Αι φυλακαί του Ναυπλίου, ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ,

Ανδρέας Καρκαβίτσας – ΕΣΤΙΑ — 1892, Αι φυλακαί του Ναυπλίου, ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ

Αν χρωστάς πληρώνεις, αν κερνάς τά χάνεις, τσάν εγκληματήσεις πάς ’ς τό Βουλευτικό.

Βουλευτικό, Αγήνωρας Αστεριάδης για το βιβλίο “ΤΑΞΙΔΙ ΣΤ’ ΑΝΑΠΛΙ” (“Παλαιές φωτογραφίες του Ναυπλίου”

Μ’ αυτό τό ρητά άρχισε την απαισιόδοξη ομιλία του μία ήμερα πρασοκέφαλος Αργείτης γιά να μου δείξει, την εικόνα της περασμένης καί της σημερινής εποχής. Καί άλήθεια είνε ρητό έξυπνο, πιστός κάπως καθρέφτης τής σημερινής κουτσο-προόδου,αλλά δεν είνε των τσεφαλιωμένων κτήμα. Όλοι οι παλληκαράδες τής επαρχίας, του νομού ακόμη ήμπορώ να είπώ, τό έχουν εις τό στόμα τους καί μέ πίκρα τ άναφέρουν όταν κάθονται καί καλοσυλλογίζονται τούς περασμένους καιρούς των,  που είχαν απλωμένα τα λουριά τους κ’ έκαναν ό,τ’ ήθελαν.

Καί αναφέρουν τό Βουλευτικό όχι γιατί είνε | φοβερώτερη άπό τις άλλες φυλακή ή έχει περισσότερα βασανιστήρια,άλλα διότι μόλις συλλάβουν τόν κακούργο τόν κλείνουν εκεί ώς που νά δικασθή καί πέρνει, βλέπετε, τήν πρώτη έντύπωσι. Καί ή πρώτη έντύπωσις μένει πάντα σταθερή εις τή μνήμη. Έκτος όμως τούτου τό Βουλευτικό είνε  ‘ς τό κεντρικώτερο μέρος του Ναυπλίου , ’ς τήν πλατεία του Πλατάνου, κοντά εις τόν Στρατώνα, εμπρός εις τά καφενεία, καί καθένας που θα έμπη, ς τήν πόλι θέλει δεν θέλει θά τό ίδή ευθύς.

Τό Βουλευτικό αποτελείται άπό ενα μεγάλο τζαμί κ’ ένα ψηλά σταχτερό κτίριο εις σχήμα Γ με το οποίον συγκοινωνεί άπό ένα ξύλινο γεφύρι. Είνε ενα άπό τά ίστορικώτερα χτίρια του Ναυπλίου καί ομοιάζει πολύ με μυθολογικό Ήρωα. “Οπως καί γιά ’κείνον έτσι καί γιά τούτο εβγήκαν λόγοι πριν χτισθή καί εις τόν καιρό που  έχτίζετο καί άφού έχτίσθηκε καί άφού έμεγάλωσε και τόρα που σχεδόν έγέρασε. Έπαιξε τόσα πρόσωπα, άλλαξε τόσα ονόματα, έχρησίμευσε εις τόσες εθνικές καί άντεθνικές περίστασες εις τήν εκατόχρονο σχεδόν ζωή του. ώστε του έπρεπε καλήτερη τύχη άπ’ αύτήν που έχει.

Τό χτίσιμό του χρεωστείται εις τήν ένοχη συνείδησι του πρώτου Πασά του Ναυπλίου. Καθώς λέγουν, το Ναύπλιο τό είχαν πριν οί Βενετσάνοι κ είχαν έκεί τόν Πρεβεδούρο τους. Οταν οί Τούρκοι με τήν προδοσία του Σάλα έπήραν το κάστρο, ό Πρεβεδούρος έμπήκε ς τά καράβια του κ’ έφυγε. Από τή βία του δέν έπήρε τούς θησαυρούς του παρά τους έχωσε ’ς τή γή σέ μέρος μυστικό. Έπειτ άπό δύο χρόνια σάν ήσύχασαν τά πράγματα σ’ ολον τά Μωρηά, ό ΙΙρεβεδούρος έστειλε τά δύο του παιδιά εις τό Ναύπλιο γιά νά σηκώσουν τό θησαυρό. Τά παιδιά ήλθαν συστημένα εις τόν πρόξενο τής Πορτογαλλίας’ αυτός τά έπήρε καί τά έπαρουσίασε ςτον Πασά, μέ τά χαρτιά του πατέρα τους καί μέ τή ζήτησι νά σκάψουν νά εύρουν το θησαυρό. Ό Πασάς τούς έδέχθηκε γλυκομίλητος καί είπε του Προξένου πρωι τήν άλλη μέρα νά του στείλη τά παιδιά, νά σκάψουν ’ς τό κατώγι του, όπού ώριζαν τά χαρτιά πώς ήταν θαμμένος ό θησαυρός.

