακάτω έγγραφα: στον λογαριασμό του Αστυνόμου Κ. Ζαφειρόπουλου, τομ. 15γ, σ. 150, στην επιστολή του Γιάννη Φραγκίστα, της 8-5-1823, τομ. 16, σ. 200-201· στην επιστολή του Γιαννάκη Γιολτάση, της 19-5-1823, τομ. 16, σ. 212.
[3]. Για το θέμα αυτό, σημειώνει εύστοχα η Έλλη Σκοπετέα: «Κανείς δεν αμφισβητούσε την παρουσία των Αλβανών μέσα στον ελλαδικό χώρο, ούτε το γεγονός ότι η ίδια η πρωτεύουσα περιβαλλόταν από αμιγείς Αλβανικούς πληθυσμούς. Αλλά οι εθνικώς άστεγοι Αλβανοί έγιναν πανηγυρικά δεκτοί στην ελληνική ιστορία, και για χάρη τους διατυπώθηκαν ιδιόρρυθμες εθνοφυλετικές θεωρίες, που παρουσίαζαν τον αλβανόφωνο κόσμο είτε εθνικά ανύπαρκτο είτε «παραφυάδα» του ελληνικού έθνους ή φυλής, κάποιο είδος Ελλήνων δηλαδή, που από τους καθαυτό Έλληνες τους χώριζε η ίδια απόσταση που χώριζε τους Πελασγούς από τους Αρχαίους Έλληνες. Η εξαιρετικά ασαφής σχέση φυλής και έθνους ευνοεί τέτοιες ερμηνείες (…). Αλλά η αίσθηση της βαθειάς συγγένειας μεταξύ των δύο λαών οφειλόταν κατ’ αρχήν στην έντονη παρουσία Αλβανών στη διάρκεια του αγώνα, μια παρουσία που ταυτίστηκε με αρκετές από τις υψηλές στιγμές του, και που επέβαλλε την ιδιαίτερη μεταχείριση των Αλβανών εκ μέρους των Ελλήνων λογίων, εν όψει μάλιστα της βεβαιότητας ότι οι Αλβανοί αργά ή γρήγορα θα υπέκυπταν στην πνευματική προέλαση του Ελληνισμού», Το πρότυπο Βασίλειο και η μεγάλη ιδέα, Πολύτυπο, Αθήνα 1988, σ. 187-189.
[4]. Η αρχή της Αλβανικής εξάπλωσης, από τους περισσότερους ερευνητές τοποθετείται στο 13ο αιώνα: «Ξεκινώντας λοιπόν από ένα λίκνο, που τα όριά του δεν έχουν καθοριστεί με την επιθυμητή ακρίβεια, οι Αλβανοί μετακινούνται με σταθερό ρυθμό σ’ όλη τη διάρκεια του 14ου αιώνα· στις αρχές του 15ου βρίσκονται εγκατεστημένοι σε οικισμούς διάσπαρτους σ’ ολόκληρο το ελληνικό έδαφος και φυσικά και στην Πελοπόννησο. Στους επόμενους αιώνες ομάδες από αυτούς τους νεοφερμένους μεταναστεύουν στα νησιά, πρώτα στα κοντινά (Ύδρα, Σπέτσες, κλπ.), αλλά και σ’ άλλα νησιά στο Αιγαίο, αρκετά απομακρυσμένα, όπως είναι η περίπτωση της Σάμου». Β. Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου, 13ος -18ος αιώνας, Ιστορικό Αρχείο της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1987, σ. 69-70.
[5]. Β. Παναγιωτόπουλος, ό.π. , σ. 59 κ.έ.
[6]. Β. Παναγιωτόπουλος, ό.π., σ. 61.
