Η «Φιλαρμονική Εταιρεία» Ναυπλίου (1894)

 Η «Φιλαρμονική Εταιρεία» Ναυπλίου (1894)

Στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου, έγιναν ἐδῶ σύντομες προσπάθειες για την δημιουργία «αυτοτελούς», όπως έλεγαν, Φιλαρμονικής. Οἱ προσπάθειες αὐτὲς ἔγιναν μεμονωμέννα ή συλλογικά, πρώτιστα καὶ ἐξακολουθητικά από φιλόμουσους ιδιώτες – πολίτες τοῦ Ναυπλίου καὶ μετὰ ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Δημοτική Αρχή. Σ’ αὐτὸ συνέβαλε το γεγονός, ότι σταδιακά ελαττώθηκε ή Στρατιωτική Φρουρά τῆς πόλεως, δηλαδή απομακρύνθηκαν ἀπὸ τὸ Ναύπλιον ἡ μία μετά την ἄλλη μονάδες τοῦ Στρατοῦ, ποὺ εἶχαν ἐδῶ τὴν έδρα τους, ἀπὸ τὴν ἐθνεγερσία τοῦ 1821!

Επομένως, το Ναύπλιον ἔχασε σταδιακά τα όσα είχε οἰκονομικά ὠφέλη, ἀλλὰ καὶ τὴν δανεική μουσική τῆς Στρατιωτικής Μπάντας. Ἀκολούθησαν οἱ βαλκανικοί πόλεμοι του 1912-1913, οπότε μετεκινήθησαν στα βόρεια σύνορα ή ΙV Μεραρχία και άλλες στρατιωτικές μονάδες. Επακολούθησε ὁ δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος (1940-1944), οπότε στο Ναύπλιο δὲν ἔμείνε, μετὰ τὴν λήξη του πολέμου αὐτου, παρά μόνον το Μηχανικό, το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Μηχανικού. Στὸν αἰῶνα μας μάλιστα συνέβη ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο τοῦ προηγουμένου, το Ναύπλιον δανείζει την Μουσική του Δήμου στο Στρατό για την ψυχαγωγία, τις παρελάσεις τῶν στρατιωτῶν, τις συχνές ἑορταστικές ὀρκωμοσίες τῶν νεοσυλλέκτων κ.λ.π., ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει πλέον ἐδῶ Στρατιωτική Μουσική.

Ας δούμε τα πράγματα λεπτομερέστερα. Το έτος 1893, μὲ ἀπόφαση τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου Στρατοῦ διελύθη ή Στρατιωτική Ορχήστρα Πνευστῶν τοῦ 8ου Συντάγματος Πεζικού, ποὺ εἶχε καὶ αὐτὸ ἔδρα το Ναύπλιον. Το επόμενον έτος 1894, λήγοντας δηλαδή ὁ περασμένος αἰώνας, φιλόμουσες κυρίες του Ναυπλίου συνέστησαν την λεγόμενη Φιλαρμονική Εταιρεία Ναυπλίου. Ἔτσι γράφεται στην κυκλική σφαγίδα της, που φέρει στο μέσον τὸ σχῆμα μιᾶς λύρας καὶ τὴν ιδρυτική ἡμερομηνία: 1η Μαΐου 1894. Πρόκειται για σωματείο αναγνωρισμένο, που ἀναδιοργανώθηκε το 1905 καὶ ήταν, ὅπως εἶπαμε, σε χέρια γυναικῶν τοῦ Ναυπλίου. Μέλη τοῦ Διοικητικού Συμβουλίου της Φιλαρμονικής Εταιρείας Ναυπλίου για πολλά μετέπειτα χρόνια ήταν αἱ σύζυγοι παληών Ναυπλιωτών, σπουδαίων παραγόντων τῆς πνευματικής, κοινωνικῆς καὶ οἰκονομικῆς ζωῆς τῆς ἐποχῆς τους, ὅπως ἡ Καλλιόπη Σπ. Γιαννοπούλου πρόεδρος, η Χρυσάνθη Απ. Πιλαφιζή γραμματεύς, η Όλγα Μιχ. Ἰατροῦ ἔφορος, η Κάκια Γ. Νέζου, η Δέσποινα Αδ. Κόνδη, η Ἀρετή Δ. Καλογεροπούλου, μέλη.

ΦΙΛΑΡΜΟΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΝΑΥΠΛΙΟΥ, έγγραφο 6/7/1894 λίγους μήνες μετά την ίδρυση της εταιρίας, στην οποία ανακυρήσει επίτιμο σύμβουλο τον Σπυρίδωνα ΣΠΑΘΗ, διακεκριμένο μουσικό και συνθέτη εκκλησιαστικής μουσικής. Σφραγίδα Φιλαρμονικής. – Α Karamitsos

 

Σκοπός τῆς Ἑταιρείας αὐτῆς ἦταν ἡ διάδοση τῆς Μουσικῆς καί ἡ δημιουργία Φιλαρμονικής Μπάντας, ἡ ὁποία ἔγινε καὶ ἐστεγάσθη ἀντὶ ἐνοικίου στο συνεχόμενο τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου διώροφο κτίριο. Το ίδιο κτίριο ήταν συγχρόνως καὶ διδακτήριο τοῦ «πλήρους δημοτικοῦ σχολείου» Ναυπλίου. Η Φιλαρμονική τῆς Ἑταιρείας εἶχε ἐφοδιασθῆ μὲ τὰ ἀπαραίτητα όργανα καὶ ἐργαλεῖα, με μουσικά βιβλία, με «δεκατέσσερα φανάρια μεγάλα, ἐννέα όμοια στρογγυλά καὶ 18 φαναράκια διά φωταψίαν ἐν τελεταῖς». Ὅλα αὐτά ήταν ἀπαραίτητα όργανα σὲ ἐποχή ποὺ ἔλείπε ὁ ἐξηλεκτρισμός καὶ ἡ σημερινή φωτοχυσία τῶν δρόμων καὶ τῶν πλατειών.

Είχε ἀκόμη ἡ Ἑταιρεία «δύο μικρά κυτία ἐκ τενεκέ στρογγυλά χρωματισμένα, χρησιμεύοντα διὰ νὰ ρίπτωνται τα χρήματα κατά τὰς ἑορτάς». Εκτός από τις έκτακτες αὐτὲς εἰσφορές μὲ τὰ περιφερόμενα κουτιά, μονιμώτεροι πόροι τῆς Ἑταιρείας ήταν ἡ ἐπιχορήγηση του Δήμου με 250 δραχμᾶς τὸν μῆνα, οἱ συνδρομές τῶν μελῶν τῆς Ἑταιρείας, τα έσοδα από χορούς, συναυλίες της Εταιρείας, ἀπὸ κηδείες, που συνώδευε ή Φιλαρμονική της.

Παλαιότερος μαέστρος της Φιλαρμονικῆς αὐτῆς Μπάντας τῶν κυριών Ναυπλίου ἦταν ὁ Ναυπλιώτης αρχιμουσικός Νικόλαος Παναγόπουλος (1849-1931), ἐπικεφαλῆς δεκαοκτώ ἄλλων μουσικών. Γι’ αὐτοὺς ὑπῆρχε εἰδική ἐνδυμασία και «δεκαοκτώ ταινίαι λινομετάξινοι με γραμμᾶς τῶν ἐθνικῶν μας χρωμάτων καὶ κροσσούς, τὰς ὁποίας έφερον οἱ μουσικοί κατὰ τὰς ἐπισήμους τελετάς». Αὐτά καί λεπτομερῶς τὰ ὑπάρχοντα ὅργανα και ή λοιπή περιουσία τῆς Ἔταιρείας μνημονεύονται περιγραφικώς στο πρωτόκολλο παραδόσεως και παραλαβής των, στις 29 Ἰουλίου 1911, όταν παρητήθησαν τα μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς, που προαναφέραμε.

