(Εντυπώσεις από το Ναύπλιον, Εντυπώσεις Πατρινού)
Εφημερίδα “Νεολόγος Πατρών”, 18 Μαρτίου 1934
Τό Ναύπλιον, μέ τάς 7 χιλ. κατοίκους του,καί τήν μικράν του εμφάνισιν, δέν θά έκαμνε έντύπωσιν είς τόν έπισκέπτην, ο οποίος θα τό γνώριζε διά πρώτην φοράν, έάν ούτος δέν είχε κατά νούν, τό ενδοξον παρελθόν του, τό γνωστόν καί είς τόν τελευταίον Ελληνα, ο οποίος γνωρίζει ότι πρό 110 έτών κάπου έκεί κοντά στό μικρό καί ταπεινό σήμερα Άστρος, συνήλθεν ή πρώτη Εθνική Συνέλευσις, κατόπιν στό Άργος, καί τέλος στό Ναύπλιον έγένετο ή πρώτη του έλευθέρου κράτους Κυβέρνησις καί έκεί άπεβιβάσθη ο Καποδίστριας γιά νά άναλάβη τήν σκληράν καί έπίπονον προσπάθειαν, τής άπό τά σπάργανα άναδιοργανώσεως του έθνους που ή μοίρα του έλαχε νά κυβερνήση….
Έδώ έγένετο τό πρώτο ‘Ελληνικό Γυμνάσιο, καί στήν μικράν πλατείαν που ευρίσκεται στό κέν ρο τής πόλεως, στά πόδια τής Άργοναυπλίας, ήρχισαν αί πρώται πολιτικαί συζητήσεις, έκεί πάνω στό άκρον τής πλατείας σ’ ένα Ερειπωμένο, άλλά διατηρούμενο άκόμη κτίριο, συνεδρίαζε ή Βουλή τών Ελλήνων καί έλαβε τάς πρώτας άποφάσεις γιά τόν μισοελευθερωμένον άπό τόν Κολοκοτρώνη Μωρηά, καί μέσα στήν ίδιαν αίθουσαν έλήφθη ή καταδικαστική είς θάνατον άπόφασις διά τόν τελευταίον, είς άνταμοιβήν τών τόσων υπηρεσιών που προσέφερε στό μικρό τότε έθνος, Αυτό λοιπόν πρωτογνώρισε καί άντιπροσώπευε τούς παλμούς του έθνους, τά πρώτα παραληρήματα ένθουσιασμού του θερμοαίμου καί εύμεταβλήτου αυτού λαού, τάς συχνάς καί άμέσους άπογοητεύσεις του.
Τώρα ζη μέ τάς άναμνήσεις του ταρελθόντος. Στόν σταθμόν του τοπικού τραίνου Άργους—Ναυπλίου εβρίσκεται ή ώραία πλατεία του Κολοκοτρώνη μέ τό χάλκινον άγαλμά του είς τό κέντρον τής πρασίνης αύτής πλατείας, καί άμέσως τό επιβλητικόν δικαστικόν μέγαρον. ‘Η μικρά αύτή, άλλά ώραία είς έμφάνισιν πόλις, λόγω τής θαυμασίας τοποθεσίας είς τήν ότοίαν εύρίσκεται, έχει έξαιρετικην καθημερινώς κίνησιν, διότι όλα τά χωριά τής θαυμασίας καί τλουσίας είς άπόδοσιν άπεράντου πεδιάδος, έδώ προμηθεύονται όλα τα είδη που χρειάζονται, και δια αύτό βλέπει κανείς τό Ναύπλιον γεμάτον καταστήματα παντός είδους, καί μέ έργασίας καί συναλλαγήν έκ τών καλλιτέρων έν Έλλάδι.
Οί δρόμοι του, στενοί, άσφαλτοστρωμένοι καί κατά τό σχέδιον τών Πατρών, καταλήγουν όλοι στή θάλασσα, όπου εβρίσκονται ωραία ξενοδοχεία ύπνου, τά οποία πάντοτε είνε κατειλημμένα, λόγω τών συρρεόντων ξένων καί περιηγητών που έρχονται άπό όλα τά μέρη του κόσμου έδώ, πρός έπίσκεψιν τών άρχαιοτήτων τής περιφερείας, δηλαδή: τών Μυκηνών, τής Τύρινθος, καί του ναού του Άσκληπιού, έπί πλέον δέ διά νά άπολαύσουν άπό τήν Άκροναυπλίαν τό θέαμα που παρουσιάζεται έκείθεν, ώς καί τήν θαυμασίαν νησίδα, τό Μπούρτζι, που βρίσκεται στό μέσον τής θαλάσσης μέ τό άψογον καί δαντελωτόν φρούριόν του, στάς ωραίας αίθούσας του οποίου πολλά καλοκαιρινά πανσέληνα βράδυα, από τούς ήχους μουσικης, που μόλις ακούεται στούς καθημένους στήν πλησίον παραλίαν καί ομοιάζει μέ ιεροτελεστίαν, στροβιλίζονται .μέ ζωηρότητα καί χάριν τά διακρινόμενα διά τήν έλεγκάντικην έμφάνισίν των ζεύγη τής άριστοκρατίας του Ναυπλίου.
