Με την ευκαιρία της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων
Μία σύντομη ανασκόπηση για το Μουσείο Ναυπλίου
Το πρώτο Μουσείο στο Ναύπλιο
«ότι εις τό ένταύθα Γυμνάσιον συνεστάθη κατά Διαταγήν τής Κυβερνήσεως μικρόν Μουσείον άρχαιοτήτων». Φεβρουάριος 1845
Το θέμα του Μουσείου επανέρχεται περίπου το 1895 με αφορμή την κατεδάφιση του ανατολικού τμήματος των τειχών της πόλης και την ανάγκη φύλαξης των επιγραφών από τα τείχη αλλά και τα σύμβολα των ενετών, εμπλέκοντας και το Υπουργείο των Στρατιωτικών.
Τίποτα, όμως, δε προχωρά και το Υπουργείο Στρατιωτικών μη έχοντας καμία εμπιστοσύνη στο Δήμο, συνέλεξε και φύλαξε στο χώρο του Οπλοστασίου τις επιγραφές αλλά και οποιοδήποτε αντικείμενο παρουσίαζε ιστορικό ενδιαφέρον.
Τον Σεπτεμβρίου του 1894 ο Νομάρχης Αργολιδοκορινθίας προτείνει να δημιουργηθεί Μουσείο για να τοποθετηθούν οι πλάκες από τα τείχη στην έπαυλη Καποδίστρια. Για άλλη μια φορά, όμως, το θέμα ναυαγεί μιας και η έπαυλη του Καποδίστρια βρίσκεται “εις αθλίαν κατάστασιν” και οι εμπλεκόμενοι φορείς κατηγορούν ο ένας τον άλλον.
Το θέμα του Μουσείου ανακινείται πάλι το 1900 (23/6/1900) όταν ο Υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως ζητά από τον επί της Δικαιοσύνης συνάδελφό του την παραχώρηση του Βουλευτικού, το οποίο την εποχή εκείνη λειτουργούσε ως φυλακή. Το κτίριο παραδίδεται στις αρχές Νοεμβρίου του 1900, πέντε μήνες μετά σε άθλια κατάσταση. Και ξεκινούν οι εργασίες μετατροπής του κτιρίου από φυλακή σε μουσείο. Οι εργασίες τελείωσαν μετά το καλοκαίρι του 1902, αν και η παραλαβή του κτιρίου από την αρμόδια επιτροπή του Δημοσίου έγινε το Φεβρουάριο του 1903. Το κόστος είχε αναλάβει η Αρχαιολογική Εταιρεία, η οποία διέθεσε το ποσό των 10.000 δραχμών.
Ενώ λειτουργούσε το Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου στο Βουλευτικό στο διπλανό κτίριο, του «Λεονάρδου», εξακολουθούσαν να λειτουργούν φυλακές υποδίκων. Παρά τις προσπάθειες για τη μετεγκατάσταση των φυλακών αυτή πραγματοποιήθηκε το 1930.
Η ίδρυση και η υποτυπωδώς λειτουργία του μουσείου αποτέλεσε ένα σημαντικό γεγονός για την πόλη του Ναυπλίου μιας και την περίοδο εκείνη έχουν αρχίσει να καταφθάνουν αξιόλογοι περιηγητές από την Ευρώπη αλλά και οι ανασκαφές στις Μυκήνες, το Ηραίο, την Τίρυνθα και την Επίδαυρο έχουν σημαντικά αποτελέσματα. Όλοι αντιλαμβάνονται πως το Μουσείο αποτελεί την ισχυρή βάση για να παραμένουν τα ευρήματα των ανασκαφών στην περιοχή μας.
Από μια έκθεση του επιμελητή του Μουσείου (10/7/1924) διαπιστώνουμε πως το τότε Μουσείο (Βουλευτικό) ήταν σε άσχημη κατάσταση. Τα κεραμίδια του τρούλου ήταν πιθανώς σπασμένα, ο τρούλος είχε χορταριάσει και απορροφούσε τα νερά της βροχής με αποτέλεσμα να πέφτουν σοβάδες και να σπάνε τα τζάμια των προθηκών και τα τζάμια των παραθύρων του τρούλου είχαν σπάσει. Αντιλαμβάνονται τότε πως το κτίριο ή έπρεπε να επισκευαστεί ή να μεταστεγαστεί το Μουσείο.
Το 1926, γίνονται ανασκαφές από τους Σουηδούς σε Ασίνη και Δενδρά με εντυπωσιακά ευρήματα αλλά είναι και η χρονιά όπου τα ευρήματα των ανασκαφών από την Ασίνη επιστρέφουν συντηρημένα από τη Σουηδία στην Ελλάδα, παρουσία του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Πάγκαλου. Κατά τη διάρκεια της τελετής ο πρεσβευτής της Σουηδίας ανακοινώνει επισήμως ότι η Σουηδική κυβέρνηση αναλαμβάνει πλήρως τα έξοδα επισκευής και μετατροπής του στρατώνα σε Μουσείο. (Σημερινό Αρχαιολογικό Μουσείο)
Στη φωτογραφία, Ο τότε Στρατώνας στην Πλατεία Συντάγματος (διακρίνεται το φυλάκιο, αλλά και πολλοί στρατιωτικοί), Μάρτιος 1902.
Τελικά, ο στρατώνας της Πλατείας Συντάγματος μετατράπηκε σε Αρχαιολογικό Μουσείο και μάλιστα δημιουργήθηκε σουηδική αίθουσα, όπου εκτέθηκαν τα ευρήματα των ανασκαφών των Σουηδών. Δε γνωρίζουμε πότε έγιναν τα εγκαίνια το πιθανότερο μετά το 1930. Στο τέλος του 1933 μόνο ο πρώτος όροφος λειτουργούσε για το κοινό. Το ισόγειο και ο δεύτερος όροφος δεν είχαν επισκευαστεί, προκειμένου να μεταφερθούν και τα υπόλοιπα αρχαία. Επιλέον, το πρόβλημα της στέγης βασάνιζε για πολλά χρόνια τους υπεύθυνους του Μουσείου.