Ό Πρόξενος υποψιάστηκε τόν Πασά καί τήν άλλη μέρα έστειλε τό ένα μόνο παιδί μέ τή συμβουλή νά ειπή του πασά πώς ο αδελφός του άρρώστησε. ’Λν χαθή. σου λέγει, τό ενα νά σωθή τ άλλο. Ο Πασάς έκαλοδέχθηκε τό παιδί, του πήρε τά χαρτιά, τό κατέβασε ’ς το κατώγι καί τώσφαξε. Έπειτα έβαλε κ’ έσκαψαν εις το μέρος πώριζαν τά χαρτιά κ’ εύρηκε βωμό το μάλαμα καί τ’ άσήμι καί τά διαμαντικά. Καί σάν ό πρόξενος κατά τά κοντόβραδο έστειλε νά γυρέψη το παιδί, ό Πασάς του μήνυσε πώς τό παιδί δεν έφάνηκε καθόλου ς το Σαράϊ. Ό πρόξενος δεν ήθελε περισσότερο νά στοχασθή τήν αλήθεια. Μάλιστα έφοβήθηκε μήπως ό Πασάς στείλη νά ξεκάμη καί τ άλλο παιδί καί κρυφά τώβαλε ‘ς τό καράβι καί τώστειλε σύνταχα ς τόν πατέρα του μέ τή θλιβερή εϊδησι.

Μά ό Πασάς δέν έχάρηκε τήν αδικία. Φαίνεται πώς ευρίσκοντο ακόμη καί πασάδες μέ συνείδησι κ’ ένας άπ αυτούς ήταν ά Πασάς του Ναυπλίου. Ημέρα νύχτα ησυχία δέν εύρισκε. Τά αίμα του αθώου του έπλάκωνε τήν καρδιά, ό ύπνος έφυγεν άπό τά ματόφυλλά του καί ’ς το ήσυχο μυαλό του ήρχοντο τόρα κ’ έκολλούσαν άσβυστα όνειρα, φοβερά, τρομαχτικά που τάον έρριξαν ’ςτό στρώμα. Καί σαν έπεσε ’ς το στρώμα τον πλάκωσε χαροτρομάρα’ άπ ώρα σ ώρα έλεγε πώς θά ξεψυχήση καί ό φόβος τόν έκανε να ζητή άπ όλους γνώμη με τί τρόπο νά ξοδεύση, τής άδικίας τό θησαυρό. Τότε ένας δερβίσης έρχεται καί του λέγει:

— Πασά μου, πολυχρονεμένε- νά τί γράφουν τά κιτάπια, μας.

Καί τόν έσυμβούλεψε νά χτίστη γεφύρια, βρύσες, μουσαφίρ όντάδες, τζαμιά, τεκκέδες. Ό Πασάς αποφάσισε νά χτίση ένα μεγάλο Τεκκέ νά τόν πλουτίση με χτήματα καί νά είνε ανοιχτός νύχτα μέρα γιά κάθε διαβάτη. Άμ’ έπος, άμ’ έργο. Έστειλε ασβεστάδες εις το ‘Ιερό, κάτω ’ς τό Λυγουριό κ’ έπερναν τους λαμπρούς στύλους του Ασκληπιείου καί τους έκαναν ασβέστη. Αχ κανένας δεν ευρέθηκε νά τόν έμποδίση, νά του είπή πώς έτσι άντί νά βγάλη, ένα ανάθεμα από πάνω του έβαλεν άλλο μεγαλείτερο που θά του ρίχνει εις αιώνα τόν άπαντα κάθε αίσθαντικός διαβάτης, σάν βλέπει τά θλιβερά χαλάσματα του χαριτωμένου εκείνου μνημείου της Τέχνης !

Από το αρχείο του Προοδευτικού Συλλόγου Ναυπλίου “Ο ΠΑΛΑΜΗΔΗΣ”

‘Ως τόσο ό Τεκκές με τά λαμπρά μάρμαρα καί τό χρυσόν άσβέστη του ‘Ιερού έχτίζετο ώμορφος, μεγάλος, χαριτωμένος καί κοντά του τά κελιά τών δερβισάδων καί ό Μουσαφίρ όντας. ‘Ο Πασάς άμα άρχισε το εργον άνάπαψε τη συνείδησί του κ’ εγεινε καλά. Άπό τήν αυγή ώς τό βράδυ άλλο δεν έκανε παρά νά κάθεται ’ςτό παραθύρι καί νά βλέπη εμπρός με χαρά καί περηφάνεια το χτίριο όπου θά τόν μνημονεύει τόση φτωχολογιά. Άλλα δεν ήταν γραμμένο νά τά χαρή τελειομένο. Διότι μία ήμέρα έκεί που έκάθητο ’ς τό παραθύρι έγκρεμίσθηκε κάτω κ έσκωτόθηκε.

Ό Τεκκές όμως έτελείωσε με τό θησαυρό. Πολλοί δερβισάδες έμπηκαν μέσα καί ό μουσαφίρ όντας ήταν μέρα νύχτα ανοιχτός εις τούς φτωχούς τούρκους καί χριστιανούς όπου έτρωγαν το πηλάφι καί έμακάριζαν τήν ψυχή του Πασα. ’Αλλά ή Φατιμέ, ή γυναίκα του Πασά, γιά περισσότερη άνάπαυσι τής ψυχής του κυρίου της έχτισε κατά τό ίδιο σχήμα κ’ ένα άλλο τζαμί, εκείνο που τόρα ακόμη είνε Φραγκοκλησία.