Μέχρι τότε παρακολουθοῦμε τὴν δραστηριότητα τῆς Φιλαρμονικής, κάθε φορά που χρειαζόταν, σε γιορτές καὶ ἄλλες μουσικές ἐκδηλώσεις. Βλέπομε ἀκόμη ότι ο δήμαρχος Ναυπλίου Δημήτριος Τερζάκης με ἔγγραφό του τῆς 29 Νοεμβρίου 1900, «πρὸς τὸν κύριον Διευθυντήν τῆς Φιλαρμονικής Εταιρείας Ναυπλίου», παραγγέλει: «ἐπί τῇ αὔριον ἑορταζομένῃ ἐπετείῳ τοῦ Παλαμηδίου να περιέλθη ἡ ὑφ’ ὑμᾶς Φιλαρμονική Μουσική περί την 7ην τῆς πρωΐας ὥραν τάς κεντρικάς ὁδούς, ἀνακρούουσα το σύνηθες εωθινόν, μεθ’ ὁ θέλετε προσέλθη ἐν τῷ ἐπὶ τῆς πλατείας τοῦ Συντάγματος στρατώνι καὶ τεθῇ ὑπὸ τὰς ὁδηγίας τοῦ κ. Φρουράρχου, όπως συνοδεύσητε εἰς Παλαμήδιον τὸ φέρον τὴν εἰκόνα τοῦ ἀειμνήστου πορθητοῦ Σταϊκου στρατιωτικὸν ἀπόσπασμα… Ἐπίσης θὰ ἐκτελέσητε ὑπηρεσίαν ἐν τῇ Πλατεία Συντάγματος ἀπὸ τὴν 5-7 μ.μ. καὶ κατόπιν θὰ περιέλθητε την πόλιν, παιανιζούσης τῆς μουσικῆς κατάλληλα θούρια». 

Την ίδια μάλιστα χρονιά ἑωρτάσθη ἡ ἐθνικὴ ἑορτή τῆς 25ης Μαρτίου «μεγαλοπρεπέστερον», όπως προκύπτει ἀπό τὸ 384/136 Εγγραφο, τοῦ ἰδίου Δημάρχου Ναυπλίου, τῆς 21 Φεβρουαρίου 1900, πρὸς στὸ ἐπὶ τῶν Στρατιωτικόν Σεβαστόν Ὑπουργεῖον», μὲ τὸ ὁποῖο ζητείται ή Έγκριση, όπως παρουσιασθῇ ἀπὸ τῆς σκηνῆς τοῦ Δημοτικού θεάτρου Ναυπλίου, ὑπὸ ὑπαξιωματικῶν τῆς Φρουράς Ναυπλίου, το δράμα «Δύο Λοχίαι». Αἱ εἰσπράξεις μάλιστα τῆς παραστάσεως αὐτῆς «διατεθήσονται ὑπὲρ τῶν ἑορτῶν κατὰ τὰ ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἀνδριάντος τοῦ στρατάρχου Θ. Κολοκοτρώνη, τελεσθησόμενα, κοινῇ ἀποφάσει τῆς ὑπὸ τὴν προεδρίαν τῆς Αὐτοῦ Βασιλικής Ὑψηλότητος τοῦ Διαδόχου Ἐπιτροπῆς, την 23ην Ἀπριλίου ε(νεστώτος) έ(τους)…

