Η “αναγκαστική” στρατιωτική θητεία
του Δανού σιδηρουργού Samuelsen στο Ναύπλιο
Περίληψη από το άρθρο της Αριστέας Παπανικολάου – CHRISTENSEN
Ο W. C. Samuelsen γεννήθηκε το 1818 στο νησί Μπορνχόλμ της Δανίας και από την παιδική του ηλικία άρχισε να μαθαίνει την τέχνη του σιδηρουργού. Στα 20 του χρόνια εργαζόταν ως βοηθός σ’ ένα σιδηρουργείο και συγχρόνως μάθαινε γραφή και σχέδιο. Στις αρχές του 1839 κέρδισε στο λαχείο ένα χρηματικό ποσό, το οποίο και χρησιμοποίησε για να εκπληρώσει μια μεγάλη του επιθυμία, ένα ταξίδι στους Αγίους Τόπους.
Την άνοιξη του 1839 ξεκίνησε το ταξίδι από την πατρίδα του, κάνοντας μία στάση στην Τεργέστη για μια εβδομάδα, όπου και εργάστηκε σε ένα σιδηρουργείο, εξασφαλίζοντας μερικά χρήματα για το ταξίδι του.
Στις 3 Μαΐου επιβιβάστηκε σε πλοίο μαζί με 11 άλλους ταξιδιώτες με προορισμό την Αλεξάνδρεια.
Στα νότια της Πελοποννήσου το πλοίο αναγκάστηκε λόγω άπνοιας να παραμείνει στα ανοιχτά της Μεθώνης, επί τρεις ημέρες. Ο καπετάνιος δεν άφηνε τους επιβάτες να κολυμπήσουν λίγο για να δροσιστούν επειδή φοβόταν ότι θα έβγαιναν στην ακτή και θα εξαφανίζονταν χωρίς να του πληρώσουν το ναύλο. Την τέταρτη ημέρα ξέσπασε θυελλώδης δυτικός άνεμος που εμπόδιζε το πλοίο να συνεχίσει το ταξίδι του προς νότον. Κάποια στιγμή το πλοίο άρχισε να κάνει νερά, κι έτσι ο καπετάνιος αναγκάστηκε να βρει καταφύγιο σ’ έναν μικρό βραχώδη κόλπο.
Οι επιβάτες, μόλις βγήκαν στην ξηρά συνελήφθησαν από μια ελληνική στρατιωτική περίπολο που τους οδήγησε σ’ έναν στρατώνα πεζικού.
“Εκεί μας κράτησαν οκτώ ώρες και στη συνέχεια μας ανακοίνωσαν ότι λόγω των εχθροπραξιών με τους Τούρκους υπήρχε άμεση ανάγκη στρατιωτών, κι έτσι είμασταν υποχρεωμένοι να διαλέξουμε ανάμεσα στα δύο: τέσσερα χρόνια στρατιωτικό ή τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα.”
Για να αποφασίσουν τους δόθηκε περιθώριο δύο ωρών. Όπως ήταν, λογικό, όλοι προτίμησαν τη στρατιωτική θητεία, και αμέσως έδωσαν όρκο στο Βασιλιά Όθωνα.
Σύμφωνα με τη συγγραφέα (Αριστέα Παπανικολάου- Christensen) τη σημαντική αυτή πληροφορία που μας δίνει ο Samuelsen για την αναγκαστική θητεία στον Ελληνικό τακτικό στρατό, δεν μπόρεσε να τη διασταυρώσει ούτε σε άλλες παρόμοιες μαρτυρίες, ούτε σε σχετικές στρατιωτικές διατάξεις.
Μας ενημερώνει, όμως, πως την περίοδο εκείνη (Άνοιξη του 1839) η περιοχή της Μάνης βρισκόταν σε αναταραχή από το 1834. Την περιοχή ταλαιπωρούσαν οι εξεγέρσεις και η ληστεία, το δε επίσημο κράτος προσπαθούσε να επιτύχει την επιβολή της τάξης με σπασμωδικές κινήσεις και λάθη, διότι είχαν διατυπωθεί «πολλά παράπονα εκ μέρους των κατοίκων διά καταχρήσεις και αταξίας».
