Η ομιλία του Γ. Γεννάδιου στη πλατεία Πλατάνου, Ναύπλιο 8 Ιουνίου 1826

Η ομιλία του Γ. Γεννάδιου στη πλατεία Πλατάνου, Ναύπλιο 8 Ιουνίου 1826

Φωτογραφία της ελαιογραφίας της ζωγράφου Θάλειας Φλωρά-Καραβία που αναπαριστά τον έρανο,
τον οποίο οργάνωσε υπέρ του Αγώνα ο λόγιος και Διδάσκαλος του Γένους Γέωργιος Γεννάδιος στις 8/6/1826 στο Ναύπλιο .

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου η κατάσταση στο Ναύπλιο ήταν εκρηκτική, όχι μόνο από την μοιρολατρεία και τον φόβο των Ελλήνων αλλά και από τον κίνδυνο αναρχίας και ανυπακοής προς τις Αρχές από απλήρωτους Σουλιώτες και Ρουμελιώτες, δυσαρεστημένους στρατιώτες και καταπτοημένους αμάχους, στων οποίων τις ανάγκες αδυνατούσε να ανταποκριθεί το δημόσιο ταμείο.

Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής, από τους αγαπημένους μαθητές του Γεννάδιου έμαθε τα συμβάντα στο Ναύπλιο από τον Παναγιώτη Σούτσο και άλλους παρευρισκόμενους, τα οποία και παραθέτουμε.

“Είχε πέσει το Μεσολόγγιον, ευγενής απαρχή τής ελευθερίας, και οί ηρωικοί αυτού πρόμαχοι, όσοι διέφυγον τάς φλόγας και τους εχθρούς, οικτρά θύματα του λιμού και της ταλαιπωρίας, είχον συρρεύσει ανά χιλιάδας εις Ναύπλιον, και έζήτουν παρά της κυβερνήσεως, ώς μόνην αμοιβήν της ένδόξου θυσίας των, ξηρόν άρτον δια να τραφώσι, καί πυρίτιν δια να πολεμίσωσιν. Άλλ’ ή κυβέρνησις ήν εν απορία εσχάτη, το ταμείον κενόν, και δεινή των πραγμάτων ή θεσις. Το Μεσολόγγιον πυρποληθεν εφανη λαμψαν επϊ της Έλλαδος ώς επικήδειος δάς τοΰ άγωνός της. Η Στερεά μετά την πτώσιν του προμαχώνος τούτου, ησθάνθη τάς δυνάμεις της παραλυθείσας ενώπιον του φρονηματισθέντος εχθρού· Η Πελοπόννησος εδηούτο, άνευ σχεδόν άντιστάσεως, ύπο του Αιγυπτίου, και ο κίνδυνος ήν περί των όλων. Γενική καταστροφή και διάλυσις επέκειτο, άν δεν εξεπέμπετο στρατός αναχαίτισών τούς πολεμίους, και εμψυχώσων τούς προμάχους τής ελευθερίας. Κατηφής καί περίτρομος συνέρρευσεν ο λαός τής Ναυπλίας εις την πλατείαν τής πόλεως, και συνήλθαν επί το αυτό και οί πειναλέοι στρατιώται απειλητικοί εν τή απελπισία των. ’Αλλ ουδείς έτόλμα, ουδείς ήξευρε τί νά προτείνει. Τότε ό Γεννάδιος προκύψας τον όχλον, άνεπήδησεν εις την ρίζαν της εν τω κέντρω της πλατείας ύψουμένης πλατάνου, καί εκείθεν, φλογερόν το βλέμμα επί το πλήθος πλανών, μετά φωνής στεντορίου, και μετ’ ευγλωττίας παντοδυνάμου} διότι ήτο της καρδίας ή ευγλωττία,

«Η πατρίς (ανέκραξε) καταστρέφεται, ο αγών ματαιούται, η ελευθερία εκπνέει. Απαιτείται βοήθεια σύντονος. Πρέπει οι ανδρείοι αυτοί, οίτινες έφαγον πυρίτιν και ανέπνευσαν φλόγας, και ήδη αργοί και λιμώττοντες μας περιστοιχίζουσιν σπεύσωσιν όπου νέος κίνδυνος τους καλεί. Προς τούτο απαιτούνται πόροι και πόροι ελλείπουσιν. Αλλ΄αν θέλωμεν να έχωμεν πατρίδα, αν ήμεθα άξιοι να ζώμεν άνδρες ελεύθεροι, πόρους ευρίσκομεν. Ας δώσει έκαστος ό,τι έχει και δύναται. Ιδού η πενιχρή εισφορά μου. Ας με μιμηθεί όστις θέλει!» 

