Έλληνες Μετανάστες από την περιοχή μας
(Ναύπλιο, Άργος, Κρανίδι, Δίδυμα)
στην Αμερική στις αρχές του 1900
Η ιστορία της νεοελληνικής μετανάστευσης, με την έννοια της μετοίκησης είναι τόσο παλιά, όσο και η ιστορία μας. Για λόγους πού κατά καιρούς διαφοροποιούνται, οι Έλληνες “μοιάζει” πάντα να αποζητούν καινούριες πατρίδες με παραδοσιακούς προορισμούς τα παρευξείνια, τα ανατολικομεσογειακά, τα νοτιορώσικα και δυτικοευρωπαϊκά κέντρα, που έγιναν οι πυρήνες μιας ισχυρής διασποράς. Ωστόσο από τα τέλη τον περασμένου αιώνα οι αναζητήσεις κατευθύνονταν ακόμα πιο μακριά, καταργώντας τα νοητά σύνορα των ωκεανών, με κύριους αποδέχτες την Αμερική και την Αυστραλία . Ο μεταναστευτικός πυρετός θα κορυφωθεί την εικοσαετία 1900-1920 και η Ελλάδα θα χάσει το 8% του συνολικού της πληθυσμού. Περίπου 25.000 άνθρωποι εγκαταλείπουν ετησίως, μια χώρα οικονομικά εξουθενωμένη και πολιτικά αβέβαιη και ξεκινούν για τη “Γη της Επαγγελίας” που υπόσχεται πλούτο και ευημερία, “ευκαιρίες” και στους λιγότερο τυχερούς.
Το μεταναστευτικό ρεύμα από την Ελλάδα προς τις Η.Π.Α. ξεκίνησε ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του 1870, πολύ υποτονικά, για να κορυφωθεί μεταξύ 1890 και 1920. Στη συνέχεια παρουσίασε σημαντική κάμψη και αυξήθηκε ξανά μετά τον Β΄ Παγκ. Πόλεμο, για να ακολουθήσει μια συνεχώς πτωτική πορεία από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και εξής.
Οι λόγοι που οδήγησαν τους Έλληνες σ’ αυτό το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα ήταν παρόμοιοι με αυτούς των Ιταλών. Και οι Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν τη φτώχια και την οικονομική ύφεση, όπως επίσης και τις κακές συνθήκες διαβίωσης στην ύπαιθρο. Επιπλέον όμως, υπήρχαν και οι συνεχείς αντιπαραθέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία οι οποίες συχνά έπλητταν ορισμένες ομάδες του πληθυσμού της υπαίθρου. Μπορεί εδώ να μην υπήρχε επιπλέον πίεση από φυσικές καταστροφές, αλλά ο παράγων «φτώχεια» ήταν από μόνος του ο πλέον ισχυρός. Και οι Έλληνες έβλεπαν την Αμερική ως έναν παράδεισο, ως έναν τόπο που θα μπορούσε να τους προσφέρει αυτά που δεν μπορούσε η πατρίδα τους, μια καλύτερη ζωή δηλαδή, αλλά
επιπλέον και τη δυνατότητα να βοηθήσουν οικονομικά τις οικογένειές τους που θα άφηναν πίσω.
Στην Πελοπόννησο, από την οποία άρχισε η ομαδική μετανάστευση περί τα τέλη του περασμένου αιώνα, οι μικροϊδιοκτήτες ήταν στο έλεος των τοκογλύφων, που τους προστάτευε ο Νόμος με την προσωπική κράτηση για χρέη. Εξάλλου, στη Θεσσαλία, όπου επικρατούσε η μεγάλη ιδιοκτησία και όπου ένας μικρός αριθμός ιδιοκτητών εξεμεταλλεύετο τις πιο εύφορες εκτάσεις με σύστημα σχεδόν φεουδαρχικό, οι γεωργοί, πριν εφαρμοσθούν τα μεταρρυθμιστικά μέτρα του 1911, ήταν κάτι παραπλήσιο προς τους δουλοπάροικους.