[7]. Ο Β. Παναγιωτόπουλος, αναφερόμενος στις μετακινήσεις των διαφόρων μισθοφορικών ομάδων, σημειώνει ότι: «Η αναδιοργάνωση του χώρου,(…) δεν ήταν τίποτε άλλο από στρατιωτικοποίηση, με αποτέλεσμα να αναβαθμιστεί ο παράγων «πληθυσμός» και να αναζητηθούν από τις τοπικές αρχές «άνδρες ικανοί για πόλεμο», μόνοι ή με τις οικογένειές τους. Η διάκριση των πολεμιστών αυτών σε δύο κατηγορίες έχει μεγάλη σημασία για τα προβλήματα που μας απασχολούν εδώ, γιατί συνδέεται με τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη συγκρότηση και την εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με επαγγελματίες στρατιωτικούς πού μετακινούνται μόνοι, χωρίς τις οικογένειες τους. Πρόκειται για ομάδες μισθοφόρων, διαφόρων εθνικοτήτων (Καταλανοί, Τούρκοι, Αλβανοί, κλπ.), πού συγκροτούσαν κινητά έφιππα σώματα με δυναμικό από 50 ως 300 άτομα, οι οποίοι όμως δεν επηρέασαν την εθνολογική σύνθεση ούτε την οικιστική εικόνα της Πελοποννήσου», σ. 60.
[8]. Β. Παναγιωτόπουλος, σ. 60.
[9]. Ο Φοριέλ στα «ελληνικά δημοτικά τραγούδια», που εκδόθηκαν στη Γαλλία το 1824-25, για τους Σουλιώτες, εκτός από τα τραγούδια, παραθέτει ένα εκτενέστατο ιστορικό εισαγωγικό σημείωμα.
[10]. Πέτρος Πιζάνιας, Η ιστορία των νέων Ελλήνων, Από το1400 έως το 1820, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2η έκδοση 2015, σ. 466. Είχε προηγηθεί το έργο του Χρ. Περραιβού, Η ιστορία του Σουλίου και της Πάργας, 1803, με δεύτερη έκδοση το 1815. Για τη θέση των Σουλιωτών στο συλλογικό φαντασιακό, παραπέμπω στο έργο της Βάσως Ψιμούλη, Σούλι και Σουλιώτες, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2006, σ. 11 κ.ε.
[11]. Π. Πιζάνιας, ό.π., σ. 149.
[12]. Π. Πιζάνιας, ό.π., σ. 371, 376. Γίνεται αναφορά στις ικανοποιητικές γνώσεις που αποκτήθηκαν σε οθωμανικά και βενετικά ναυπηγεία, σ. 376.
[13]. Ελπίδα Βόγλη, «Έλληνες το γένος». Η ιθαγένεια και η ταυτότητα στο εθνικό κράτος των Ελλήνων, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2007, σ. 91. Έτσι δεν είχαν γίνει δεκτοί οι πληρεξούσιοι των «Ολυμπίων», ενώ προβλήματα ετέθησαν και στην εκπροσώπηση των πληρεξουσίων των Κρητών, σ. 92.
[14] Θα αναφερθούμε σε ορισμένα παραδείγματα σχετικά με αντίστοιχες συμπεριφορές των Αρβανιτών:
Καταγράφονται στα επίσημα έγγραφα διαμαρτυρίες τριών χωριών της Αργολιδο-Κορινθίας, εκ των οποίων μόνο το ένα είναι Αρβανιτοχώρι, με αναφορά τους προς τον Υπουργό του Πολέμου, για την καταχρηστική και επιζήμια συμπεριφορά των Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι, προκειμένου να πάνε από το Άργος στην Κόρινθο, περνούσαν μέσα από τα χωριά τους. Από τα τρία αναφερόμενα χωριά το Μπερμπάτι (Πρόσυμνα), βρίσκεται στα βόρεια του Νομού Αργολίδας, κοντά στα όρια του Νομού Κορινθίας, και είναι αρβανιτοχώρι. Το Αινόρι, βρίσκεται στα νότια του Νομού Κορινθίας και δεν είναι αρβανιτοχώρι ενώ τέλος ο Άγιος Γεώργιος, (Νεμέα Κορινθίας), επίσης δεν είναι αρβανιτοχώρι Ειδικότερα, στο με ημερομηνία 24 Ιουνίου 1822 έγγραφο των Εφόρων της Επαρχίας Κορίνθου, Αναγνώστη Οικονομόπουλου και Μίχου Λελέκου, απευθυνόμενο προς τον Υπουργό του Πολέμου αναφέρονται τα ακόλουθα: «Εξοχώτατε Μινίστρε του Πολέμου. Δια της ταπεινής ημών αναφοράς αναφέρομεν εις το μινιστέριον του Πολέμου ότι τρία χωρία της επαρχίας μας, οπού ονομάζονται Άγιος Γεώργιος, Αινόρι και Μπερμπάτι απέχουν μακράν από τον δρόμον της Κορίνθου πέντε και εξ ώρας και οι στρατιώτες οπού ξεκινούν από Άργος δια να υπάγουν εις Κόρινθον δεν πηγαίνουν κατ’ ευθείαν εις Κόρινθον αλλά γυρίζουν από αυτά τα δυστυχισμένα χωρία και τα καταξοδεύουν· ενθυμώντας το περσινό απέρασμά τους, οπού με τις καταχρήσεις των τα ηφάνισαν. Τώρα όμως οπού γνωρίσαμεν ότι έχομεν Υπερτάτην Διοίκησιν παρακαλούμεν το Μινιστέριον του Πολέμου ίνα επιτάξη τους αρχηγούς και καπεταναίους των στρατευμάτων οπού μέλλουν να εκστρατεύσουν δια την Ανατολικήν Ελλάδα να πηγαίνουν κατ’ ευθείαν εις Κόρινθον και να μην επιστρέφουν εις αυτά τα δυστυχισμένα χωρία και τους ακολουθεί όλεθρος και άργητα εις την εκστρατείαν των, επιτάττοντες και τους υποεφόρους των αυτών χωρίων, οπού αν δεν υπακούουν εις την επιταγήν του μινιστερίου, να μην τους δέχονται ως παρηκόους· και ούτως ημπορεί να φυλαχθεί η καλή ευταξία.», Αρχεία τομ. 14, σ. 184, έγγραφο 242.
Μια δεύτερη περίπτωση σχετίζεται με καταγγελίες του Επάρχου Κορίνθου, η οποία αφορούσε τέσσερα χωριά της Αργολιδο-Κορινθίας, εκ των οποίων τα τρία είναι Αρβανιτοχώρια, ότι κάποιοι «φρατριασταί» εμποδίζουν τη στρατολογία τους και αντίθετες καταγγελίες των χωριών αυτών για οικονομικές ατασθαλίες. Η περίπτωση αυτή αφορά τα χωριά Μπερμπάτι (Πρόσυμνα), Λίμνες, Χέλι (Αραχναίο) και Αγιονόρι. Από τα τέσσερα αυτά χωριά τα τρία πρώτα είναι Αρβανιτοχώρια. Οι αναφορές κατά των Πολιταρχών είναι σύνηθες φαινόμενο σε πολλές επαρχίες. Εδώ οι κάτοικοι φαίνεται ότι διαμαρτύρονται επειδή ήδη έχουν καταβάλει στον Πολιτάρχη «ποδοκόπι» και αυτός δεν το αναγνωρίζει. Από την άλλη ο Έπαρχος Κορίνθου και ο Πολιτάρχης απορρίπτουν τις αιτιάσεις των κατοίκων και ισχυρίζονται ότι οι καταγγέλλοντες εμποδίζουν τη στρατολογία από τα χωριά τους.