Έμεινε ό Τεκκές περίφημος εις όλον τόν Μωρηά, καμάρι όλων τών τούρκων έως τήν έπανάστασι. Έπειτα όταν έπάρθηκε τό Ναύπλιον άπό τούς έλληνες μέσα εις αυτά συνεδρίαζε ή Βουλή κ’ έξ αιτίας της έπήρε τό όνομα που έχει ώς τά σήμερα. Αλλά μόνον τό όνομα έκράτησε. Έχρησίμευσεν όμως καί σέ πολλά άλλα. Εις δημοτικούς χορούς ώς ιταλικό θέατρο καί μέσα ’ς τούς θόλους του έκαταδικάσθηκε γιά θάνατο ώς άντάρτης ο Κολοκοτρώνης καί τέλος τόρα χρησιμεύει ώς φυλακή διά τους έλαφροποινήτες καί τους υποδίκους.

Μέ τή μεσιτεία ενός φίλου μου, που τόσον γνωστός καί άγαπητός είνε ώστε νά τόν λέγουν Πανελλήνιο, μου άνοίχθηκε καί ή σιδερένια πύλη του Βουλευτικού. ‘Ο Τεκκές έχει εμπρός μαρμαρένια σκάλα μέ όκτώ ώς δέκα σκαλοπάτια καί εις τό πλατύ σκαλί ψηλώνουν σέ λευκά βάθρα δύο στύλοι, κομψοί άπό στακτερόμαύρο μάρμαρο κ’ έπανωθιό τους, κολλημένος τήν άλλη του πλευρά εις τήν πρόσοψι, κάθεται ελαφρός μικρός θόλος. Έπειτ’ άπό τή σκάλα έρχεται ό πρόδομος όπού κλείνει αριστερά εις τόν δρόμο μ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό, σκυθρωπό, ξαγριεμένο, σάν πιστή εικόνα του έπιστάτη που τό κατοικεί ό επίλοιπος είνε ελεύθερος, άνοιχτός, μαρμαροστρωμένος κάτω,τόν τοίχο έμπρός του μέ σιδερόφρακτα καί μανταλωμένα πορτοπαράθυρα καί όπίσω του τρεις στύλους ώσάν τους άλλους δύο μέ τούς θόλους επάνω καί δεξιά έρχεται το μικρό ξύλινο γεφύρι που φέρνει εις τούς τρίπατους οντάδες…

ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ -Hubert Vaffier, 1892 – Παλαιές φωτογραφίες του Ναυπλίου

Στην παραπάνω φωτογραφία (1892) διακρίνεται το Βουλευτικό όπου φαίνεται στα παράθυρά του να είναι κρεμασμένα διάφορα αντικείμενα, πιθανόν των φυλακισμένων, να είναι ακέραιο καθώς η είσοδος του με τους θόλους κατέρρευσαν το 1910 και δεξιά διακρίνονται οι στρατώνες με το φυλάκιο, σημερινό αρχαιολογικό μουσείο.