Παλαιές φωτογραφίες του Ναυπλίου

Οἱ νεαροί όμως μουσικοί τῆς Ναυπλιώτικης Μπάντας ήταν αρκετά ζωηροί καὶ τὶς ἀπόκρηες τοῦ 1907 ἐδημιούργησαν ἐπεισόδιο, που συζητήθηκε πολύ στην Ναυπλιακή κοινωνία. Καθώς είχαν καὶ αὐτοί κλειδί τῆς εἰσόδου τοῦ κτιρίου τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὅπου συστεγάζονταν μὲ τὸ Δημοτικό Σχολεῖο, που προαναφέραμε, ἐμπῆκαν μέσα χωρίς ἐπιτήρηση καί, μετεμφιεσμένοι και ἀνώνυμοι, τὰ ἔκαναν γυαλιά – καρφιά.  Ο διευθυντής του Σχολείου Γεώργιος Κ. Προφαντόπουλος, που είχε καὶ παλαιότερες ἀφορμές παραπόνων γιὰ τοὺς θορύβους κ.λπ. αὐτῆς τῆς συνοίκησης, εὐρήκε ἀφορμή και παρέστησε μὲ τὰ μελανώτερα χρώματα τα γενόμενα, σε αναφορά του «πρὸς τὸν κ. Ἐπιθεωρητὴν τῶν σχολείων Νομού Αργολίδος»…

Τότε, ὁ δήμαρχος Ναυπλίου, στὸν ὁποῖο ἔφθασε το ζήτημα, έστειλε ἔγγραφο πρὸς τὴν «ερίτιμον δέσποιναν,  Καλλιόπην, σύζυγον Σπ. Γιαννοπούλου, προέδρον τῆς ἐνταῦθα Φιλαρμονικής Εταιρείας», καὶ ἐζήτησε να «μεριμνήσῃ περί τῆς ὅσον οίον τε τάχιον ἄρσεως τῶν ἐκτρόπων», τα ὁποῖα ἐκτὸς τοῦ ὅτι ἔχουν ἐπιπτώσεις στην ἠθική διαπαιδαγώγηση τῶν μαθητῶν, γίνονται παράλληλα αίτια να διακυβεύονται τα συμφέροντα τῆς ἐνοριας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ἀφοῦ μὲ αὐτὲς τις συνθήκες το Σχολείο δεν θα προβή σε ἀναμίσθωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ αὐτοῦ κτιρίου. Την λύση στο θέμα έδωσε ὁ ἴδιος ὁ Δήμαρχος μετά τετραετία, οπότε γιὰ νὰ ἐλαφρύνη την Φιλαρμονικὴ Ἑταιρεία ἀπὸ τα δυσβάστακτα οἰκονομικά της προβλήματα, τῆς παρεχώρησε δωρεάν στέγη στο ἰσόγειο τοῦ Δημαρχικού Μεγάρου, δηλαδὴ ἐκεῖ ὅπου σήμερα στεγάζεται η Πινακοθήκη (σήμερα η Γραμματεία του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών), στον λεγόμενο Μεγάλο Δρόμο τοῦ Ναυπλίου. Το κτίριο αὐτό, που φέρει στὸ ὑπέρθυρο τῆς εἰσόδου του τὴν ἐπιγραφή «Εθνικός Οίκος» και ἀνάγλυφο τὸν ἀναγεννώμενο φοίνικα, ήταν το τότε Ὑπουργικό Συμβούλιο, ή Γενική Γραμματεία της Επικρατείας, ἐπὶ πρώτου κυβερνήτου της Ἑλλάδος Ἰωάννου Καποδίστρια (1828-1831).