Παραθέτουμε τα σχετικά έγγραφα:
Στις 4 Μαΐου του 1825, διαβάζεται στο Βουλευτικό, μεταξύ των άλλων, και μια αναφορά κατά του Επάρχου Κορίνθου: «Ανεγνώσθηκαν αναφοραί του Αναγνώστη Δελφίνη και Αναγνώστη Λελαικού [Λελέκου] και άλλων πολλών Κορινθίων από χωρία Λίμνην [Λίμνες], Αηνόρι κ.τ.λ. κατά του Επάρχου Κορίνθου, όστις έστειλε τον πολιτάρχην και τους εζημίωσε. Ταυτοχρόνως ανεγνώσθη και αναφορά του Επάρχου, όστις λέγει ότι εις την επαρχίαν του είναι τινές φατριασταί, οι οποίοι εμποδίζουν την στρατολογίαν από τα χωρία και έχουσι σκοπόν να πηγαίνουσιν εις βοήθειαν των Ανδρέιδων. Όλα ταύτα τα έγγραφα εστάλησαν εις το Εκτελεστικόν μετά βουλεύματος υπ’ αριθμ. 696 δια να εξετάση αυτήν την υπόθεσιν και οποίας πληροφορίας λάβη να τας κοινοποιήσει και εις το Βουλευτικόν», Αρχεία τομ. 7, σ. 237-238.
Από το περιεχόμενο μιας άλλης αναφοράς του Επάρχου Κορίνθου Ι. Λογοθέτου, κατά τη συνεδρίαση του Βουλευτικού της 8ης Μαΐου 1825, πληροφορούμαστε, σχετικά με τα παραπάνω, τα εξής: «Ανεγνώσθη αναφορά του Επάρχου Κορίνθου Ιω. Λογοθέτου, δια της οποίας λέγει ότι επληροφορήθη παρά του Παραστάτου κυρίου Αναγνώστου Οικονομοπούλου ότι ο Αναγνώστης Ντουλφίνης, Αναγνώστης Λιαλάκας εξ Αγιονορίου, οι Μπερμπατιώται, Αγγελοκαστρίται, Χελιώται και Λιμνιώται έδωκαν αναφοράς εις την Διοίκησιν εναντίον του και του Πολιτάρχη· και αποκρίνεται ότι αυτοί, επειδή δεν επείθοντο εις τας διαταγάς της Διοικήσεως, αλλ’ εμπόδιζον τους στρατιώτας από του να εκστρατεύσωσιν, το επαρχείον έστειλε τον πολιτάρχην δια να τους ξεκινήσει· αν δε ο πολιτάρχης έλαβε παρ’ αυτών ποδοκόπι, το επαρχείον δεν έχει είδησιν περί τούτου.», Αρχεία τομ. 7, σελ. 240.
Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις κάτοικοι Αρβανιτοχωρίων προκαλούν καταστροφές ή και κλοπές σε κάποια άλλα, γειτονικά τους μάλιστα χωριά, ακόμη και σε γειτονικά Αρβανιτοχώρια.
Σε μια περίπτωση, την 24η Ιουνίου 1822, οι Έφοροι του Ναυπλίου, Παπά – Γεώργιος και Μανόλης Αντωνίου διαμαρτύρονται στην Υπερτάτη Διοίκηση για τη συμπεριφορά των κατοίκων του Κουτσοποδίου και του Μέρμπακα (Αγίας Τριάδας).
«Με λύπην μας ανυπόμονον αναφέρομεν δια της ταπεινής μας την φθοράν των Ομπερμπακίτων και Κουτζοποδίτων. Χθες, αφού μετατόπισαν από Κατόγλο τα στρατεύματα, επήγον κατόπιν οι Ομπερμπακίται και εχάλασαν αυτό, εκδύοντές το από τα ξυλικά και κεραμίδια. Ωσαύτως οι Κουτζοποδιώται το Βερτουβά. Κατά τούτο και γενικώς εβλάφθη η επαρχία μας και γενικώς οι κολλήγοι· ουδέ η Υπερτάτη Διοίκησις έμεινεν αβλαβής…». Μάλιστα «επί του νώτου του εγγράφου» υπάρχει η εξής αναφορά: « Ο μινίστρος των Εσωτερικών να γράψη αμέσως εις τον καπετάν Τζόκρην να παιδεύσει τους κακούργους οπού έπραξαν την ζημίαν οπού η παρούσα αναφορά φανερώνει και να προσέξη εις το εξής καλώς να λείψωσι παρόμοια», Αρχεία τομ. 12, σ. 28.