’Απά το ξύλινο γεφύρι έσκυψα κάτω καί είδα τήν ίδια θλιβερή εικόνα που είδα εις τό Μιλτιάδη καί τόν ‘Αγιανδρέα. Μέσα σέ λιθοστρωμένη, βρωμερή, υγρή, άνήλιαστη αυλή, περικλεισμένη άπό τά ψηλά χτίρια έζούσαν κ’ έκινούντο κ’ έργάζοντο καί άνέπνεαν κ’ έπλύνοντο οι κατάδικοι. Καί ψηλά άπό τούς έξώστες τών όντάδων καί τά σιδερόφρακτα παράθυρα του Τεκκέ, χλωμά πρόσωπα καί πανιασμένα χείλη, χέρια όλότρεμα καί μάτια άσπρα, άφωτα, φορεσιές μέ χίλια δυο χρώματα καί κεφάλια ξυρισμένα καί γένεια μακρυά, έπρόβαλαν στιβαγμένα όπως σέ κανένα κλουβί σιδηροδρόμου τά ζώα. Όνόματα άντηχούσαν κάθε λογής’ παράκλησες κάθε έκφράσεως’ ξεφωνήματα εις κάθε τόνον άστεϊσμοί καί γέλοια διεσταυρόνοντο άπό παράθυρο σ’ εξώστη κ’ άπό εξώστη σέ παράθυρο μέσ’ άπο τά σίδερα κ’ έφθαναν μέχρις αυτών κι άνταπέδιδαν άλλα νέλοια καί αστεϊσμούς, άλλες παράκλησες καί ξεφωνήματα. Σακκίδια μαύρα, μάλλινα εϊτε δερμάτινα έκρεμόντο κάτω μέ σπάγγους καί καλαθάκια εϊτε μαντήλια κομποδεμένα άνεσύροντο, τά μέν έκατέβαζαν κανένα γράμμα να δοθή έξω εις τό ταχυδρομείο ή ‘ς τό δικηγόρο ή δεκάρες διά ν’ άγοράσουν κάτι φαγώσιμο-άλλα άνέβαζαν πάλι ή κάτι φαγώσιμο ή κανένα γράμμα που ήλθεν άπέξω ή δανεικό χαρτί, μελάνη, μολυβοκόνδυλο, καλαμάρι ή κάτι του κοινού βίου, τής δυστυχίας των χρήσιμο. Καί καμμιά φορά έρρίχνοντο γιά τό ευχαριστώ είτε μούντζες είτε βλαστήμιες εις έκείνον που έπρόσμενε κάτω- καί αυτός άγανακτισμένος, πεισμωμένος γιά τήν αχαριστία, τούς ανταπέδιδε αμέσως με προθυμία καί πάθος κ’ έφευγε μακρυά χωρίς να προσέξη εις τά γέλοια εϊτε ’ς τές παράκλησες που του έρριχναν οί έπάνω μετανοιωμένοι. Παρέκει δύο ξεσκληάριδες σφικτά χειροπιασμένο’. έπάλευαν έτσι γιά νά δοκιμάσουν τή δύναμι τους κ’ έκινούντο έδώ κ εκεί κ’ έκαναν τάχα να καταφέρουν γροθιά ο ένας τ’ άλλουνού’ άλλα εις τάς κινήσεις των όλας έφανερόνετο ή νάρκη που τούς έσφικτόδενε τά νεϋρα. Κάτ’ άπό τόν όντά ’ς τόν τοίχο, μία παρέα άπό πέντε δέκα έσιγομιλοϋσε σοβαρά. Έξαφνα ενας κάτι άρπαξε τ’ άλλουνοϋ κ’ ήθέλησαν νά κυνηγηθούν άλλά καί οι δυο έπήγαιναν εις τό άψεγο ίσωμα της αυλής σάν τό ελαφρό πλεούμενο σε θάλασσα τρικυμισμένη κ’ έχτυπόντο άπό τόν ένα ’ςτόν άλλο τοίχο κι’ άδικα άπλωναν τά χέρια τους νά ίσοζυγιασθούν. Ώς που τέλος έπεσε κατάχαμα ο ένας καί ο άλλος μόλις έφθασε έπάνω του έπεσε κι’ αυτός κ’ έμειναν έκει έως νά εύρούν τρόπο νά καθίσουν ’ςτά πόδια τους μέ όλιγώτερη δύναμι της κάμπης. Καί όμως είχαν τέτοια σώματα που τους έλεγες ικανούς κάστρο νά γκρεμίσουν !

— ΙΙροχθες τούς κατέβασαν άπ’ τό Παλαμηδι’ μ’ εΐπεν ό σκοπός που ήταν κοντά μου σάν μ είδε νά τους κυττάζω μέ περιέργεια. Έγειναν έτσι μέσ’ ’ςτο Μιλτιάδη.

— Είχαν πολλά χρόνια έκεί ;

—- Μπά’ τρία μονάχα.

Καί δέν θά ήσαν ούτε τριανταπέντε χρόνων καθένας οί άμοιροι !

Ενώ έστεκόμουν εις τό γεφύρι ήλθε κοντά μου ό επιστάτης μέ μία αρμαθιά κλειδιά ’ς τά χέρι καί μ’ έρώτησε άν ήθελα νά έμπω μέσα. Δέν έπρόφτασα να του απαντήσω. Φωνή λαού έσηκώθηκε άπ’ τήν αυλή καί περίγυρα άπό τους όντάδες καί τά παράθυρα του τεκκέ. Η φωνή ανέβαινε δυνατή, οργισμένη, σάν κυματούσας θάλασσας βόγγος που ανεβαίνει ψηλά ’ςτ’ όρθολίθι του κάβου- καί σύνωρα μάτια πολλά καί χέρια περισσότερα καί πρόσωπα μ’ άλλη παρά την συνηθισμένη άποκαρωτική τους όψι έστηλώθηκαν απειλητικά εις τόν επιστάτη.

— Τά λεφτά ! τά λεφτά !… έφώναζαν άπό την αύλή.

— Που είνε τά λεφτά’ τί τάκαμες τά λεφτά ! έκραζαν άπό τους όντάδες.

— Τόσος καιρός τόρα πέρασε’ τά λεφτά! έλεγαν καί άπ’ τό τζαμί.

— Πάμε- μου είπεν ό επιστάτης.

Κ έτράβηξε εμπρός κ’ έμουρμούριζε. Έξαφνα εγύρισε πίσω.

— Τί λεφτά, μωρέ” έ, τί λεφτά ! έφώναξε μ αγριεμένο, κατακόκκινο πρόσωπο ’ς τους φυλακισμένους.

— Τά λεφτά ! τά πλυτικά μας, τά λεφτά !.. απάντησαν μ’ ένα στόμα καί μέ μύριες χερονομίες οί κατάδικοι, σάν τά χηνόπουλα που ζητούν τήν τροφή τους.

— Δέ μου τάδωσαν άκόμη.

— Σου τάδωσαν έσύ ταχείς- μας τά κρατείς τρεις μήνους τόρα ! . . .