Οικονομικά όμως προβλήματα αντιμετώπισε ἡ Ἑταιρεία τὴν ἴδια χρονιά καὶ τα επόμενα χρόνια. Ο Δήμος δὲν κατέβαλε στην Εταιρεία τα χρήματα τῆς «ψηφισμένης» (ἐγκεκριμένης) ἄλλως τε δημοτικῆς εἰσφορᾶς, «ἄνευ τῆς ὁποίας ἡ ἐπι πλέον ἐξακολούθησις τῆς ἐνταῦθα Μουσικής (Bande) ἀποβαίνει ἀδύνατος» επεσήμαινε σε ἀπανωτές ἀναφορές «πρὸς τὸν κύριον Δήμαρχον Ναυπλιέων» ἡ ὡς ἀνωτέρω πρόεδρος τῆς Φιλαρμονικής Εταιρείας Ναυπλίου. Η ἴδια ἀνέφερεν, ὅτι καὶ οἱ συνδρομητές τῆς Ἑταιρείας δὲν ήσαν πρόθυμοι καὶ ὅτι ἔμετρίασαν τις ἐπιχορηγήσεις τους καὶ ὅτι ἂν δὲν ὑπῆρχαν οἱ εἰσπράξεις «ἐκ τῶν δοθέντων ὑπὸ τῆς Φιλαρμονικής χορῶν, ἤθελεν είσθαι αὕτη πρὸ πολλοῦ διαλελυμένη». Αὐτὰ τὰ δεδομένα καὶ ἕνα αὐστηρὸ ἐπικριτικό δημοσίευμα γιὰ τὸ ἔργο τῆς Φιλαρμονικής, ποὺ ἐκυκλοφόρησε ὡς κύριο ἄρθρο τῆς τοπικῆς ἐφημερίδας «Σύνταγμα» τῆς 17ης Απριλίου 1911 ἐκέντρισαν την φιλοτιμίαν τῶν κυριῶν τῆς Φιλαρμονικῆς ἔχασαν τὴν ὑπομονή τους καὶ τελικά ὑπέβαλαν πρὸς τὸν Δήμαρχον τὴν ἀμετάκλητη παραίτησή τους, τὴν ὁποία ἐκοινοποίησαν καὶ πρὸς τὸν Νομάρχην Αργολιδοκορινθίας, μὲ τρόπο εύπρεπή, ἀνάλογο πρὸς τὴν ἀνατροφή τους. Ήταν τότε Δήμαρχος Ναυπλιέων ὁ Κωνσταντίνος Βασ. Κόκκινος, κατά την πρώτη περίοδο της Δημαρχίας του (1907-1914).

Στις 29 Ιουλίου 1911 παρέδωσε ἡ τέως πρόεδρος τῆς Φιλαρμονικής Εταιρείας Ναυπλίου, Καλλιόπη Σπ. Γιαννοπούλου, πρὸς τὸν Δήμαρχο Κωνσταντίνο Κόκκινο, «ἐν τῷ καταστήματι τῆς Φιλαρμονικής», τὰ ὅσα αναφέραμε όργανα, ἀναλόγια καὶ λοιπή περιουσία τῆς Εταιρείας «μὲ τὴν ἐγκάρδιον εὐχὴν, ὅπως ταῦτα εὐδοκιμήσωσιν ἐν τῇ διοικήσει καὶ προόδῳ αὐτῆς, πρὸς συντήρησιν τῆς Μουσικῆς ἐν Ναυπλίῳ, ἥτις καὶ μόνη ἀποτελεῖ τὴν διακαἢ ἐπιθυμίαν τῶν παραιτουμένων μελῶν τῆς Ἐπιτροπῆς».

“Άμεση συνέπεια αὐτῆς τῆς παραιτήσεως ήταν νὰ ἀποδιοργανωθῆ τελείως ἡ Μπάντα του Ναυπλίου, ὥστε νὰ γίνεται τότε λόγος περί «τῆς μακαρίᾳ τῇ λήξει Φιλαρμονικής». Έμεναν όμως σκορπισμένοι οἱ μουσικοί, ἄλλοι παρητημένοι ἐνωρίτερα, διότι εἶχαν νὰ πληρωθοῦν ἐπὶ ἐννέα μήνες, ὅσες οἱ δόσεις τῆς καθυστερούμενης δημοτικῆς ἐπιχορήγησης, ποὺ ἀποτελοῦσε καὶ τὸ κύριο αἴτιο τῆς παραίτησης, ἄλλοι, ὅσοι ὑποχρεωτικῶς διέρρευσαν, γιατί μόνοι τους δεν έφταναν να σχηματίσουν τὸν ἀπαραίτητο ἐλάχιστο αριθμό μουσικών πρός συγκρότηση Μπάντας.

