Ρεβεγιόν με τον Όθωνα στο Ναύπλιο του 1832
Χοροεσπερίς στο παλαιό Τζαμί – Κοσμικές δεξιώσεις στο αρχοντικό του Αρμανσμπεργκ
Η πρώτη λάμψις μετά το χάος.
O μεγάλος χορός τοῦ παλατιού την παραμονή των Χριστουγέννων τοῦ 1832, δόθηκε στο Βουλευτικό.
Ο χορὸς αὐτὸς εἶναι ἀπ’ ὅσο ξέρουμε ὁ πρῶτος ἐπίσημος που δόθηκε στη μετεπαναστατική Ελλάδα. Η προαναγγελία του έφερε ένα ρίγος στὴν ὀθωνική πρωτεύουσα. Στά, μισοφώτιστα, ἀρχοντικά, οἱ ἀβρὲς κυρίες τῆς ἐποχῆς ἐσκηβαν μὲ ἀνησυχία ή μία στην άλλη. «Ώστε θα γίνη;». «Το υποσχέθηκε στην κόμισσα ὁ Οθων», «Λένε ὅτι ἀντιδρά ὁ Αρμανσμπεργκ». «Δὲν θὰ ἐπιτύχη τίποτες. Ο χορός τοῦ παλατιοῦ ἦταν τὸ θέμα τῆς συζητήσεως παντού. Ήταν η πρώτη εμφάνιση μπροστά στο βασιλιά, ή πρώτη ἀναλαμπή της Ελληνικής κοινωνίας – ὕστερα ἀπό ἕνα χάος τεσσάρων αἰώνων.
Το τζαμί που διαλέχτηκε γιὰ νὰ στεγάση την Ιστορική χοροεσπερίδα ἦταν εὐρύχωρο καὶ καλοδιατηρημένο. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Καποδίστρια είχε χρησιμοποιηθή για να στεγάση, κατά το ένα ήμισυ τη Βουλή καὶ κατὰ τὸ ἄλλο ἥμισυ το Δημοτικό Σχολείο. Το πρόβλημα ποὺ ἀντιμετώπισαν οἱ ὀργανωτὲς τοῦ χοροῦ ἦταν οἱ τοίχοι του. «Είναι γυμνοί καὶ βρώμικοι» δήλωσε ὁ Όθων όταν μπήκε μέσα, «Νά… τοὺς ἀλλάξετε». ᾿Αλλά πώς ήταν δυνατὸ νὰ γίνη αὐτό; Λίγο έλειψε να ματαιωθή ὁ χορός. Τέλος ένας Βαυαρός άξιωματούχος βρήκε τη λύση. Επρότεινε να σκεπασθούν οἱ τοίχοι με λευκά σεντόνια ὅπου ἦταν γραμμένη ή φράση:
«Ζήτω ἡ οἰκία τῶν Βιττελσβάχων». Ένα άλλο πρόβλημα ποὺ ἀνέκυψε ἦταν ὁ φωτισμός. Ἐπειδὴ τὸ κηροπήγια ήταν πολύ λίγα χρησιμοποιήθηκαν ζωντανοί φανοστάτες, ὑπηρέτες δηλαδὴ που κρατούσαν όλη τη βραδυά υψωμένους φανούς.
Τέλος οι ετοιμασίες συμπληρώθηκαν. Φρεσκοπλυμένο καὶ σουλουπωμένο ὅσον ἦταν δυνατόν, τὸ τζαμί ἐπερίμεννε τὴν ἄφιξη τῶν εὐγενῶν προσκεκλημένων ποὺ ἄρχισαν νὰ καταφθάνουν κατὰ τὶς ὀκτὼ καὶ μισή. Τὸν ἐρχομό τους προανήγγελλαν οἰμωγές* πόνου. Τι συνέβαινε; Δεδομένου ότι τὰ ἁμάξια δὲν εἶχαν ἔλθει ἀκόμη στην Ελλάδα (ή κόμισσα Άρμανσμπεργκ έφερε αργότερα το πρώτο αμάξι στην Αθήνα) χρησιμοποιήθηκαν ὡς μεταφορικό μέσο εύρωστοι Μαλτέζοι άχθοφόροι. Το μέσο ήταν ἀρκετὰ πρακτικὸ καὶ σχετικῶς φθηνό ἀλλὰ οἱ Μαλτέζοι, μόλις έπλησίαζεν ἡ ὥρα τῆς ἀμοιβῆς ἄρχιζαν να βογγοῦν ἀπελπισμένα για να συγκινήσουν τὰ εὐγενή τους φορτία.
