Το ταξίδι του Φρειδερίκου Θειρσίου στην Ελλάδα (1831-1832)

Περίληψη από το κείμενο της κας Ιωάννας Σπηλιοπούλου : «Το ταξίδι του Φρειδερίκου Θειρσίου στην Ελλάδα (1831-1832) μέσα από τις επιστολές του προς τη σύζυγό του, ως πηγή αρχαιολογικής μαρτυρίας για την Πελοπόννησο».

Κατά τη
διάρκεια μίας πολύμηνης παραμονής του στην Ελλάδα (1831-1832), ο ξακουστός
Γερμανός Κλασικός Φιλόλογος και φιλέλληνας Φρειδερίκος ή Ειρηναίος Θείρσιος
(1785-1860), όπως συνήθως αναφέρεται στα ελληνικά κείμενα[1],
επισκέφτηκε την Πελοπόννησο, την κυρίως Ελλάδα, τις Κυκλάδες και τη δυτική ακτή
της Μ. Ασίας. Οι επιστολές προς τη σύζυγό του Αμαλία αποτελούν μία πρωτογενή
ιστορική πηγή για την κρίσιμη περίοδο των πολιτικών διενέξεων που μεσολάβησαν
από τη δολοφονία του Καποδίστρια έως την άφιξη του Όθωνα.

Οι
ταξιδιωτικές αυτές επιστολές δημοσιεύονταν σε τακτά διαστήματα κατά τη διάρκεια
της παραμονής του Θειρσίου στην Ελλάδα στο Morgenblatt für gelehrte Stände, το
σημαντικότερο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής, που αποτελούσε όργανο του
εκδότη Johann Friedrich Cotta (1764-1832), αφού πρώτα περνούσαν από λογοκρισία
για καθαρά πολιτικούς λόγους.

 Οι περισσότεροι περιηγητές που μετέφεραν στην
Ευρώπη τις πρώτες λεπτομερείς αναφορές για την Ελλάδα και τα μνημεία της ήταν
Αγγλοι και Γάλλοι. Μόνο όταν ξεκίνησε η Οθωνική περίοδος, έφτασε το πρώτο κύμα
επισκεπτών από τη Γερμανία. Ανάμεσά τους υπήρχαν, εκτός από ζωγράφους και
αρχιτέκτονες, και πολλοί αρχαιογνώστες. Ως πρώτος θα πρέπει να αναφερθεί ο
Φρειδερίκος ή Ειρηναίος Θείρσιος (1784-1860), που ήλθε τον Σεπτέμβριο του 1831
στην Ελλάδα ως απεσταλμένος του βασιλιά της Βαυαρίας, Λουδοβίκου Α’, επειδή
έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από ελληνικής πλευράς, λόγω της ενεργής συμμετοχής του
στον απελευθερωτικό αγώνα[41. Κατά τη διάρκεια της πολύμηνης παραμονής του στη
χώρα (14 Σεπτεμβρίου 1831 – 4 Σεπεμβρίου 1832), έκανε πολυάριθμα ταξίδια στην
επαρχία, που διακόπτονταν συνεχώς εξαιτίας των διπλωματικών του καθηκόντων. Από
τις δημοσιευμένες επιστολές προς τη σύζυγό του Αμαλία, πληροφορούμαστε ότι στα
ταξίδια αυτά είχε πραγματοποιήσει και πολλές μικρές ανασκαφές σε διάφορα μέρη
(Αργος, Μυκήνες, Τίρυνθα, Ηραίον του Άργους, Νεμέα, Αίγινα, Δελφούς κ.ά.), κάτι
όχι ασυνήθιστο ήδη από τον 18ο αιώναί51. Οι επιστολές αυτές δημοσιεύτηκαν στο
σημαντικότερο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής, το ” Morgenblatt für gelehrte Stände ”
(«Πρωινό Φύλλο για μορφωμένα κοινωνικά στρώματα» αφού πρώτα υπέστησαν
λογοκρισία για καθαρά πολιτικούς λόγους (Μέττερνιχ).