Αν κρίνουμε από τις «φρικτές» συνθήκες διαβίωσης κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, στα μεταναστευτικά υπερωκεάνια, ιδιαίτερα εκείνα της πρώτης περιόδου (1907-1937), οι μετανάστες θεωρούνταν «φορτίο». Αρκεί να σκεφτούμε ότι πλοία μόλις 5-6 χιλιάδων τόνων, μετέφεραν έως 1.200-1.300 επιβάτες, σε ταξίδια που συχνά ξεπερνούσαν τις 20-22 ημέρες. Οι δοκιμασίες των φτωχών μεταναστών, οι οποίοι ελάχιστα νοιάζονταν για ανέσεις, που ποτέ άλλωστε δεν είχαν γευτεί, άρχιζαν πολύ πριν το ταξίδι. Οι περισσότεροι αγνοούσαν τις μεγάλες δυσκολίες που τους περίμεναν στο Νέο Κόσμο, τον οποίο εκατοντάδες μεσίτες μετανάστευσης (επάγγελμα που ανθούσε τα χρόνια εκείνα), παρουσίαζαν ως νέα Γη της Επαγγελίας. Με την ελπίδα λοιπόν ότι στην ξένη χώρα θα αποκτήσουν ό,τι χρειάζονται για να επιστρέψουν
εφοδιασμένοι για μια καλύτερη ζωή, αγωνίζονταν να πάρουν την πολυπόθητη άδεια μετανάστευσης για την Αμερική, τόπο απαγορευμένο για παράδειγμα σε όσους υπέφεραν από τραχώματα (διαδεδομένη νόσο την εποχή εκείνη). Όσοι τα κατάφερναν, πριν την επιβίβαση στο πλοίο, υποβάλλονταν σε ξεψείριασμα και εμβολιασμό.
Οι μετανάστες «πακετάρονταν» κυριολεκτικά στους χώρους κάτω από το κυρίως κατάστρωμα σε απελπιστικά στενούς χώρους. Τα υποφράγματα αυτά καθορίζονταν μόνο την τελευταία μέρα πριν από τον κατάπλου. Από την πρώτη κιόλας ημέρα, η πολυκοσμία, οι αναθυμιάσεις των εμετών, η απόπνοια των σωμάτων των επιβατών και η έλλειψη στοιχειώδους καθαριότητας έκαναν την ατμόσφαιρα αποπνικτική.
Στην είσοδο ακριβώς των εκβολών του ποταμού Hudson μόλις μέσα από τα Narrows, στο Clifton, του Staten Island ήταν η «Καραντίνα», ο δημόσιος υγειονομικός σταθμός ελέγχου. Καθώς το πλοίο αγκυροβολούσε εκεί, το περικύκλωνε ένας στολίσκος από μικρά πλοία.
Οι άνδρες της υπηρεσίας Αλλοδαπών και της Δημόσιας Υγείας, ανέβαιναν στο πλοίο και περνούσαν γρήγορα από τους χώρους της πρώτης και της δεύτερης θέσεως σε μια βιαστική επιθεώρηση των επιβατών των θέσεων αυτών. Στη συνέχεια κατέβαιναν στα … ευώδη διαμερίσματα, όπου βρίσκονταν οι επιβάτες της τρίτης θέσεως για το πιο χρονοβόρο μέρος της δουλειάς τους, προκειμένου να εξετάσουν κάθε επιβάτη. Όταν οι άνθρωποι της Δημόσιας Υγείας κατέβαιναν στη βάρκα τους για να κατευθυνθούν σε άλλα σκάφη, το πλοίο έπαιρνε πάνω την άγκυρα και μέσα από τους καπνούς των ρυμουλκών που το τραβούσαν κατευθύνονταν σιγά – σιγά προς το λιμάνι της Νέας Υόρκης. Περνώντας κοντά από το άγαλμα της Ελευθερίας κατέληγε σε ένα από τους «ντόκους» στο Μανχάταν ή απέναντι στο Χομπόκεν. Εκεί αποβιβάζονταν οι επιβάτες της πρώτης και δεύτερης θέσεως και ξεφορτώνονταν οι αποσκευές τους για να περάσουν από τον τελωνειακό έλεγχο. Όταν αυτός τελείωνε οι επιβάτες παραδίδανε τις αποσκευές του σιδηροδρόμου και χάνονταν στο πολύβουο Μανχάταν.