‘Ο πληθυσμός του εύγενικός, καί πολιτισμένος κάμνει έντύπωσιν αμέσως, είς τά μάτια του ξένου. Διακρίνεται δέ, διά τήν καλήν του έμφάνισιν, καί τήν υπερβολικήν του ντελικατέτσα. Νομίζει πώς βρίσκεται κανείς, σέ μεγαλούπολιν μέ κοινωνίαν άπό πάσης άπόψεως έξελιγμένην.
Μολονότι τό Ναύπλιον είνε πολύ μικρότερον τής Κορίνθου καί του Άργους, τιμής ένεκεν, είνε ή πρωτεύουσα του νομού ’Αργολιδοκορινθίας. ‘Εδρεύουν εδώ αί άνώτεραι δικαστικαί άρχαί, καί τό 8ον Σύνταγμα πεζικού. Εντεύθεν καί ή εξαιρετική κίνησις, διότι έπόμενον είναι, σέ μίαν τόσο μικράν πόλιν όλοι οι υπάλληλοι αυτοί, νά δίδουν μίαν μεγαλυτέραν κίνησιν καί ζωηρότητα. Τό Ναύπλιον έχει τό έξαιρετικόν πλεονέκτημα νά ευρίσχεται εις μίαν άπό τάς ωραιοτέρας τοποθεσίας. Κάτω άπό την Άκροναυπλίαν ένα μικρό αλλά θαυμάσιο λοφίσκο, που εισχωρεί στή θάλασσα, ευρίσκεται ή μικρά πόλις μέ τα μεγάλα καί άριστοκρατικά σπήτια της, που πλησιάζουν στή θάλασσα τής όποίας ή παραλία μέ τά έντός ολίγου τελειοποιούμενα λιμενικά έργα, γίνεται μία από τάς ώραιοτέρας τής ‘Ελλάδος. Ένω στήν είσοδον τής πόλεως καί άκριβώς έπάνω άπό το σταθμό, δεσπόζει, εις διπλάσιον ύψος τής Άκροναυπλίας, ένας τεράστιος βράχος, επί τής κορυφής του όποιου φαίνεται ένα ερείπωμένο σπήτι, κλεισμένο μέσα στό φρούριο. Είνε τό περίφημο Παλαμίδι. Έκεί σ’ αυτό τό υψωμα, μέ τά 908 καλά διατηρούμενα σκαλοπάτια του, άνεβαίνουν τάς πρωίνάς ώρας, πολλοί Ναυπλιείς καί ίδίως ξένοι, καί άπολαμβάνουν ένα θεσπέσιον πανόραμα. Ανατολικά μέσα άπό τή θάλασσα, καί στό μέσον τών κοιμωμένων άκόμη στά ήσυχα νερά νησιών τών Σπετσών καί Ύδρας, βγαίνει ολοπόρφυρος σάν σφαίρα ό ήλιος καί χρωματίζει μέ το αδύνατο άλλά χρυσαφένιο χρώμα του τις γύρω κορυφές τών βουνών. Απέναντι τά βουνά τής Κυνουρίας μέ τόν χιονισμένον καί πανύψηλον Μαλεβόν, καί πρός δυσμάς απέναντι κάτω άπό ένα κάστρο τό Άργος που άπέχει μόνον μισή ώρα μέ το τραίνο, καί χωρίζεται άπό μία πλουσία πεδιάδα, που , ομοιάζει μέ ένα τεράστιον πράσινον τάπητα, καί διακρίνονται εδώ καί εκεί, χιονισμένα δένδρα. Είνε οί άνθισμένες Αμυγδαλιές που προκαλούν αύτήν τήν ψευδαίσθησιν.
Έδώ λοιπόν σ’ αύτό τό φρούριο κλεισμένος ό Κολοκοτρώνης μετά τήν εις θάνατον καταδίκην του, έβλεπε νά κινούνται έλεύθεροι όλοι, σ’ όλη τήν περιφέρεια αυτή άπό τά στενά τών Δερβενακίων είς τά βουνά τής Τριπόλεως, στά μέρη που κατέβαλε άτρύτους κόπους για νά τά ελευθερώση, ένώ αύτός κλεισμένος μέσα στο κελλί τής φυλακής θα φιλοσοφούσε άσφαλώς τα του κόσμου, άναμένων καθημερινώς μέ στωϊκότητα τήν έκτέλεσιν….
Ναύπλιον Μάρτιος 1934
Πάνος I. Κατσιάρης