Γι’ αὐτὸ πρώτιστο ἔργο τῆς Ἐπιτροπῆς, ποὺ ἀνέλαβε, με πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου τὴν διεύθυνση τῆς διαλυθείσης Φιλαρμονικής, ήταν ἡ ἀναδιοργάνωσή της. Μὲ αὐτὸ τὸν στόχο, τὰ μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς Εὐαγ. Δάνος, Χρ. Τυπάλδος καὶ Σπ. Π. Πηλαφιτζής, έκαναν σύντονες προσπάθειες: περιήλθαν την πόλη και ἐζήτησαν την συνδρομή τῶν συμπολιτῶν, έκαναν εἰσπράξεις από συναυλίες καὶ χορούς και ἐπέμειναν να δώση ὁ Δήμος τις καθυστερούμενες δόσεις πρός την Φιλαρμονική, για να καταβληθοῦν οἱ καθυστερούμενες ἀποδοχές τῶν μουσικών, τοὺς ὁποίους ξαναμάζεψαν μὲ ἀρχιμουσικό τον Σπύρο Μπέλια, γιατί τελικά δὲν προσελήφθη ὁ Παν. Φακιολάς, μουσικοδιδάσκαλος ἀπὸ τὸν Πειραιά, ποὺ εἶχε πληροφορηθῇ ὅτι ὁ Δήμος στερείται άρχιμουσικοῦ καὶ εἶχε ζητήσει με γραπτή αίτηση την προσληψή του. Επειδή όμως ὁ Δήμος δὲν κατέβαλε παρά το μισό τῆς ὀφειλομένης συνδρομής, «πέντε μουσικοί ἀπεχώρησαν τῆς Μπαντας, εἴτε διότι δὲν ἐθεώρουν ἱκανοποιητικόν τον μισθόν των, εἴτε δι’ ἄλλους λόγους καὶ συνετέλεσαν καὶ οὗτοι εἰς τὴν ταχυτέραν διάλυσιν αὐτῆς». Κατόπιν αὐτοῦ, ἡ Ἐπιτροπή μετά την πεντάμηνο προσπάθειά της, ποὺ ἀτυχῶς ἀπέτυχε, συνέταξε τρισέλιδη λογοδοσία τῶν πεπραγμένων της και 18 Φεβρουαρίου 1912 ὑπέβαλε στο Δημοτικό Συμβούλιο, μαζί με την παραίτησή της, στην κλείδα τοῦ μαγαζείου», ὅπου στεγάζονταν ή Φιλαρμονική και παρέδωσε ταυτόχρονα το ελάχιστο χρηματικό υπόλοιπο τοῦ Ταμείου της.

Εκείνη τὴν ἐποχή πρωτοελειτούργησε στο Ναύπλιο ή Σχολή Ἀπόρων Παίδων, ἀπὸ τοῦ Νοεμβρίου 1911 καὶ συμμετείχε καὶ αὐτή στην μουσική κίνηση τοῦ Ναυπλίου. Ὁ ἱδρυτής Μιμης Πατσόπουλος, έμπορος τοματοπολτοῦ, με το εργοστάσιο του κοντά στο Πάρκο, μεταξύ ὁδοῦ Σιδηρᾶς Μεραρχίας καὶ Δεσποτικού, όπου παλαιότερα ο κινηματογράφος (Χουντάλα), εἶχε κάνει γιὰ τα άπορα παιδιά, κυρίως προσφυγόπουλα, Ιδιωτικό Δημοτικό Σχολεῖο καὶ εἶχε φέρει καὶ ὄργανα καὶ ἐδημιούργησε μπάντα φιλαρμονική ἀπὸ μαθητές τοῦ αὐτοῦ σχολείου.