• — ’Άί στά διάβολο ! είπε μέ άγανάκτησι ό επιστάτης κ έκλείσθηκε ’ς τό δωμάτιό του.

Αλλά σύνωρα χίλιες παλάμες ανοίχτηκαν άπ’ οπίσω του καί μύριες κραυγές μίσους καί βλαστήμιας καί θυμού καί δοντιών τριξίματα καί γρόνθων συσπάσεις καί ματιών άσπρες φλόγες έτρεξαν κατόπιν του, δώρο έγκάρδιο όλων τών φυλακισμένων. ’Άν έγλύτωσε ολίγα τά έπήρα έγώ άθελα άφού εύρέθηκα μπροστά του.

— Τί λεφτά του ζητείτε ; έρώτησα έ’να φυλακισμένο πώστεκε ’ς τή θύρα του οντά.

— Τά πλυτικά μας- έχει τρεις μήνους νά μας τά δώκει.

— Μά τάχα τά πήρε αυτός;

— Τά πήρε βέβαια- πάσα πρωτομηνιά αυτός θά τά πάρη.

— Καί γιατί δέ σας τά δίνει ;

— Μά ξέρεις τί κουμάσι είν’ αυτός- κ’ έχαμήλωσε τήν φωνή του ένω έβλεπε μήν ανοίξη ή θύρα του επιστάτη- τά βαστά καί κάνει έξω της δουλειές του- τοκίζει σου λέω ! . . .

Κ’ έπήραν αίφνης τόση ζωηρή έκφρασι τά μάτια του καί πεποίθησι όταν μου είπε τοκίζει σου λέω ! ώστε καί άθελα έπίστεψα.

‘Ως τόσο ή θύρα του επιστάτη έμενε κλειστή άκόμη άρκετή ώρα. Απελπισία μ’ έπιασε. ’Εφοβήθηκα μήπως ό επιστάτης θυμωμένος γιά όσα του έκαμαν οί κατάδικοι μείνει μέσα ώς τήν ώρα ποϋ θά κλείσουν οί φυλακές καί θά ήμπορέση νά βγάλη τό άχτι του εις έκείνους τούς άμοιρους.

Ευτυχώς σέ λίγην ώρα είδα ν’ άνοιξη ή ποθητή θύρα καί ό επιστάτης νά βγαίνη μέ τήν άρμαθιά τών κλειδιών. Τί κλειδιά ! μόνο εκείνα νά βλέπης σέ πιάνει τρομάρα. Αμέσως φαντάζεσαι τί θύρες νά μανταλώνουν τέτοια κλειδιά καί τί δωμάτια νά έχουν τέτοιες θύρες καί τί νά κλείουν τέτοια δωμάτια μέσα τους, όπως άμα ίδής φοβερό δόντι φαντάζεσαι άμέσως τί σαγόνιες τό είχαν καί αυτές οί σαγονιές ποιανού τοομερού θεριού κεφάλι άρμάτοναν. Ησαν ολα ώς είκοσι κ’ ήσαν άρμαθιασμένα σε χοντρό, μισοφθαρμένο σχοινί. Καί όλα ένα μέ τ’ άλλο μεγάλα, βαρειά μέ χονδρή θηλειά καί σώμα σάν μπράτσο άνθρώπου καί δόντια άνοιχτά, σκουριασμένα, κοκκινόμαυρα σάν μ’αίμα καί φωτιά βαμμένα — το αίμα τών καταδίκων καί τή φωτιά τής νιώτης των — έκλάγγαζαν καθώς έκτυπόντο τό ενα μέ τ’ άλλο ’ς τά σχοινί τους σάν μανιωμένα θερία που μουγκρίζουν κ’ εΐν’ ετοιμα ν’ άλληλοφαγωθούν.

— Όρίστε- είπεν ο έπιστάτης μέ κατεβασμένα μούτρα, χωρίς νά γυρίση νά μέ ίδή.

Κ’ έβαλε τά κλειδί ’ς τήν κλειδωνιά, τό έγύρισε μέ δύναμι καί ή θύρα έξεμανταλώθηκε μ ένα στέναγμα ταύρου που νοιώθει το μαχαίρι ’ς τό λαιμό. Ή θύρα άνοιξε κ’ έμπήκα εις τόν Τεκκέ.

— Γειά σας.

— Γειά σου.