καί επικροτούντος του πλήθους εκκένωσε κατά γής το ισχνόν διδασκαλικόν του βαλάντιον.  Ό κρότος των πρώτων τούτων είς τον βωμόν της πατρίδος καταπεσόντων ολίγων χρυσίων, του μόνου προϊόντος των επιπόνων οικονομιών του, του μόνου εφοδίου του εναγωνίου του βίου, βεβαίως ως μελωδία ευπρόσδεκτος αντήχησεν εις τον ουρανόν, καί κατελογίσθη βεβαίως η προσφορά αύτη παρά της χήρας τον οβολόν, εν ταις άειδίοις δέλτοις, εν αις εγγράφεται πάσα ευγενής πράξις εις μυριοπλάσιον ανταπόδοσιν. 

«Αλλ’ όχι! (επανέλαβε μετ’ ολίγον). Η συνεισφορά αύτη είναι ουτιδανή! Οβολόν άλλον δεν έχω να δώσω, αλλ΄ έχω εμαυτόν και ιδού τον πωλώ! Τις θέλει διδάσκαλον επί τέσσερα έτη δια τα παιδία του; Ας καταβάλη ενταύθα το τίμημα!»  Αι γενναίαι αύται λέξεις εξήψαν ακάθεκτον ενθουσιασμόν, και πάντες μετά δακρύων έσπευδον προσφέροντες, οί μεν χρήματα, οί δε, ούδ’ αυτών εξαιρούμενων των νπό πενίας και πένης κατατρυχομένων στρατιωτών, ό,τι έκαστος, ή όπλον, ή κόσμημα είχε τίμιον ώστε εν μικρώ χρόνω σννελέγη ποσότης επαρκής προς θεραπείαν των πρώτων καί μάλλον επειγουσών αναγκών.

Άπεφασίσθη δε να συνέλθωσι και τη επαύριον εις τάς εκκλησίας, όπον, προσελθούσαι καί αί κυρίαι, να προσφέρωσι το κατά προαίρεσιν και αυταί.

