Τον τελευταίο καιρό μελετώ ένα καταπληκτικό βιβλίο του κ. ΑΔΑΜ ΑΘΟΥΣΑΚΗ(1949-2008), Αρχαιολόγου – Ιστορικού, με τίτλο “Η εκπαίδευση στην Αργολίδα, Κορινθία και Μεγαρίδα κατά την Καποδιστριακή Περίοδο (1828-1832)”
Οι ασθένειες, κυρίως οι επιδημικές, αποτελούσαν τις βασικότερες αιτίες για την πλημμελή φοίτηση των μαθητών ή ακόμα και για την οριστική απομάκρυνση τους από το σχολείο. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο οι επιδημίες που παρουσιάζονταν με μεγάλη συχνότητα ήταν η οφθαλμία, η στομακάκη, η ευλογιά, η πανώλη, διάφορα εξανθήματα, έλμυνθες, δυσεντερίες, χοιράδες, φθίσις κ.ά.
Η οφθαλμία, η «θεήλατος» εκείνη νόσος, ήταν το «δεινότερον καί λυπηρότερον» απ’ όλα τα μεταδοτικά νοσήματα. Μεταφέρθηκε από την Αίγυπτο όπου ενδημούσε για το λόγο αυτό ονομαζόταν και Αιγυπτιακή οφθαλμία. Είναι αξιοσημείωτο ότι το Δεκέμβριο του 1830 από τα 113 απελευθερωθέντα παιδιά που κρατούνταν αιχμάλωτα στην Αλεξάνδρεια, βρίσκονταν στο νοσοκομείο Ναυπλίου 53 πάσχοντα από «όφθαλμοπονίαν». Οδυνηρές υπήρξαν οι συνέπειες της άλλους στέρησε «κατά τον ένα και άλλους κατά τούς δυό οφθαλμούς”. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από τους διαμένοντες στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας εβλαβησαν πολλοί, καί έτυφλώθησαν διόλου περί τούς τεσσαράκοντα, των όποιων τινές άπέθανον…».
Εξίσου οδυνηρή λοιμώδης ασθένεια ήταν και η δαμαλίτις, κατ’ ευφημισμό λεγόμενη ευλογιά, με πολλά κρούσματα κυρίως παιδικής ηλικίας. Η εξάπλωσή της όμως μειώθηκε αισθητά, διότι «ηυδόκησεν ή Θεία πρόνοια νά ευρεθή εν αληθές άλεξιτήριον της τρομεράς ταύτης μάστιγος, η δαμαλίτις, ήγουν η ευλογιά τής αγελάδος…”
Μεγάλη διάδοση είχε επίσης και η «φρικιώδης νόσος» της πανώλης σε διάφορες περιοχές των νησιών και της Πελοποννήσου, «μεταφερθείσα από Αίγυπτιακα στρατεύματα». Περί τα μέσα του 1828 η νόσος αυτή ενέσκηψε και στην περιοχή της Αργολίδας. Πρώτα παρουσιάστηκε στο χωριό Μέρμπακα και εξαπλώθηκε στην πόλη του Ναυπλίου, «προσβάλλουσα κατ’ άρχάς πτωχάς τινάς οίκογενείας διαμένουσας έν παραπήγμασι πρό τής πύλης τής ξηράς ιδρυμένοις».
Και η στομακάκη ήταν επώδυνη μολυσματική νόσος, «ώστε όχι μόνον εις πολλούς έφερον συχνός αιμορραγίας έκ του στόματος; δυσωδίας άνυποφόρους, έλκη κακοήθη μέσα εις τό στόμα, αλλά καί εις τινάς έγέννησε σκώληκας εις τά έλκη αυτά». Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων στις πόλεις κυρίως συνέτειναν στην επιδείνωση και στην ταχεία εξάπλωση των μολυσματικών νόσων.
Αποκαλυπτικά στοιχεία για τα δεινά που υφίστανται τα παιδιά από τις μολυσματικές νόσους κατά την καποδιστριακή περίοδο δίνει ο ιατρός του Ορφανοτροφείου Αίγινας, Γ. Γλαράκης. Επισημαίνουμε ότι κατά την ανάληψη της υπηρεσίας του, το Δεκέμβριο του 1829, το κατάστημα «περιείχε» 495 υποτρόφους από τους οποίους 337 (ποσοστό 68,08%) ήσαν ασθενείς και μάλιστα οι περισσότεροι με σοβαρές μολυσματικές νόσους. Την τραγική εικόνα των τροφίμων του Ορφανοτροφείου συμπληρώνει ο Ανδρέας Μουστοξύδης όπως σημειώνει στην έκθεσή του προς τη Γραμματεία ο αριθμός στρόφων που «ήρπασεν ο θάνατος» ανερχόταν σε 33 (6,7%)· Η θνησιμότητα των ορφανών παιδιών που διέμεναν στο κατάστημα βρισκόταν σε υψηλά επίπεδα. Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει ότι ένας μεγάλος αριθμός από τους τροφίμους του ιδρύματος ήσαν «λείψανα δεινών παθημάτων καί δουλείας» και ότι τα περισσότερα είχαν επαναπατρισθεί από την Αίγυπτο, (πάσχοντα τήν ένδημικήν της νόσον, την οφθαλμίαν».
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ως Κυβερνήτης και ιατρός, ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος σε θέματα υγείας κυρίως των νέων. Στο βαθμό που του επέτρεπαν οι περιστάσεις, έλαβε μέτρα για τη καταπολέμηση των μολυσματικών νόσων και για τη θεραπεία των πασχόντων. Ο ίδιος ανέλαβε προσωπικά την αντιμετώπιση των επιδημιών (πανώλης, τύφου, ευλογιάς), θεσπίζοντας μέτρα προφύλαξης, καθαριότητας και συστήνοντας παράλληλα τα πρώτα υγειονομεία της χώρας. Για την καταπολέμηση της ευλογιάς ο Γεώργιος Αλμπέρτης, ειδικός για τον εμβολιασμό της δαμαλίτιδας, έλαβε εντολή από τον Καποδίστρια «νά περιέλθη τάς επαρχίας του Κράτους καί νά έμβολιάση τά παιδία, ώς εχων ίκανάς καί όρθάς ιδέας». Τέτοιες ενέργειες συνεχίστηκαν καθ’ όλη την εξεταζόμενη περίοδο.
Οι συνθήκες βέβαια διαβίωσης των κατοίκων κατά τους πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους ελάχιστα βελτιώθηκαν. Οι επιδημικές ασθένειες ήταν η μεγάλη μάστιγα της ελληνικής κοινωνίας και αποτελούσαν μια από τις βασικές αιτίες για τη χαλαρή φοίτηση των μαθητών και για τη μείωση του μαθητικού δυναμικού των σχολείων. Απο τις πηγές προκύπτουν αξιοπρόσεκτα στοιχεία σχετικά με τις απουσίες που σημείωναν οι μαθητές των αλληλοδιδακτικών σχολείων της Αργολίδας και της Κορινθίας για λόγους υγείας:
α) Οι μαθητές της σχολής της Φιλανθρωπικής Εταιρείας (Ορφανοτροφείου) Ναυπλίου βρίσκονταν σε ελεεινή κατάσταση. Κατά την ένταξή τους στη σχολή ήσαν όλοι «ρυπαροί», «ψωραλαίοι» και «πλήρεις φθειρών». Πολλοί έφεραν τα κατάλοιπα της αιγυπτιακής αιχμαλωσίας. Εξαιτίας των ταλαιπωριών που υπέστησαν κατά τη διαρκεια του Αγώνα και των συνθηκών διαβίωσής τους, ήσαν περισσότερο ευπαθείς στις διάφορες ασθένειες. Κατά το πεντάμηνο από τον Οκτώβριο 1828 έως το Φεβρουάριο 1829 εισήλθαν στο Εθνικό Νοσοκομείο του Ναυπλίου 312 ορφανά. Ο επιστάτης και ιατροχειρούργος του θεραπευτηρίου επισημαίνει ότι «χάρις τω θεώ» δεν απέθανε κανένα από αυτά. Το Μάρτιο του 1829 θεραπεύτηκαν επίσης στο ίδιο κατάστημα 60 ορφανά. Υπενθυμίζουμε ότι τα 250 ορφανά που διέμεναν στο τοπικό Ορφανοτροφείο Ναυπλίου μετεγκαταστάθηκαν στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας περί τα τέλη Μαρτίου του 1829.
β) Τα ορφανά που κατέφευγαν στο Ναύπλιο μετά το Μάρτιο του 1829, αποβλέποντας στο «έλεος» της κυβέρνησης, δεν ήσαν σε καλύτερη κατάσταση. Από αυτά 162 εισήχθηκαν στο Νοσοκομείο κατά το εντεκάμηνο από τον Απρίλιο 1829 έως το Φεβρουάριο 1830, ο αριθμός τους αποτελούσε το ένα πέμπτο περίπου των εισαχθέντων στο Νοσοκομείο της πόλης το χρονικό αυτό διάστημα. Μεγάλος αριθμός από τα παιδιά αυτά εντάχθηκε στο Ορφανοτροφείο Ναυπλίου και στην αλληλοδιδακτική σχολή των Υποτρόφων Ορφανών της πόλης, που λειτούργησαν στις αρχές του 1830. Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά η αναφορά του διδασκάλου του ιδρύματος Γεωργίου Λιώντα, σύμφωνα με την οποία οι ορφανοί μαθητές «αρρώστηοαν γενικώς». Το γεγονός επιβεβαιώνεται και από το Διοικητή Ναυπλίας σε έκθεσή του, στις 16 Ιουλίου 1830, τονίζει ότι τα ορφανά της σχολής «ασθενούν τά πλειότερα από οφθαλμίαν».