Οί κατάδικοι ήλθαν όλοι κοντά μου. Ήσαν είκοσιπέντε εως τριάντα, κ’ έμεναν όλοι κάτω, εις την αίθουσα, του τεκκέ ή όποια ήταν μεγάλη καί ήμπορούσε νά χωρέση κι άλλους τόσους. Παράθυρα σιδερόφρακτα ήσαν δεξιά καί άριστερά σέ μία γωνιά ή βούτα, εις άλλη στίβα καλαθιών καί άρμαθιές σαρωμάτων που τά πλέκουν οί κατάδικοι καί τά πωλούν ’ς τήν πόλι. Επάνω ό κεντρικός θόλος του τεκκέ μαύρος, άραχνιασμένος, μέγας μέ μικρούς φεγγίτες, άπλωνεν έτοιμος θαρρείς νά πέση και νά μάς πλακώση όλους. Εις τούς τοίχους χαμηλά έκρέμοντο τ’ άποφόρια τών καταδίκων, τά σεντούκια δεμένα μέ σχοινιά όπως οί νάκες εις τές βλαχοκαλύβες, σανίδες άπ’ άκρη σ’ άκρη κατά πλάτος μέ τά ψωμιά νά μην τά φθάνουν οί ποντικοί καί οί τοίχοι αυτοί μισομαύροι, καταφαγωμένοι, κατασκονισμένοι. Κ’ επάνω εις τούς τοίχους ’ς τές σανίδες παντού ώς νά ήθελαν ν’ άντικαταστήσουν τά ρητά του Κορανίου που είχαν πριν οί δερβισάδες ήσαν χιλίων ειδών ζωγραφιές μέ κάρβουνο καί κιμωλία. Μία άπ’ αυτές έπαράστενε τήν έπτακαίφαλως έδρα, καθώς έλεγεν ή επιγραφή” καί ή ίδρα αυτή ήταν καθόλα σκίασμα μικρού χοιριδίου μέ φειδωτή ουρά καί φτερά όρθά σάν άνέμης έπάνω καί ρύγχος κατακομματιασμένο εις έπτά άναμαλλιασμένα κεφάλια. Άλλη πάλιν έπαράστενε τόν Χρόνο καί ο χρόνος ήταν ένα δένδρο μέ δώδεκα κλωνάρια περίγυρα άφυλλα, σάν νά έπάρθηκαν καί οί δώδεκα μήνες άπ’ τήν καρδιά του χειμώνα. Ισως όμως ο ζωγράφος ήθέλησε νά παραστήση τούς ίδικούς του χρόνους που βέβαια όλοι άφυλλοι καί άγονοι περνούν γι’ αυτόν κ’ έχει αιώνια παγωνιά καί ’ς τήν καρδιά του μέσα κ’ έξω του περίγυρα! Μία άλλη εις τόν άντικρυνό τοίχο έπαράστενε μέγα δένδρο, πολύκλωνο καί πλατύφυλλο που τό έκλόνιζε ή ριπή δυνατού άνεμου” καί ς τή ρίζα του ξαπλωμένος ένας φουστανελλοφόρος μέ τό μουστάκι περήφανα στριμμένο, μέ τό σκυλί ’ςτά πόδια του καί τό γιογκάρι ’ςτά χέρια έφαίνετο ότι έπαιζε κ’ έτραγουδούσε. Τό τί τραγουδούσε μας τό έγραφε μπροστά του.

Σεβντά βστώ σεβντά κρατώ και σεβνταλης γυρίζω

ΚΓ όπως τον εύρω τόν καιρό έτσι τον άρμενίζω.

Καί άλλες ζωγραφιές μύριες έφαίνοντο μέσα έκεί, άξυστα καί άνοστα χονδροκαμώματα άλλες μέ λεπτές γραμμές έφανέρωναν χέρι επιδέξιο κεφάλι συγχρόνων πολιτευομένων κωμικά συμπλέγματα από πρόσωπα γνώριμ, άλλες γιά νά βάλλης τά γέλοια καί άλλες που σώδιναν άφορμή νά καθίσης νά συλλογισθής τή θλιβερή ζωή τών καταδίκων καί ζωντανούς νά τούς κλάψης ! . . .

“Οπως άπό τό εσωτερικό του φαίνεται ο Τεκκές’ θά ήταν πριν του τάγματος τών Μεβλεβή. Διότι έπάν ’ άπ’τά κρεββάτια τών καταδίκων εις  σχήμα άνάποδου είνε άλλα δωμάτια που πριν βέβαια δέν ήσαν παρά θεωρεία καί έχρησίμευαν γιά νά κάθωνται καί νά βλέπουν οί πιστοί τούς δερβισάδες, όταν έκαναν τήν παράδοξη προσευχή τους. Τόρα τά δωμάτια είνε κλεισμένα άπό μέσα και δέν έχουν παρά άπό ενα παράθυρο καθένα έξω άπ’ όπου περνούν τό φώς οί κατάδικοι. Καί όταν κανείς συλλογισθή αυτούς έπάνω καί τούς άλλους του Παλαμηδιού κ’ έκείνους που είνε εις τούς όντάδες, δέν ήμπορεί παρά νά τούς μακαρίση αυτούς εδώ που έχουν ολίγη άνεσι κάπως. Άλλά μέ πόσες θυσίες νά τήν άγοράζουν αυτή τήν άνεση ό θεός γνωρίζει!

Στήν ώρα που ετοιμαζόμουν νά έβγω είδα εις ένα κρεββάτι εμπρός ’ςτό παράθυρο τρία παιδιά άπό είκοσι έως εΐκοσιπέντε χρόνων τώνα μέ τάλλο. Ήσαν όλα καλοδέματα παιδιά μέ πλατειά στήθη, κόκκινα καί ζωηρά μάγουλα κ’ έλεγες πώς ούτε μιά βδομάδα έκαμαν έκεί μέσα. Ό μεγαλείτερος είχε ένα μπουζούκι παραφορτωμένο άπό κόκκινες φούντες ώσάν τά γκέμια κανενός άξετίμωτου άλογου καί τό έπαιζεν ένω οί άλλοι δύο τόν είχαν ’ςτή μέση καί του τραγουδούσαν. Ήσαν άδέλφια καί τά τρία κ’ ήσ αν μέσα γιά φόνο.