Η μέρα όμως των μεταναστών μόλις άρχιζε. Ύστερα από μια ατελείωτη αναμονή στο πλοίο προκειμένου να τελειώσουν οι έλεγχοι, άρχιζαν να κατεβαίνουν επιτέλους τη σκάλα του πλοίου, φορτωμένοι με τις αποσκευές τους. Η διαφορά ήταν καταφανής, ενώ οι επιβάτες των άλλων θέσεων που είχαν παραδώσει όλες τις αποσκευές τους στους αχθοφόρους, καθώς γύριζαν στον τόπο τους ύστερα από λίγων εβδομάδων απουσία μπορούσαν να στείλουν τα ογκώδη μπαούλα τους κατευθείαν στον προορισμό τους, οι μετανάστες που έρχονταν για μόνιμη εγκατάσταση έπρεπε να κουβαλήσουν ότι είχαν και δεν είχαν μόνοι τους. Έτσι παραφορτωμένοι κατευθύνονταν στις βάρκες της Υπηρεσίας Αλλοδαπών που τους περίμεναν για να τους μεταφέρουν στο περίφημο Ellis Island, γνωστό στους Έλληνες μετανάστες ως «Καστιγγάρι». Εκεί μέσα στις πολύβουες στοές του γραφείου απογραφής, οι μετανάστες υποβάλλονταν στην τελική δοκιμασία. Οι περισσότεροι περνούσαν τον έλεγχο και ξεχνούσαν τις ταλαιπωρίες του ταξιδιού.
Όμως κάθε άρρωστος υποχρεωνόταν να γυρίσει στο πλοίο και παραδινόταν στην ατμοπλοϊκή εταιρία για επαναπατρισμό. Άγρυπνοι επιθεωρητές της Υπηρεσίας Αλλοδαπών μόλις παρατηρούσαν κάποιον ύποπτο, καθώς οι μετανάστες αποβιβάζονταν από τις βάρκες, σημείωναν πάνω στην κάρτα τους κάποιο κωδικό σήμα, προκειμένου να τον προσέξουν ιδιαίτερα οι γιατροί. Αυτοί οι άτυχοι άθλιοι έπρεπε να επιστρέψουν στο λιμάνι της επιβίβασής τους με έξοδα της εταιρίας, γεγονός που τις έκανε προσεκτικές στην επιλογή των επιβατών. Μεγαλύτερο βάρος για τις εταιρίες ήταν οι λαθρομετανάστες, αφού για καθένα που ανακάλυπταν και συλλάμβαναν οι αρχές, πλήρωναν πρόστιμο χίλια δολάρια .
Για το φοβερό μαρτύριο, την «ιερά εξέταση» στο Ellis Island, ας δούμε τι γράφει ο Μπ. Μαλαφούρης στο βιβλίο του που αναφέραμε πιο πάνω: «Έλλις Άιλαντ, νησί ελπίδων και αγωνίας! Νησί ολοκληρώσεως πόθων και ματαιώσεως ονείρων! Δράματα ζωής και θανάτου παίχθηκαν μέσα στις αίθουσες όπου εγίνετο η εξέτασις των μεταναστών ή πίσω από τα κάγκελα των κρατητηρίων όπου έμεναν όσοι επρόκειτο να απελαθούν στον τόπο της προελεύσεώς τους…».
Πηγές
- Φύλο και Μετανάστευση (Η ευρωπαϊκή μετανάστευση στην Αμερική. – Γρηγόριος Μαλακάτας)
- Η ελληνική μετανάστευση στις ΗΠΑ (1900-1925 (Μπόραβου Βασιλική, Ταβελλάρη Σοφία, Τρώντσιου Ευαγγελία)
- Οι Έλληνες Μετανάστες της Αμερικής (Ελληνικό Αρχείο)
One thought on “Μετανάστες, στις αρχές του 1900, από την περιοχή μας στην Αμερική”
Comments are closed.