Ταυτόχρονα το ελληνικό στρατιωτικό σύστημα στηριζόταν σ’ ένα κράμα γαλλικών και βαυαρικών νόμων και διατάξεων που είχαν εισαχθεί από την Αντιβασιλεία με αποτέλεσμα να μην υπάρχει στην ουσία ένας ορισμένος νόμος και οι αυθαιρεσίες αλλά και οι λιποταξίες να αποτελούν σύνηθες φαινόμενο. Έτσι σύμφωνα με την υπογεγραμμένη από τον Όθωνα στρατιωτική διαταγή της 7/19 Μαρτίου 1834, ο εθελοντής συγχρόνως με την κατάταξή του έπαιρνε 20 δρχ. ως ένα είδος μισθού. Στην περίπτωση όμως που «παρουσιασθή παρ’ άλλου καταστήσαντος αυτόν να συμμορφωθή εις την βασιλικήν ταύτην θέλησιν (του εθελοντού), τότε αι μεν 15 δρχ. θέλουν δίδεσθαι εις τον καταττόμενον, αι δε 5 εις τον παρουσιάζοντα».
Η συγγραφέας καταλήγει ότι “τέτοιου είδους θητεία δεν υπήρχε, αλλά φαίνεται ότι αποτελούσε εφεύρημα, και πιθανόν να υπήρχαν και άλλα τέτοιου είδους εφευρήματα για την προσέλκυση εθελοντών με αθέμιτο τρόπο”.
Ο Samuelsen, σε ηλικία 21 ετών, κατατάσσεται στον Ελληνικό τακτικό στρατό, ως “εθελοντής” και, λόγω της ειδικότητάς του ως σιδηρουργού, μεταφέρθηκε αμέσως με πλοιάριο στο Ναύπλιο, που ήταν η έδρα της ανώτερης διοίκησης φρουρίων και οπλοστασίων.
Ο Samuelsen σχετικά με την παραμονή του στο φρούριο του Ναυπλίου αναφέρει:
“Στο οπλοστάσιο εργαζόμουν καθημερινά από τις 6 το πρωί ώς τις 5 το απόγευμα με τρίωρη διακοπή τις μεσημεριανές ώρες. Μεταξύ 5 και 6 το απόγευμα κάναμε γυμνάσια. Στην αρχή έκανα γυμνάσια στα ελαφρά όπλα και αργότερα στα βαρέα. Για να μπορέσω να προβιβαστώ στο βαθμό του υπαξιωματικού, έπρεπε να παρακολουθήσω στο σχολείο μαθήματα γραφής και ανάγνωσης της ελληνικής και της ιταλικής γλώσσας. Τα μαθήματα μου κόστιζαν 2 δρχ. την ώρα. Η θητεία ήταν αρκετά σκληρή, διότι την εποχή εκείνη υπήρχαν ταραχές στη χώρα. Όταν έπεφτε η κανονιά, κι αυτό γινόταν συχνά, έπρεπε αμέσως ν’ αφήσουμε τη δουλειά μας και να παρουσιαστούμε μέσα σε 5 λεπτά. Ένα ολόκληρο τρίμηνο κοιμόμασταν με το ξίφος, την μπαρουτοθήκη και το όπλο δίπλα στο κρεβάτι. Ακόμα και στη δουλειά έπρεπε να τα έχουμε κοντά μας. Έκανα και νυχτερινές σκοπιές. Κάθε Κυριακή είχαμε επιθεώρηση. Τα πάντα έπρεπε ν’ αστράφτουν, τόσο ώστε οι αξιωματικοί να μπορούν να καθρεφτίζονται στον μπρούντζο. Μετά κάναμε παρέλαση. Στο Ναύπλιο έμεινα από τον Μάιο του 1839 ώς τα μέσα του επόμενου καλοκαιριού. Στο διάστημα αυτό προβιβάστηκα σε πυροβολητή, μετά σε βομβιστή και τελικά σε υποδεκανέα. Η θητεία είχε αρχίσει να μου γίνεται βαρετή. Όμως για τη δουλειά που έκανα κέρδιζα μία σπέκια την ημέρα (3 δρχ. περίπου).”