— Ποιός παίζει καλήτερα μπουζούκι ; έρώτησα τό ένα.

— Όλοι παίζουμε” μου άποκρίθηκε περήφανα τό άλλο.

Εκείνος πώπαιζε τό μπουζούκι έπαψε καί μέ τήραξε μέ μεγάλα, λαμπρά μάτια.

— ’Στό Άργος λένε πώς είνε ένας καί παίζει περήφανα, αλήθεια; μ’ έρώτησε.

Άλλά πριν προφθάσω ν’ άποκριθώ έγύρισε τό τρίτο καί χωρίς νά μέ κυττάξη.

— Σώπα ρέ, είπε ’ςτόν άδελφό του, βρίσκεται κι’ άλλος ‘ςτόν κόσμο νά παίζη σάν κ’ εμάς ! 

Εβγήκα άπό τό Βουλευτικό όπως έβγήκα κι άπό τό Μιλτιάδη κι’ άπό τόν Άγιανδρέα. Για μαθήματα αυστηρής καί ήμερης ζωής ήμπορούν νά δώσουν εις τόν έξω άνθρωπο αυτές, οί φυλακές ! Έκεί, όχι εις τά σχολεία, όχι εις τής εκκλησίες ούτε εις τά μοναστήρια μόν’ έκεί διδάσκεται μέ μεγαλόφωνη σιωπή ό αληθινός λόγος του Θεού, έκεί είνε ή αληθινή του Σιλωάμ πηγή όπου βαφτίζεται ή ψυχή καί βγαίνει άγνή καί άπαλή καί μεγαλόχαρη σάν άπό τήν πνοή του Δημιουργού. Στοχάζομαι πώς καί τό μεγαλείτερο κακούργο άν άντι νά τον κλείνουν μέσα τον έπερναν μόνο καί τόν έγύριζαν εις αυτές τές άγριες σπηλιές καί του έδειχναν έκείνα τά φοβερά κλειδιά καί τόν έκαναν ν’ άκούση τό θλιβερό στέναγμα τών θυρών, νά μυρισθή τη μούχλα, να αίσθανθή τήν υγρασία, ν άκροασθή τό άφωνο μίλημα που κάνουν τά ντουβάρια κ’ επειτα του έλεγαν : «Νά, εδώ θά σ’ έβάναμε νά ζήσης δέκα χρόνια, είκοσι χρόνια, όλη σου τη ζωή, δίχως φίλους κ’ έδικούς γιά νά ξεπλύνης τό κακό πώκαμες, μα σ’ άφίνομε’ γύρισε ’ς τό σπίτι σου καί γένου καλός άνθρωπος» θά έγνώριζε ευθύς τό άνόμημά του. Θά έφευγε μέ τά τέσσερα καί θά έπήγαινε μέ τή μοναχή φροντίδα πώς νά τό ξεπλύνη. Μά νά μή μείνη μέσα εκεί ούτε μιά βδομάδα, ουτ’ ένα ήμερονύχτι γιά το Θεό !

Γιατί ςέρομε τί θά είπη άνθρωπος.

Βάλε τον εις ενα φοβερό, πυκνοντυμένο θεοσκότεινο δάσος· ρίξε τον σέ μιά σπηλιά μέ λύκους καί λεοντάρια καί τίγρεις- χώσε τον μέσα ’ς το άπαισιώτερο νεκροταφείο. Άν τόν άφίσης γιά μία στιγμή καί τόν πάρης πάλι θά έχη σ’ όλη του τη ζωή τήν ανατριχίλα του δάσους επάνω του, τ άγρια οδοντοκοπήματα καί τους μουγκρισμους τών θερίων ‘ς τήν άκοή του, τήν άπελπιστική παγωνιά του νεκροταφείου ‘ς τήν ψυχή του καί θά τρέμη μήπως πέση πάλι έκεί. Άν τόν παραίτησης όμως γιά πολύ σιγά σιγά θά συνηθίση το κορμί ‘ς τήν άνατριχίλα, ή άκοή θά συνηθίση ς τ όδοντοκόπημα, ή ψυχή θά παγώση περισσότερο, τά νεύρα θά γίνουν παλαμάρια, καί άγριος θά ριχθή νά κάψη τό δάσος νά μανιώση τά θερία, γιά νά τ άκούση άγριώτερα νά μουγκρίζουν, ν άνοίξη τους τάφους καί νά παίζη με τά κοκκαλα τών νεκρών κλωτσοσκούφι. Ουδέ δάκρυα, ουδέ στηθοκοπήματα, ουδέ παράκλησες θά τόν συγκινούν πλέον ουδέ φοβέρες.