Από
τις ταξιδιωτικές επιστολές του Θείρσιου από την Ελλάδα προκύπτει μία καταλυτική
μαρτυρία για την προσωπικότητα του και το ταξίδι-αποστολή του στην Ελλάδα, το
οποίο αρχίζει μόλις λίγες μέρες πριν τη δολοφονία του Καποδίστρια.

Ναυπλία, 21 Σεπτ.

Η πεδιάδα του Άργους από την Αρχαία Τίρυνθα (Dodwell Edward)

Στις
14 Σεπτεμβρίου του 1831, μετά από ένα ταξίδι 16 ημερών, έφτασε ο Θείρσιος με
πλοίο από την Τεργέστη στο ύψος της Κέρκυρας. Την 21η Σεπτεμβρίου βρίσκεται στο
ύψος της Ύδρας και των Σπετσών και συνεχίζει για τη Ναυπλία, από όπου γράφει
στη γυναίκα του Αμαλία:

«Ποτέ
δεν ήταν η υγεία μου σε καλύτερη κατάσταση, ο καιρός είναι θαυμάσιος, όπως στη
χώρα μας το κατακαλόκαιρο, και το κομμάτι της Ελλάδας που βλέπω εδώ γύρω από
τον Αργολικό κόλπο, απέναντι το Αργος με την Ακρόπολη της Λάρισας, στα πλάγια
τα ερείπια της Τίρυνθας μέσα στην ωραία πεδιάδα, μαγευτικό […]. Αλλά και με
τη χολέρα και την πανούκλα δεν υπάρχει εδώ τίποτα το ανησυχητικό. Σε τέσσερεις
μέρες θα γράψω σε σένα και σε άλλους αναλυτικά για τη Σύρα, ελπίζοντας ότι αυτό
εδώ το γράμμα με τα καλά νέα θα φτάσει νωρίτερα».

Άργος, 26 Σεπτ.

Η πεδιάδα του Άργους (Dodwell Edward)

Πέντε
μέρες αργότερα ο Θείρσιος γράφει στη σύζυγό του, ενθουσιασμένος για τις
αρχαιολογικές εξορμήσεις που έκανε από το Αργος στις πανάρχαιες κυκλώπειες πόλεις
της Αργειακής γης, Τίρυνθα και Μυκήνες.

«Φτάσαμε
με τον κ.
Metzger την
ίδια μέρα στο Αργος μέσω Τίρυνθας, συνδευόμενοι από τον κ. Ρίζο] και τον κ.
Σχινά, έναν από τους Έλληνες της νεώτερης γενιάς, που σπούδασαν στη Γερμανία.
Σκοπός μας είναι να γνωρίσουμε αυτή τη γωνιά της ιπποτρόφου Αργειακής γης και
τις πανάρχαιες κυκλώπειες πόλεις του, από τις οποίες η Τίρυνς και οι Μυκήνες
κείτονται ακόμη μέσα στα ίδια ερείπια, που ήδη περιέγραψε ο Παυσανίας. Ο δρόμος
από το Ναύπλιο οδηγεί μέσω της πεδιάδας, που απλώνεται μεταξύ της άκρης του
αργολικού κόλπου και των βουνών σε μία έρημη περιοχή χωρίς καθόλου βλάστηση και
φτάνει στα ερείπια της Τίρυνθας, που εκτείνονται στη μέση της πεδιάδας πάνω σε
μία επιμήκη βραχώδη ράχη. Τα κυκλώπεια τείχη, η σκεπαστή πύλη κατασκευασμένη
από πελώρια κομμάτια βράχου και ο πύργος που υψώνεται πάνω σε μία κολοσσιαία
βάση έχουν εξίσου τον μεγαλειώδη χαρακτήρα μιας ηρωικής εποχής».