Ναύπλιο, 1826, Krazeisen Karl

“ Άπο βαθέως όρθρου ο Γενναδιος περιέμενεν εν τη εκκλησία, του Αγίου Γεωργίου· άλλ’ η λειτουργία απέλυσε, καί αί κυρίαι, ίσως πτοηθείσαι την συρροήν των ξένων στρατιωτών, δεν έφάνησαν, ή όλίγαι μόνον υπήκουσαν εις την κλήσιν. Τότε, το αίμα του αισθανθείς υπο γενναίας άγανακτησεως άναβράζον, και αποβλέψας προς τους εκεί παρισταμένους μαθητάς των δημοτικών σχολείων. Δυστυχή παιδία [ανέκραξε με φωνήν κλονήσασαν τους θόλους της εκκλησίας), δυστυχή ταιδία, σάς έγκατέλειψαν αί μητέραι σας! Ήξεύρονσιν οτι ό ’Οθωμανος σφάζει καί ανδραποδίζει, οτι αύριον θα ελθη να συρη και σάς εις αιχμαλωσίαν, άλλ’ άδιαφορούσι, φειδωλευόμεναι ολίγου χρυσίου. “Αλλος -προστάτης δεν σάς μένει έπι της γης, από τον κοινόν προστάτην, εκεί επάνω. Πέσατε είς τά γόνατα να τον παρακαλέσητε. —Και τά παιδία, μη τολμήσαντα νά παρακούσωσι την επιτακτικήν εκείνην φωνήν, έγονάτισαν όλα. Άποκαλύψας δ’ εκείνος την κεφαλήν του, και τούς οφθαλμούς ύψωσας προς ουρανόν·— Ύψιστε θεέ (άνεφώνησε), Συ ο προστάτης των αθώων και των μη εχόντων καταφυγήν, μη εγκαταλείψης και Σύ τά παιδία ταύτα, τά προσπίπτοντά Σοι. Σώσον αύτα άπο αιχμαλωσίας δεσμα. Οι άνθρωποι τα παράτησαν και έπίβλεψον επ’ αυτά, καί έπίβλεψον έτη της Έλλάδος, καθ’ ης πάντες εξανέστησαν, ήν παρορώσιν, ην προδίδοσιν αυτά της τα τέκνα. Δός, παρα τας βουλας των ανθρώπων, να επιλάμψη) επ’ αυτής πασης ο ήλιος της ελευθερίας, και να τελειωθή Ση δύναμις. Τα δε παιδία ταύτα, πολίται ελεύθεροι, να την ύπηρετήσωσι ποτε εν πίστει και ειλικρίνεια, προς σωτηρίαν αύτης και προς δόξαν Σου αιωνίαν! Ή, αν ο Πάνσοφος Συ, γινώσκης οτι πέπρωται, εις αγενή τραφέντα αισθήματα, εις Ιδιοτέλειαν αυξηθέντα και φιλαρχίαν, να γίνωσι ποτέ αυτά δεινών τη πατρίδι παραίτια, παράδος τα μάλλον εις της μαχαίρας το στόμα, και παράδος και εμέ εις αυτό, πριν ίδω εκ νέου της Έλλαδος την δουλικήν ημέραν καί την ταπείνωσιν! ’

“ Και τοιαύτα ενξάμενος, έρρίφθη έξω της εκκλησίας, άφείς τον λαον καταπεπληγμένον καί δακρυρροούντα. Καί αι συνεισφοραί επανελήφθησαν ραγδαιότεραι ή την χθες, καί αι κυρίαι έπεμπον μετά πάσης προθυμίας, ού μόνον χρημάτων ποσότητας, άλλα και αντούς των τούς νυμφικούς δακτυλίους, καί αυτούς τούς κόσμους των κεφαλών των. Τοιούτο ην τότε το αίσθημα του πατριωτισμού, εξ ού εβλάστησεν ή της Έλλάδος ανεξαρτησία· άλλα καί τοιαύτη η του ευγενούς τούτου πατριώτου επιρροή εις το εξάπτειν και άναπτύσσειν αύτο εις έργα αφοσίωσεως, ώστε δι’ αύτης, ού μόνον την έδραν της κυβερνήσεως, καί την κυβέρνησιν αυτήν έσωσε, πόρους άνευρων προς περίθαλψην στρατιωτών, ούς αί πριν κακουχίαι και αί παραχρήμα στερήσεις εδύναντο να παραγάγωσιν εις τι άπογνώσεως τόλμημα, αλλά δυνάμεθα θαρρούντως και τον άνωτατον επαίνον, ΣΩΤΗΡΟΣ ΤΗΣ ΟΛΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ, εις την περίστασιν ταύτην να τώ άπονείμωμεν. Διότι, διά των αυτών πόρων εξωπλίσθη και εξεπέμφθη . νπό τον ένδοξον Καραϊσκάκην στρατός επανορθώσας τον σχεδό ήδη άπεγνωσμενον άγώνα, και έπαναγαγών την νίκην υπό τας ταπεινωμένας υπό των Ελλήνων σημαίας….”

 

*ΠΗΓΗ

Ο Γεώργιος Γεννάδιος “Σωτήρ της όλης πατρίδος” : Εν Ναυπλίω τω 1826 / Μαρτυρίαι και εκθέσεις των τότε παρευρεθέντων και των έκτοτε τα του Αγώνος ιστορησάντων, αναδημοσιευόμεναι επ’ ευκαιρία αστηρίκτων και πλημμελών τινων σημερινών εικασιών. 1905

Παρόμοια δημοσίευση Η ομιλία του Γ. Γεννάδιου στη πλατεία Πλατάνου