Παράλληλα, ο Δήμος έκανε εὐθὺς ἀμέσως ἐνέργειες για την συγκρότηση Φιλαρμονικῆς ἀπὸ νέα μέλη, τι ὅμως ἀκριβῶς συνέβη μαθαίνομε ἀπὸ τὴν ἀναφορά τοῦ μουσικοδιδασκάλου Γεωργίου Μάγγελ. Ὁ ἴδιος ἀναφερόμενος στον Νομάρχη Αργολιδοκορινθίας, γράφει: « ἀνέλαβον τὸν καταρτισμόν τῆς ἐνταῦθα φιλαρμονικής, κατόπιν διαβεβαιώσεως ὅτι θὰ ἀντεμειβόμην εἰς τοὺς κόπους μου, καθ’ ὅτι ὑπῆρχεν εἰς τὸν προϋπολογισμόν τοῦ Δήμου Ναυπλιέων ἀναγεγραμμένον κονδύλιον. Κατέβαλον πολλούς κόπους και κατώρθωσα να καταρτίσω πολλούς νέους εἰς την μουσικήν καὶ νὰ παρουσιάσω Φιλαρμονικήν, ἡ ὁποία πολλάκις παιανίσασα εἰς τὴν παραλίαν τῆς πόλεως κατά τὰς ἑορτάς κατά το θέρος, παρέσχε τέρψιν εἰς τοὺς κατοίκους τοῦ Ναυπλίου. Εὐκόλως, επομένως, δύναται να υπολογίση τις τους κόπους, οὓς κατέβαλον ὅπως φέρων εἰς πέρας τὸ ἐπίπονον τοῦτο ἔργον, ἔχων ὑπὸ διδασκαλίαν νέους ἀπείρους τελείως τῆς μουσικῆς Μετά λύπης παρατηρῶ, ὅτι οἱ κόποι μου οὗτοι δὲν ἱκανοποιήθησαν εἰσέτι. Σας παρακαλώ, όθεν, κύριε Νομάρχα, καθ’ ὅτι τυγχάνω ἐν ταυτῷ πατήρ πολυμελούς οἰκογενείας, ὅπως διενεργήσητε τὴν δικαίαν πληρωμήν μου».

Ο Νομάρχης Δ. Καλογερόπουλος παρέπεμψε τὸ αἴτημα στὸν Δήμο, γιὰ νὰ προκαλέση “τὸ ἀνῆκον ψήφισμα τοῦ Δημοτικού Συμβουλίου» καὶ δὲν γνωρίζω την συνέχεια. Γεγονός, παντως, εἶναι ὅτι ὁ Δήμος ἤθελε νὰ ἔχη μουσική, χωρίς να πληρώνη καί ἀκόμη ή Μουσική, ὅταν ὑπῆρχε στο Ναύπλιον, συνετηρεῖτο μὲ τσόντες, αὐτές που προαναφέραμε, δηλαδή με πόρους ὄχι τακτικούς, ἀλλά ἀβέβαιους – έκτακτους και περιστατικούς.