«Η
πόλη, που καταλαμβάνει τις υπώρειες του υψώματος, εκτείνεται σε σχήμα πλοίου,
και τα τείχη που περικλείουν μέχρι σήμερα το ύψωμα απ’ όλες τις πλευρές, εν
μέρει πλήρως, εν μέρει σε ερειπιώδη κατάσταση, δείχνουν καθαρά ότι υπήρχε η
πρόθεση να αποτυπώσουν στο κτίσμα κάτι, διόλου απίθανο το πλοίο με το οποίο
κατέληξε ο Δαναός από την Αίγυπτο σε αυτό το απώτατο άκρο του αργολικού κόλπου.»

Άποψη του Άργους (William Gell, 1810)

Στο
ίδιο γράμμα της 26ης Σεπτεμβρίου εκφράζει ο Θείρσιος την απογοήτευσή του από τη
σύγχρονη πόλη του Άργους, που δεν είναι πλέον αντάξια του ονόματος της, σε
αντίθεση με την Ακρόπολη της Λάρισας που δεσπόζει στο βάθος, τα ερειπωμένα
τείχη της οποίας αποτελούν άφθαρτα κατάλοιπα της ελληνικής προϊστορίας.

 «Από την Τίρυνθα, που απέχει από το Ναύπλιο
μόνο τρία τέταρτα, φτάσαμε εγκαίρως το βράδυ στο Αργος και αντί να βρούμε μία
πόλη αντάξια του ονόματος της, αντικρύσαμε μία σειρά από ευτελείς καλύβες
φτιαγμένες από τούβλα, με αμέτρητα ερείπια να παρεμβάλλονται ανάμεσά τους: τις
απαρχές μιας πόλης που αρχίζει να ξανακτίζεται μετά από μία ολοσχερή
καταστροφή, ήδη σε μία ανάκατη μορφή με ωραία μεμονωμένα νεόδμητα σπίτια. και
πίσω της πάνω σε απόκρημνο ύψωμα το αρχαίο κάστρο της Λάρισας που τα ερειπωμένα
τείχη του φέρουν τα ίχνη της ενετικής κατάκτησης, το δε κυκλώπειο κάτω μέρος
του τα άφθαρτα κατάλοιπα της ελληνικής προϊστορίας».

«Σήμερα
ανεβήκαμε στην Ακρόπολη της Λάρισσας […]. Είναι εξαιρετικά γραφική και στη
νεώτερη εποχή απέβη το οχυρό της ελληνικής ελευθερίας μέσα από το γεγονός ότι ο
Υψηλάντης κατέφυγε εδώ με τον στρατό του, όταν κατέφτασε ο Δράμαλης στο Άργος,
μέχρι να έλθει βοήθεια από την υπόλοιπη Πελοπόννησο. Το υπόλοιπο μέρος της
ημέρας το περάσαμε διερευνώντας τις λιγοστές αρχαιότητες που υπάρχουν και τις
εκκλησίες. Στους νεότερους χρόνους ανέσκαψαν τις κλίμακες του αρχαίου θεάτρου
και η Εθνοσυνέλευση του Άργους έλαβε χώρα κάτω στην ελεύθερη επιφάνεια (εννοεί
την ορχήστρα), ενώ ο λαός γέμιζε γύρω τα πλατώματα.»

Το
ελληνιστικό θέατρο του Άργους (αρχές του 3ου αι. π.Χ.) , ένα από τα μεγαλύτερα
αρχαία θέατρα του ελλαδικού χώρου, παρέμεινε ορατό στους επόμενους αιώνες και
σχεδόν όλοι οι περιηγητές το αναφέρουν στις αφηγήσεις τους, ενώ πολλοί το
σχεδίασαν. Χρησιμοποιήθηκε και πάλι, όταν στις 15 Ιουλίου 1829 πραγματοποιήθηκε
σε αυτό η 4η Εθνοσυνέλευση του νεοσυσταθέντος ελληνικού κράτους, που οργάνωσε ο
Ιωάννης Καποδίστριας.