Σαφέστερη εικόνα της αποδυνάμωσης της σχολής εξαιτίας των ασθενειών αποκτούμε από το «Κατάστιχον εξόδων του Ορφανοτροφείου Ναυτιλίας του Ιουλίου Μηνός 1830». Κατά το μήνα αυτό από τους 47 τροφίμους του Ορφανοτροφείου βρίσκονταν καθημερινά στο Νοσοκομείο από 7 έως και 21 ασθενείς, των οποίων όμως δε δηλώνεται το νόσημα. Το «εσπέρας» της 10 Ιουλίου 1830 εισήχθησαν για νοσηλεία 21 τρόφιμοι, οι περισσότεροι από τους οποίους παρέμειναν εκεί επί πενθήμερο. Η τροφική δηλητηρίαση μπορεί να θεωρηθεί ως το πιθανότερο αίτιο της ξαφνικής και μαζικής ασθένειας τους. Ο μεγάλος αριθμός των νοσηλευθέντων ορφανών μαθητών αντικατοπτρίζει την ασθενική φύση τους και παράλληλα τις συνθήκες υγιεινής και διατροφής που επικρατούσαν στο Ορφανοτροφείο.
Τα προβλήματα υγείας των ορφανών υποτρόφων μειώθηκαν αισθητά μετά τη μετεγκατάστασή τους στο Αγροκήπιο της Τίρυνθας. Ο Ιωάννης Κοκκώνης, που επιθεώρησε το αλληλοδιδακτικό σχολείο της Τίρυνθας, κάνει λόγο για τις θετικές συνέπειες που είχε στην υγεία των μαθητών η εκγύμναση τους στις γεωργικες εργασίες. Χαρακτηριστικά αναφέρει “Της γυμνάσεως ταύτης τα καλά αποτελέσματα φαίνονται εκ της ευεξίας και ευρωστίας του σώματος αυτών, ώστε ευχής έργων ήτο να εγίνετο η τοιαύτη γύμνασις και εις άλλα δημόσια σχολεία.
γ) Πολύ κατατοπιστικά είναι επίσης τα στοιχεία που παρέχει ο ελληνο – αλληλοδιδάσκαλος Δημήτριος Βλαχογιάννης για τους μαθητές της σχολής Διδύμου (Διδύμων).
Από τους 43 μαθητές του 12 ασθένησαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα που κυμαίνονταν από έναν έως τρεις μήνες. Τρεις από αυτούς απούσιασαν επιπλέον 30 έως 40 ημέρες. Δε γνωρίζομε αν η ασθένεια των μαθητών οφειλόταν σε επιδημία. Σε μια μόνο περίπτωση αναφέρεται ως ασθένεια η «θέρμη». Ένας από τους μαθητές, ο Γεώργιος Κόκκαρης, 7 ετών από το Δίδυμο είναι «βεβλαμμένος τήν δεξιάν”.
δ) Όπως προκύπτει από το μαθητικό κατάλογο της Σχολής Κρανιδίου, με ημερομηνία 4 Οκτωβρίου 1830, ασθένησαν δύο μαθητές από τους οποίους ο ένας διέκοψε τη φοίτησή του.
ε) Τραγική ήταν η κατάσταση που αντιμετώπισε στη σχολή της Κορίνθου ο αλλη- λοδιδάσκαλος Γεώργιος Κοντοπούλης μετά τις θερινές διακοπές του 1829, ο ίδιος αναφέρει: «Δεν εύρον όμως πολλούς των μαθητών μου, τούς οποίους ήρπασεν ο χάρος. Η μεγάλη θνησιμότητα των μαθητών πρέπει να αποδοθεί στο ανθυγιεινό και νοσώδες κλίμα της πόλης. Ο Διοικητής Κορινθίας παρατηρεί ότι κατά το θέρος επιχωριάζουν πολλές ασθένειες και οι κάτοικοι «μαστίζονται από τάς καύσεις καί ασθενείας. Και ο Γεώργιος Κοντοπούλης σε αναφορά του προς τον Κυβερνήτη, στις 12 Μαίου 1830, γράφει ότι αρκετοί από τους μαθητές του «ανεχώρησαν εις ορεινούς τόπους διά τό νοσώδες του κλίματος». Πολλοί επίσης μαθητές ασθενούν εξαιτίας της ανθυγιεινότητας του διδακτηρίου. Σε σχετική αναφορά του Διοικητή Ναυπλίας προς τη Γραμματεία Παιδείας επισημαίνεται ότι οι κάτοικοι των γύρω χωρίων αποφεύγουν να στείλουν τα παιδιά τους στην αλληλοδιδακτική σχολή Κορίνθου «διά τήν δαπάνην, την απόστασιν και το νοσώδες”. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η λειτουργία της καθίσταται προβληματική.
στ) Σημειώνουμε τέλος ότι από τους 143 μαθητές που φοιτούν στην αλληλοδιδακτική σχολή Άργους το Σεπτέμβριο του 1830, οι 29 (ποσοστό 20,3%) “είναι άρρωστοι”.
Σχετικό
Έγγραφο του Ι. Καποδίστρια προς τους κατοίκους του Ναυπλίου για την επιδημία πανώλης
Έκθεση ιατρού του Στρατιωτικού Νοσοκομείου Ναυπλίου, 1829