Ενδεικτικά αναφέρουμε την περίπτωση επιδρομής και ληστείας, τον Σεπτέμβριο του 1821, με δράστες 35 κατοίκους των Λιμνών, σε βάρος των κατοίκων του χωριού Μπερμπάτι. Παραθέτουμε το σχετικό έγγραφο:
«Προς τον εξοχώτατον Μ. των Εσωτερικών και προσωρινόν Μ. του Πολέμου.
Κατά τον παρελθόντα Σεπτέμβριον ήλθον εις το χωρίον μας το Μπερπάτι [Μπερμπάτι] τριάντα πέντε Λιμνιάται, όλοι ένοπλοι· συνέτριψαν τας θύρας του κοινού σιτοταμείου και επήραν πενήντα πέντε κουβέλια σιτάρι. Και μη ευχαριστηθέντες εις αυτό επήραν και από τα οσπίτιά μας μερικώς πενήντα εννέα και μισό. Καθήσαντες δύο ημέρας ακολούθως και νύκτας, τρώγοντες και πίνοντες, ωσάν να ήτον εις μίαν πανήγυριν, και έκαμαν έξοδον του χωρίου γρόσια τριακόσια τριάντα επτά και παράδες τριάντα, αφού ήνοιξαν την σημαίαν της αποστασίας των καθ’ ημών των αδελφών και γειτόνων τους. Υπήγαμεν οι δούλοι σας προς τον πανιερώτατον δεσπότην μας και πανευγέστατον άρχοντά μας κύριον Πανούτζον Νοταράν προσκλαιόμενοι δια τας κακάς ώρας και αχρειότητας των Λιμνιάτων. Έκαμεν περί αυτούς διαταγήν να μας δώσουσι το όσον πράγμα επήραν, και μας έδωσαν μόνο τριάντα κουβέλια, τα δε λοιπά και τας ζημίας μας, δυστροπούντες δεν θέλουν να μας δώσωσι τίποτες. Διό εμφανιζόμενοι δια της παρούσης μας δουλικής αναφοράς προς το έξοχον μινιστέριον των Εσωτερικών και του Πολέμου γνωστοποιούντες τα ειρημένα απαραδειγμάτιστα κακά των κακοποιών Λιμνιάτων. Και παρακαλούμεν θερμώς ίνα εις ποινήν τούτων και σωφρονισμόν άλλων ίσως ομοίων τους δοθή το δικαιόν μας. Είμεθα ευέλπιδες ότι πληροφορηθέν τα πάντα καλώς το έξοχον τούτο μινιστέριον θέλει καθυποχρεώσει αυτούς να γνωρίσωσι την κακίαν των, να λάβωσι διαφορετικά μέτρα, και γνωρίζοντες, ότι έστι διοίκησις, ήτις ευτακτεί τους ατάκτους, κάμνει δικαίους αδίκους, μένωσιν ένδον των ορίων της ανθρωπότητος. Σας προσκυνούνεν εν τοσούτω και μένομεν ευσεβάστως. Τη 18 Ιουνίου 1822, εν Άργει. Υποκλινέστατοι δούλοι άπαντες οι εγκάτοικοι του χωρίου Μπερπάτι», Αρχεία, τομ. 13, σ. 128-129.
[15]. Αντίθετα οι Έλληνες καθολικοί των νησιών αντιδρούν στην ένταξη, για διάφορους λόγους, κυρίως δασμολογικούς και φορολογικούς. Οι καθολικοί αυτοί, παρότι με βάση τα παραπάνω κριτήρια θεωρούνταν Έλληνες, για διάφορους λόγους, επέλεγαν την προστασία της Γαλλίας, κάτι το οποίο προκαλούσε την αντίδραση του Ελληνικού Κράτους, βλ. Ελπίδα Βόγλη, ό.π., σ. 71-81.
Ας μην ξεχνούμε επίσης το γεγονός ότι δεν υπάρχει κατά την περίοδο εκείνη Αλβανικό Κράτος και ότι η κυρίαρχη αντίληψη ήταν ότι μπορεί να υπάρξει και ένωση της Αλβανίας με την Ελλάδα.