Μυκήνες, 28 Σεπτ.,

Μυκήνες, η Πύλη των Λεόντων (Dodwell Edward)

Μετά
από δύο ημέρες γράφει ο Θείρσιος με μεγάλο θαυμασμό για την επίσκεψή του στις
Μυκήνες, αναφέροντας και τη μικροανασκαφή που επιχείρησε στον Θησαυρό του
Ατρέα.

«Οι
Μυκήνες βρίσκονται ακόμα μέσα στα ίδια ερείπια που τις είδε ο Παυσανίας και
κείτονται μέσα σε αυτά ήδη 500 χρόνια προ Χριστού, από τότε που η πόλη καταστράφηκε
από το γειτονικό Άργος. Ο κυκλώπειος στενός δρόμος με την Πύλη των Λεόντων, το
υπόσκαφο οικοδόμημα στο οποίο φύλαγε ο Ατρέας τα όπλα και τα κειμήλιά του, και
τα ερείπια πέντε άλλων, ίδιων με αυτά της Τίρυνθας, μαρτυρούν τον χαρακτήρα και
τη ζωή της πανάρχαιας εκείνης ελληνικής εποχής, που αποτυπώνεται εδώ οπτικά,
ενώ στα ομηρικά έπη εκφράζεται ψυχικά. Όποιος θέλει να γνωρίσει και να
κατανοήσει την αρχαία Ελλάδα, θα πρέπει να αρχίσει υποχρεωτικά από αυτό εδώ το
αρχαιότερο ιερό της και να καταλήξει στην Αθήνα, δρόμο που θα ακολουθήσω γενικά
κι εγώ, και θεωρώ τον εαυτό μου ευτυχή που ευνοήθηκα από περιστάσεις τρίτων και
οικειοποιήθηκα τις γνώσεις τους μέσα από προσωπική μου αυτοψία. Στον Θησαυρό
του Ατρέα έβαλα να ανασκάψουν μέρος του δαπέδου, που αποτελείται κοντά στους
τοίχους από κόκκινο κονίαμα, ενώ κοντά στην είσοδο από μαρμάρινες πλάκες, κι
έτσι μπόρεσα να διασώσω μερικά υπολείμματα από τους πολύτιμους κίονές του.»

«Σου
γράφω Αμαλία μου αναλυτικά γι’ αυτούς τους απλούς ανθρώπους, ενώ μπροστά μας
βρίσκονται τα ερειπωμένα παλάτια των αρχαίων βασιλιάδων και ο Θησαυρός του
Ατρέα σε όλη του την αρχαία μεγαλοπρέπεια. Εν τούτοις γνωρίζω ότι τα καθημερινά
πράγματα του παρόντος και η ευχαρίστηση που νιώθω γι’ αυτά είναι για σένα πιο
αξιοσημείωτα και προσφιλέστερα, από όλα τ’ άλλα που θα μπορούσα να σού
εξιστορήσω για τα ερείπια αυτής της βασιλικής πόλης και του κάστρου της. Επειδή
ωστόσο αυτός ο ερειπιώνας είναι γεμάτος από τις μεγάλες αναμνήσεις των
Πελοπιδών, του Ατρέα και του Θυέστη, του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, του
Ορέστη και των αδελφών του, της ηρωικής Ηλέκτρας και της αξιαγάπητης
Ιφιγένειας, που έζησαν και υπέφεραν εδώ, και που τα συναισθήματά τους και τις
τύχες τους τα αποκρυστάλλωσε κατά υποδειγματικό τρόπο η αττική ποίηση προς αιώνια
παίδευση των ανθρώπων, γι’ αυτό και αυτά τα ερείπια βρίσκουν απήχηση ακόμα και
στις γυναίκες, κάνοντάς τες να συμπάσχουν.»

Ναυπλία, 30 Σεπτ.,

Άποψη του Ναυπλίου, Blouet (1831-38)

Στην
επιστολή της 30ης Σεπτεμβρίου από τη Ναυπλία αναφέρεται ο Θείρσιος στα
αποτελέσματα των ανασκαφικών του επιχειρήσεών στην Τίρυνθα, που αποσκοπούσαν
στον εντοπισμό των θεμελίων του ανακτόρου και της εισόδου του.