Ήσαν δὲ τότε οἱ μαθητές τοῦ Γ. Μάγγελ. μέλη τῆς Δημοτικής Μπάντας, ὑπὸ τὴν διεύθυνσή του, οἱ ἐξῆς Ν. Βασιλείου, Παν. Παπαδάτος. Γεώργιος Γκίνης. Μιχ. Κ. Παρασκευόπουλος, Κων. Λούρης. Κ. Νικολόπουλος, Σ. Αντωνόπουλος, Εὐάγγελος Κανάρης, Θεόδωρος Κιτζήρης, Εὐάγγελος Χονδρογιάννης. Β. Αποστολόπουλος, Γ.Δ. Τουντόπουλος. Διονύσιος Πρίντεζης, Άρ. Κοντούκας, Κων. Τούκας καὶ Σπ. Α. Νεοφώτιστος. Ο Σπύρος Νεοφώτιστος, νεαρός τότε, ἔγινε ὁ ἴδιος γρήγορα μαέστρος τῆς Μπάντας καὶ μετά καθηγητής Ὠδικῆς στο Άργος καὶ τὴν Κόρινθο, ὅπως θὰ ἰδοῦμε στην συνέχεια. Αὐτοί τότε συνιστούσαν τὴν μοναδική στο Ναύπλιο Φιλαρμονική Μπάντα, ἡ ὁποία μετά παράκληση τοῦ Φρουράρχου Ναυπλίου πρὸς τὸν Δήμαρχον, «ἐπαιάνισε ὁμοῦ μετὰ τῶν σαλπιγκτῶν τῶν ἐνταῦθα σωμάτων το χαρμόσυνον τῆς ἡμέρας, διερχομένη τας κεντρικάς ὁδοὺς τῆς πόλεως τὴν πρωΐαν τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου (30) Νοεμβρίου 1912) καθώς καὶ τὴν ἑσπέραν τὴν ἀποχώρησιν».

Από το βιβλίο “ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ & ΖΩΗ ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ (18ος – 20ος αιώνας)”

Δέν φαίνεται τότε Στρατιωτική Μουσική στο Ναύπλιο, ἀφοῦ εἶχαμε τους Βαλκανικούς Πολέμους καὶ οἱ στρατιωτικές δυνάμεις παρέμεναν στα βόρειά μας σύνορα τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης. Πολλά όμως ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Φιλαρμονικῆς, ὅταν ενηλικιώθηκαν, κατετάγησαν μετέπειτα στο Στράτευμα καί τούς συναντοῦμε νὰ εἶναι μέλη τῆς Στρατιωτικῆς Μπάντας καὶ μάλιστα να δανείζονται, κατά περίπτωση, στην «Πολιτική», την Δημοτική δηλαδή Μπάντα του Ναυπλίου. Ὑπῆρχε πράγματι, κατά τα επόμενα χρόνια, μια ἀντίδοση μεταξύ Δήμου καὶ Στρατού. O ἕνας ἀνεπλήρωνε τὰ ἐλλείμματα τοῦ ἄλλου, ἀφοῦ γιὰ νὰ σταθή μπάντα καὶ παιανίζοντας νὰ μὴ ἔκανε ὅλα τὰ ποντίκια τῆς παληᾶς πόλης νὰ τραπούν σε φυγή, χρειάζεται πάντοτε ένας minimum άριθμός δεκαπέντε προσώπων, ἱκανῶν νὰ χρησιμοποιοῦν τὰ ἀπαραίτητα όργανα καὶ νὰ ἀποδίδωνται οἱ ἀπαραίτητοι ήχοι, ποὺ ὁ συνδυασμός τους ἀπαρτίζει την μουσική ἁρμονία.

Έτσι, λοιπόν, μὲ διαλείψεις, δηλαδή περιόδους ἀποδιοργανώσεως καὶ περιόδους συγκροτήσεως συνεχίστηκε η ζωή τῆς Μουσικῆς Μπάντας στο Ναύπλιο καὶ παράλληλα τῆς Μαντολινάτας τοῦ Πατσόπουλου καὶ τοῦ Νεοφώτιστου, ἐνῶ οἱ Ούρσουλίνες στην Πρόνοια μοναχές ἐδίδασκαν μαθήματα μουσικής θεωρίας και πιάνου.

 

ΠΗΓΗ Κειμένου

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ & ΖΩΗ ΣΤΟ ΝΑΥΠΛΙΟ (18ος – 20ος αιώνας)

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΘ. ΧΩΡΑ

ΔΗΜΟΣ ΝΑΥΠΛΙΕΩΝ 1994

ΠΗΓΗ εγγράφου

Α Karamitsos

Join the Conversation

Will not be published.