Μέσα στην Ιδιότυπη αὐτὴ ἀτμόσφαιρα, ποὺ τὴν ἐπλαισίωνε ὅλος ὁ πληθυσμός του Ναυπλίου που είχε μαζευθή γύρω ἀπὸ τὸ τζαμί, ἄρχισε το πρώτο Ελληνικό ρεβεγιόν. Το πρώτο κομμάτι που έπαιξε ἡ ὀρχήστρα ήταν το «Χαίρε Βαυαρία, πατρίς μου γλυκεία», ποὺ διοχέτευσε αμέσως κάποια ψυχρότητα στὴν ἀτμόσφαιρα.
Η Ιστορία δὲν μᾶς διέσωσε πολλές λεπτομέρειες ἀπὸ τὸ χορὸ ἐκεῖνο. ‘Ενας Βουαρὸς ἀξιωματικός ὁ Έϋνκε, ἐσχεδίασε ένα στιγμιότυπο στο μπλόκ του, πράγμα ποὺ τοῦ ἐστοίχισε τὴν ἐπιστροφή του στη Βαυαρία. “Ήρωες τοῦ ἐπεισοδίου ήταν ένας Κερκυραίος εὐπατρίδης, καὶ ὁ ἡρωϊκός όπλαρχηγος Θεόδωρος Γρίβας, άλλά στην πραγματικότητα επρόκειτο για την σύγκρουση δύο κόσμων. Ο ένας ήταν ὁ κόσμος τῆς Εὐρωπαϊκής κοινωνίας, κομψός καὶ σπινθηροβόλος, που βιαζόταν να κατακτήση καὶ τὴν Ἑλλάδα. Ο άλλος, ὁ βασανισμένος κόσμος των ραγιάδων που είχαν περάσει όλη τους τη ζωή στα κατσάβραχα κι είχαν έλθει τώρα στην έσπερίδα κυττάζοντας ἐπιφυλακτικά κι ἀγριεμένα το κάθετι.
Η ορχήστρα έπαιξε ένα κομμάτι, Ο Κερκυραίος σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση του καὶ πλησίασε, φρεσκοσιδερωμένος καὶ καμαρωτός, τη γυναίκα του Γρίβα.
«Δεσποσύνη, χορεύετε;»
Η γυναίκα του Γρίβα τὸν κύτταξε κατάπληκτη. Της ἦταν ἀδύνατο να καταλάβη πῶς μποροῦσε νὰ χορέψη με ἕναν ἄνδρα ποὺ δὲν ἦταν ὁ ἄνδρας της.
Ο Κερκυραίος συνέχιζε νὰ τὴν κυττά χαμογελώντας.
«Κυρία μου» -ἄρχισε νὰ λέγη. Τὴν ἄλλη στιγμή βρέθηκε αρπαγμένος ἀπὸ τὰ σιδερένια μπράτσα του Γρίβα ποὺ ἀπειλοῦσε, ἐκτὸς ἑαυτοῦ, νὰ τὸν πετάξη ἔξω ἀπὸ τὸ τζαμί. Η ζωή τοῦ Κερκυραίου ευπατρίδη θὰ ἢταν ἀσφαλῶς πολύ συντομώτερη ἂν ὁ Μαυροκορδάτος δὲν ἔτρεχε νὰ τὸν γλυτώση ἀπὸ τὸν μαινόμενο Γρίβα, «Μα διατί; τι συνέβη;» ψιθύριζε ἀσθενικά ὁ Κερκυραίος στριφογυρίζοντας το κεφαλάκι του μέσα ἀπὸ τὴ χαλύβδινη λαβὴ ποὺ τὸν έσφιγγε. Δὲν μπορούσε να καταλάβη τι συνέβαινε. Δὲν τὸ κατάλαβε οὔτε τὴν ἐπομένη ἡμέρα. Κι έφυγε κακήν κακῶς ἀπὸ τὸ Ναύπλιο διερωτώμενος: «Διατί ὁ ἀγαπητός Θεοδωράκης παρ᾽ ὀλίγον νὰ μὲ ἐκπαραθυρώση;»
Την ίδια χρονιά, λίγες ἡμέρες μετὰ δόθηκε ἡ δεύτερη μεγάλη χοροεσπερίδα της Ναυπλιακής κοινωνίας στο τριώροφο άρχοντικό τοῦ ἀντιβασιλέα Άρμανσμπεργκ, που σώζεται ως σήμερα ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ Δικαστικό Μέγαρο.