 «Επιστρέψαμε εχτές το βράδυ μέσω Τίρυνθας
στη Ναυπλία. Συνεχίζοντας τις ανασκαφές στην Τίρυνθα, έφερα στο φως μέρος των
θεμελίων του αρχαίου ανακτόρου […], μόνο ένα κομμάτι των παραστάδων της πύλης
από πράσινο γρανίτη κείτονταν σε απόσταση εικοσιενός ποδιών από την
πεσσοστοιχία, εγείροντας την υποψία ότι είχαμε μπροστά μας τα θεμέλια του
ανακτόρου και σε αυτό το σημείο σίγουρα την κάτοψη της πύλης του. Πράγματι δεν
θα μπορούσε να βρίσκεται σε καλύτερο σημείο από αυτό εδώ, στην άκρη του μέσου
της βουνοκορυφής, πίσω από μία κύρια ανάβαση, με θέαση προς τη θάλασσα.»

Νεμέα, 8 Οκτωβρίου

Οκτώ
μέρες αργότερα, βρίσκεται πλέον ο Θείρσιος στον Άγιο Γεώργιο, την παλαιότερη
ονομασία της σημερινής κωμόπολης της Νέας Νεμέας…


Ποιος ήταν ο Θείρσιος

Ο
Θείρσιος σπούδασε αρχικά Θεολογία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Το 1812 ίδρυσε
στο Μόναχο το Φιλολογικό Ινστιτούτο, που συνδεόταν στενά με τη Βαυαρική
Ακαδημία Επιστημών γι’ αυτό και θεωρείται ο κατ’ εξοχήν θεμελιωτής της Κλασικής
Φιλολογίας και των Ανθρωπιστικών Σπουδών στη Βαυαρία. Στον εναρκτήριο μάλιστα
λόγο που εξεφώνησε το ίδιο έτος στην Ακαδημία, αναφέρθηκε στις εξελίξεις της
φιλολογικής επιστήμης αναφορικά με την Αρχαία Ελλάδα, προφητεύοντας την
ανάσταση του Ελληνικού Έθνους. Το 1826, με τη μεταφορά της έδρας του
Πανεπιστημίου στο Μόναχο, ανακηρύσσεται εκεί τακτικός καθηγητής, ενώ από το
1848 αναλαμβάνει την προεδρία της Βαυαρικής Ακαδημίας Επιστημών.

Ο
Θείρσιος είχε μπει σε ένα κύκλο συμφοιτητών του, που τραγουδούσαν ελληνικά
τραγούδια, κάτι που ξύπνησε το ενδιαφέρον του για τους ανθρώπους που ζούσαν
στην Αττική, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και τα ελληνικά νησιά. Το 1814 γνώρισε
στη Βιέννη και τον μετέπειτα Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, έγινε
μέλος της Φιλομούσου Εταιρεία και άρχισε να συχνάζει στους κύκλους της
ελληνικής παροικίας. Το 1815, κατά τη διάρκεια μιας ερευνητικής παραμονής του
στο Παρίσι, γνώρισε τον Αδαμάντιο Κοραή.

Η
επίσκεψη του πατέρα του Όθωνα, Λουδοβίκου Α’, το 1830 στη Ρώμη υπήρξε
καταλυτική για τον Θείρσιο. Ο διπλωματικός ρόλος που αναλαμβάνει το 1821 είναι
να ανοίξει το δρόμο για τον Όθωνα.  Ο
Θείρσιος είχε ήδη στραφεί προς το στρατόπεδο των αντιπάλων του Καποδίστρια, η
πολιτική τον ενδιέφερε περισσότερο από τις αρχαιότητες, αφού στόχος του
ταξιδιού του ήταν να προετοιμάσει αποτελεσματικά το έδαφος για την ανακήρυξη
του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας και να εκθέσει στη βαυαρική αυλή την πολιτική
και οικονομική κατάσταση του υπό συγκρότηση ελληνικού κράτους.