Το καλοκαίρι του 1839, προσβάλλεται από την επιδημία τύφου που εμφανίστηκε στην περιοχή. Όπως αναφέρει, τα θανατηφόρα κρούσματα ήταν πολλά και οι ταφές γίνονταν σε ομαδικούς τάφους με 6 και 8 πτώματα σε κάθε τάφο. Παρ’ όλο που οι τάφοι σφραγίζονταν με τσιμέντο και καλύπτονταν με ασβέστη, ο Samuelsen μας δίνει με κάποια δόση υπερβολής (σύμφωνα με τη συγγραφέα Αριστέα Παπανικολάου – CHRISTENSEN) φρικαλέες περιγραφές με τσακάλια που τραβούσαν μέσα από τους τάφους κομμάτια από τους νεκρούς και φίδια που κατασπάραζαν τα πτώματα.
Το καλοκαίρι του 1840 μετατέθηκε για ένα διάστημα στο φρούριο της Μονεμβασίας, με αποστολή την απομάκρυνση από το φρούριο του άχρηστου πλέον ενετικού και τουρκικού υλικού. Οβίδες, βόμβες και κανόνια, έπρεπε να μεταφερθούν από το ύψος του φρουρίου, κάτω στην παραλία.
Ο Samuelsen, συνεχίζοντας τη διήγησή του, αναφέρει:
“… Πώς γλίτωσα κι εγώ δεν ξέρω. Είχα γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα και τα πόδια μου ήταν γεμάτα αίματα. Όταν πια όλο το υλικό συγκεντρώθηκε κάτω στην παραλία, ήρθε μια φρεγάτα στην οποία φορτώθηκαν τα κανόνια και τα πυρομαχικά. Στο ίδιο αυτό πλοίο μπήκαμε κι εμείς. Ο συνταγματάρχης – διοικητής του φρουρίου είχε παρακολουθήσει την παράτολμη αυτή ενέργειά μου από το κάτω μέρος του βράχου. Στην έκθεσή του προς τον αρχηγό της φρεγάτας έγραψε τις καλύτερες συστάσεις για μένα, κι έτσι, μόλις φτάσαμε στο Ναύπλιο, την επομένη κιόλας μέρα προβιβάστηκα σε πραγματικό δεκανέα.”
O Samuelsen, όμως δεν θέλησε να παραμείνει περισσότερο στον Ελληνικό στρατό και στην Ελλάδα, γενικότερα γιατί όπως εξήγησε και στο Βασιλιά Όθωνα, η προαγωγή του δεν άρεσε σε πολλούς συναδέλφους του και του δημιουργούσαν προβλήματα, δεν άντεχε το ελληνικό καλοκαίρι, και ταυτόχρονα είχε πεθάνει ο Βασιλιάς της Δανίας και φοβόταν μήπως χάσει τις οικονομίες που είχε στο Βασιλικό ταμείο.
Αφού πλήρωσε για το υπόλοιπο της θητείας του και βρέθηκε αντικαταστάτης, πήρε το πολυπόθητο απολυτήριο, ύστερα από 19 μήνες παραμονής του στην Ελλάδα και στον Ελληνικό στρατό.
Παίρνοντας το πλοίο από την Επίδαυρο για τον Πειραιά, έφτασε στην Αθήνα, όπου εργάστηκε για ένα διάστημα στο Νομισματοκοπείο αλλά και στην κατασκευή και τοποθέτηση των κλειδαριών και μεντεσέδων στο κτίριο του Πανεπιστημίου. Στις 21 Ιουνίου 1841 πήρε το πλοίο από τον Πειραιά και μέσω Σύρου έφτασε επιτέλους στην Αλεξάνδρεια.