Ο χορός, chez madame la comtess Armansperg, παραμονές πρωτοχρονιάς του 1833, ἔδωσε για μια ἀκόμη φορὰ τὴν εὐκαιρία στην κόμισσα νὰ ἐπιδείξη τὴν δεξιότητά της. “Όλα ήταν τακτοποιημένα θαυμάσια, Εύρωπαίοι τιτλούχοι, Πέρσες πρίγκιπες, ᾿Αρμένιοι μεγαλέμποροι, περιηγητές, όπλαρχηγοί, πρεσβευτές, ἀβρες, λεπτές, κατάλευκες καλλονές του Ναυπλίου ποὺ ἔβλεπαν ὡς χθὲς τὸν κόσμο μέσα ἀπὸ τὰ καφασωτά παράθυρα, κυκλοφορούσαν στις ἄπλετα φωτισμένες αίθουσες τοῦ ἀρχοντικού. Ήταν ένα ελκυστικό μωσαϊκό. Τρείς καλλονές ξεχώρισαν ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ή Αικατερίνη Τρικούπη, ή Ζωή Μαυροκορδάτου καὶ ἡ σύζυγος του Κωνσταντίνου Σχινά, κατόπιν πρυτάνεως του Πανεπιστημίου. Η τελευταία, μας πληροφορούν οι χρονικογράφοι, εγνώριζε καὶ ξυλογλυπτικήν!
Την μοναδική παραφωνία της βραδυᾶς ἀπετέλεσε ὁ εὐγενέστατος Οσμὰν Εφέντη, πρεσβευτής της Οθωμανικής αὐτοκρατορίας, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ, κατεβρόχθισε Ιλιγγιώδεις ποσότητες μεζέδων βρέθηκε κάποια στιγμή ξυπόλητος καθισμένος σταυροπόδι σε ἕνα ντιβάνι, να χαϊδεύη τα δάκτυλα των ποδιών του.
«Ολίγον όθωμανικόν χρώμα δέν βλάπτει τὴν ἐσπερίδας», έκανε μελαγχολικά ή κόμισσα, στο Γάλλο πρεσβευτή που έτυχε να βρίσκεται δίπλα της,
Καὶ τὸ ἐπεισόδιον έληξε, χωρίς να τὸ ἀντιληφθὴ ὁ Οσμάν Εφέντης ὁποῖος ἀφοῦ ἐτίναξε τὴν σκόνη από τὰ παπούτσια του εμπρός στοὺς κατάπληκτους προσκεκλημένους, τὰ ἐφόρεσε καὶ ἐπῆγε στο κυλικείο για να πιη μια πορτοκαλάδα.
Καὶ ἡ βραδυὰ ἐκείνη ἐπέρασε, όπως πέρασαν κι οἱ ἄλλες εσπερίδες ποὺ ἀκολούθησαν στα διάφορα άρχοντικά του Ναυπλίου. Τὸν ἑπόμενο χρό να η «βασιλική καθέδρα καὶ πρωτεύευσα μετατοπίσθηκε στην Αθήνα. Πρώτος ο “Όθων, μετὰ οἱ ξένοι πρεσβευτές κι ύστερα ένα – ένα τα μεγά λα ὀνόματα τῆς ἐποχῆς ἐγκατέλειψαν το Ναύπλιο γιὰ νὰ ἐγκατασταθούν στην πόλη τῆς Παλλάδος, ποὺ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ήταν ένα Τουρκοχώρι με 300-400 χαμόσπιτα.
Καὶ τὸ Ναύπλιο; Το Ναύπλιο αφέθηκε νὰ θυμάται τὰ περασμένα. Τα χρόνια που πέρασαν δὲν ἀφαίρεσαν τίποτε ἀπὸ τὴ μαγεία του. Έμεινα σιωπηλό, λιτό, ἀρχοντικό, υπερήφανο, ὅπως ἦταν τὸν καιρὸ τοῦ Καποδίστρια, όπως θὰ εἶναι πάντα…
ΦΡ. ΓΕΡΜΑΝΟΣ
Εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ” 25/12/1958
*σπαραχτικές κραυγές