Έτσι ουδέ φοβέρες, ουδέ παράκλησες, ουδέ στηθοκοπήματα ουδέ δάκρυα συγκινούν πλέον τούς φυλακισμένους. Έσυνήθισαν μεσά τους βράζουν τ ’ άγρια ένστικτα του προϊστορικού ανθρώπου τά όποια μ’ όλη τήν πολυχρόνιο έξελιξι καί του πολιτισμού τήν πρόοδο δέν ήμπόρεσαν άκόμη ν άργασθούν. Καί γιαυτό άπαντα κανείς εις τής τρείς αύτές φυλακές τρεις ολάκερες κοινωνίες όπως είνε καί οί έξω, άλλα κοινωνίες του χειρότερου είδους. Ό Σπανός είνε τοκογλύφος, τά χρήματα που έσύναξε τόσα χρόνια άπό τής κλεψιές δανείζει ’ς τούς φυλακισμένους άπό λίγα λίγα μιά δραχμή, μισή δραχμή, είκοσι λεπτά καί όταν λάβουν άπό τούς δικούς τους είτε άπό τά έργόχερά τους τά πέρνει διπλά,τρίδιπλα,πεντάδιπλα. Καί νά τον ϊδήτε πώς έχει παραιτήση πλέον τό ανήμερο του ληστή κ’ έχει πάρει ς όλα εις τό συμμαζεμμμένο σώμα καί το φωτερό βλέμμα, εις τή φωνή καί εις τή μορφή εις τά γένεια καί τα ματόφρυδα τό ύφος του Σάυλωκ. Ο Βλαχιώτης πάλι κάνει τόν παντοπουλιτή. Άλλά τί παντοπουλιτής ; μέ χαρτί καί καλαμάρι ’ς το χέρι γιά τούς χρεοφειλέτες, μέ βελωνάκα τής δεκάρας, μέ μολυβδοκόνδυλα τής δραχμής, μέ στρατσόχαρτα καί φακέλους κ’ έγώ δέν ξέρω πόσο, μέ πατάτες μουχλιασμένες, μέ ράμματα σάπια, μέ καφέ άπό βρύζα καί ξερόψωμα καφουρδισμένα !

Αυτοί είνε οί κεφαλαιούχοι. Βάλετε έπειτα τούς φονιάδες που δέν έχουν παρά πώς νά μεταμορφώνουν τά χερούλια τών τηγανιών καί τά ίμπρίκια εις φοβερά μαχέρια καί πιστόλια. Έπειτα έρχονται οί χαρτοπαίκτες που κοιμούνται κ’ έξυπνούν πάντα μέ το πάει καί τραβούν άπό τούς συγγενείς καί τούς φίλους των, μέ γράμματα μελανωμένα άπό τά δάκρυα τάχα καί μέ λόγια εύγνωμοσύνης αιώνιας, τά λεπτά που θά έτρεφαν τά παιδιά τους γιά νά τά χάσουν αύτοί σέ μιά χαρτοσιά. Έπειτα έχομε τά κομματικά πάθη που βράζουν εις τά στήθη των άσβυστα ήφαίστεια καί μαχαιρώνουν καί μαχαιρώνονται κάθε ήμερα γιά τόν τάδε καί τάδε πολιτευόμενο που ούτε τούς συλλογίζεται.

Ελάτε καί εις τά πάθη του τοπικισμού, οί Λάκωνες χωριστά άπό τούς Ρουμελιώτες, οί Ρουμελιώτες χωριστά άπό τούς Θεσσαλούς, οί Θεσσαλοί χωριστά άπό τούς Χελιώτες, οί Χελιώτες χωριστά άπά τού Μεσσήνιους, πέντε δέκα, δώδεκα δεκαπέντε έκεί έτοιμοι νά ριχθούν σάν τά σκυλιά καί νά πετσοκοπούν μέ τήν άλλη παρέα. Καί βάλετε τά μίση,τά διαβάλματα εις τόν έπιστάτη, ’ς το φρούραρχο γιά τόν τάδε σύντροφο γιά τόν τάδε πριν φίλο που του ζηλεύει τή θεσι πώχει μέσα ’ςτό δώμα είτε το τάδε παληοχράμι ή τά χρήματα πώχει ’ς τό σεντούκι του. Καί έπάνω αύτών όλων βάλετε τόν έπιστάτη μέ το σκήπτρο τής τυραννίας ’ς τό χέρι κ’ έχετε τέλεια τήν εικόνα.

Αύτή είνε ή κοινωνία τών φυλακών. Κοινωνία Μυστική αυτή, άθώρητη που μόνο μαντεύεται, μόνο εις τά μάτια του νου φανερώνεται, βρωμερή καί μισητή περισσότερο άπ’ εκείνη που παρουσιάζεται εις τά κρεάτινα μάτια. Καί όμως είνε άληθινή. Καί σείς που είδατε καί τή μία καί τήν άλλη, που έγνωρίσατε τή σαπισμένη επιφάνεια καί τό βρωμερό βυθό, χύσετ’ ένα δάκρυ γιά τους καταδίκους όπως τώχυσα κι’ ό ακαρδος εγώ.

Άλλο άπό δάκρυ δέν ήμπορούμε νά τους δώσωμε κατά τό παρόν· Γιατί εύρίσκονται καί κακά καλώς κείμενα.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ

Tagged