Η μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν (Le Giaour)

Η μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν, έργο ζωγραφικής

του Ευγένιου Ντελακρουά (Eugène-Delacroix)

εμπνευσμένο από το ποίημα του Λόρδου Μπάιρον “Ο Γκιαούρης”

Η μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν είναι ένα από τα κορυφαία έργα  ζωγραφικής του Ευγένιου Ντελακρουά που απεικονίζουν μάχες. Ο πίνακας είναι εμπνευσμένος από το ποίημα του Λόρδου Μπάιρον “Ο Γκιαούρης”.

Ο Μπάιρον έγραψε το ποίημα το 1813 και μεταφράστηκε στα γαλλικά το 1824, το έτος κατά το οποίο ο Μπάιρον πέθανε στην Ελλάδα αγωνιζόμενος στον αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία από τους Τούρκους. Ο Ντελακρουά τελείωσε τον πίνακα δυο χρόνια αργότερα, το 1826, προορίζοντάς τον για μια παρισινή έκθεση προς όφελος του ελληνικού σκοπού.

Eugène Delacroix – Combat du Giaour et Hassan (1826)

Το γενικό θέμα περιλαμβάνει πάθος για εκδίκηση, και πάλη μεταξύ δυο διαφορετικών κόσμων σε ένα εξωτικό πεδίο μάχης, την Οθωμανική Ελλάδα. Ο πίνακας απεικονίζει την δραματική κορύφωση του ποιήματος όταν ο γκιαούρης -δηλαδή ο άπιστος- εκδικείται το θάνατο της ερωμένης του από τα χέρια του Τούρκου Χασάν.

Eugène Delacroix – Combat du Giaour et du Pacha (1835)

Αναλυτικά η ιστορία, επικεντρώνεται στη μέχρις εσχάτων μονομαχία για τα μάτια μιας γυναίκας. Αγαπημένη του άπιστου στρατιώτη («γκιαούρ» κατά την τουρκική αφήγηση στον λόρδο Βύρωνα, όπως όλοι οι μη μουσουλμάνοι) είναι η όμορφη Λεϊλά, που καταλήγει σκλάβα στο χαρέμι του Χασάν, ο οποίος την ερωτεύεται παράφορα αλλά όταν πληροφορείται ότι εκείνη αγαπά τον άπιστο πολεμιστή, την κλείνει σε ένα τσουβάλι και την ρίχνει στη θάλασσα. Ο «γκιαούρ» κυνηγάει τον Χασάν και σε μια άγρια αναμέτρηση τον σκοτώνει.
Για τον λόρδο Βύρωνα, η ιστορία  κρύβει έναν ισχυρό συμβολισμό. Στο ποίημά του, που αριθμεί περισσότερους από 1.300 στίχους, βλέπει στη μορφή του κεντρικού χαρακτήρα των επαναστατημένων Ελλήνων, των ηρώων του αγώνα, αρκετούς από τους οποίους γνώρισε και προσωπικά. Η Λεϊλά ενσαρκώνει την Ελλάδα. Τη διεκδικούν μετά μανίας Χριστιανισμός και Ισλαμισμός.

 

Ναί η Λεϊλὰ κοιμᾶται εἰς τὸ βάθος τῶν ὑδάτων’
αὐτὸς ὅμως θέλει ἔχει τάφον ἔμπλεων αἱμάτων!
Απὸ τὴν σκιὰν ἐκείνης τὸ σπαθίον ὡδηγήθη,
τὸ ὁποιον του βαρβάρου διεπέρασε τὰ στήθη.
Τὸν προφήτην, ἀλλ᾽ εἰς µάτην, ἁῤῥωγὸν ἐπεκαλέσθη
τὸ φιλέκδικόν μου μίσος εἰς τὸ αίμά του ἐσβέσθη.
Τὸν Αλλάχ επεκαλέσθη, – πλήν ματαία η βοή του!
απερρίφθη ή διόλου δὲν ἠκούσθη η εὐχή του.
Ω μωρὲ υιὲ της Άγαρ! ὁ θεὸς πῶς νὰ σ᾿ ἀκούσῃ,
αφ’ ου σὺ τῆς νέας είχες τὰς δεήσεις ἀποκρούσει;
Συνεμάχησα μὲ τούτους, ἅμα εύρον εὐκαιρίαν,
διὰ ν᾿ ἀντιτιμωρήσω τὴν αισχράν του προδοσίαν’
ἐξετέλεσα τὸ ἔργον ἑμετρίασεν ο πόνος
τώρ’ αναχωρώ καὶ φεύγω, — ὅμως φεύγω πάντη μόνος.

 

 

 

Tagged ,