Οι δύο αιχμάλωτοι πασάδες του Ναυπλίου και η ακολουθία τους

Οι δύο αιχμάλωτοι πασάδες του Ναυπλίου

και η ακολουθία τους 

(τέλη 1822 – Ιούνιος 1824)

(Αιχμάλωτοι Ελλήνων κατά την επανάσταση του 1821)

Τούρκος πασάς


Ποιούς θεωρούμε αιχμαλώτους την εποχή εκείνη;

Αιχμαλώτους των Ελλήνων (αλλά και των Τούρκων) κατά την Επανάσταση θεωρούνται όχι μόνο αυτοί που αιχμαλωτίζονται στο πεδίο της μάχης αλλά και γενικά τους μη ομόθρησκους πληθυσμούς των χωριών και των πόλεων που κυριεύονται.

Έτσι αιχμάλωτοι των Ελλήνων θεωρούνται οι αιχμαλωτιζόμενοι Τούρκοι με τις οικογένειες και τους δούλους τους, οι Εβραίοι, οι Αλβανοί εκείνοι, που μαζί με τους Τούρκους πολεμούσαν τους Έλληνες και μετά την απόβαση του Ιμπραήμ στη Πελοπόννησο, οι Αιγύπτιοι και όσοι βρίσκονταν μαζί τους, Τούρκοι,Αλβανοί, Αρμένιοι και διάφοροι άλλοι ξένοι.

Οι αιχμάλωτοι των Ελλήνων προέρχονταν κυρίως:

  • από τους αιχμαλώτους πολέμου (αψιμαχιών και μαχών)
  • από τους άντρες και τα γυναικόπαιδα που κατά την έναρξη του πολέμου βρέθηκαν μόνιμα ή όχι εγκατεστημένοι στην ύπαιθρο και δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν
  • Από την παράδοση ή άλωση φρουρίων ή οχυρωμένων πόλεων (στην περίπτωση του άρθρου μας)
  • από τους Τουρκικούς πληθυσμούς των μικρασιατικών παραλίων ή από επιβάτες τουρκικών ή αιγυπτιακών πλοίων που έπιαναν οι Έλληνες στο Αιγαίο.

Οι περισσότεροι αιχμάλωτοι των Ελλήνων ανήκαν στη δεύτερη και στη τρίτη κατηγορία και αυτό γιατί σύμφωνα με τις “συνήθειες” της εποχής εκείνης δεν κρατούσαν εύκολα αιχμαλώτους από το πεδίο της μάχης. Οι αιχμάλωτοι και κυρίως οι επίσημοι ήταν “κτήματα” των αρχηγών που τους έκαναν ότι ήθελαν. Ή τους κρατούσαν μαζί τους με την ελπίδα να πάρουν λύτρα ή τους έστελναν στους δικούς τους για φύλαξη και εργασία.


Οι αιχμάλωτοι πασάδες του Ναυπλίου

Οἱ δυὸ αυτοὶ πασάδες, ᾽Αλῆ πασᾶς καὶ Σελὶμ πασάς, κρατήθηκαν αἰχμάλωτοι, γιατὶ μόνον αὐτοὶ δὲν ὑπέγραψαν τὴ συνθήκη τῆς παράδοσης τοῦ Ναυπλίου (τέλη 1822), ἐπειδὴ φοβοῦνταν τὸ σουλτάνο  «ἀλλ’ ὄχι μόνον δὲν ἧνωχλήθησαν, μαρτυρεῖ ὀ Τρικούπης. οὐδ᾽ αὐτοὶ οὐδ᾽ οἱ περὶ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ άκρας ἔτυχον περιποιήσεως τροφοδοτούμενοι πλουσιοπαρόχως και ζῶντες ἐν αἰνέσει μέχρις οὗ ἀπελύθησαν».     Αὐτὰ ἐπιβεβαιώνονται ἐν μέρει καὶ ἀπὸ τὴν ἀναφορά, ποὺ ἔστειλαν οἱ πασάδες καὶ τὰ πρόσωπα τῆς ακολουθίας τους τὴν 29 Μαρτίου 1823 ἀπὸ τὸ Ναύπλιο στὴ Β΄ Εθνική Συνέλευση παρακαλοῦντας τὴν απελευθέρωσή τους. Σ᾿ αὐτὴ τὴν αίτησή τους, ἀφοῦ στὴν ἀρχὴ χαιρετίζουν τὴ συνέλευση, αναψέρουν μὲ σεβασμὸ, ὅτι ἀπὸ τὴν ἅλωση τοῦ Ναυπλίου ἕως τώρα ἦταν προστατευόμενοι τοῦ Κολοκοτρώνη, ποὺ τοὺς διαφύλαξε τὴν τιμὴ και τὴ, ζωή τους (ως κόρην ὸφθαλμοὖ» καὶ ποὺ φρόντισε γιὰ τὴν τροφή τους, «τὸ καθημερινὸν διωρισμένον ταϊνι” όπως γράφουν. Αν καὶ ἔχουν κάθε λόγο νὰ εἶναι εὐχαριστημένοι. καὶ νὰ χρωστοῦν χάρη, ὅμως «ἡ ἄργητα- τὴς ᾶπελευuέρωσής τους τοὺς ἀνησυχεῖ καὶ τοὺς λυπεῖ πολύ. Περισσότερο ὅμως τοὺς λυπεῖ τώρα ἡ ἔλλειψη τῶν χρημάτων, ποὺ θα ήταν ἀπαραίτητα γιὰ τὴν αξιὀπρεπη διατροφὴ τους καὶ γιὰ τὶς λοιπἑς ανάγκες τῆς ζωῆς.

Γι᾿ αὐτὸ παρακαλοῦν θερμὰ τὴ συνέλειση στὸ ὄνομα τῆς ἑλευθερίας, γιὰ τὴν ὁποία ἄγωνιζεται τὸ ἑλληνικό ἔθνος ν᾿ ἀποφασίση νὰ τοὺς ἓλευθερώση, ἢ νὰ τοὺς ἐφοδιάση μὲ τὰ ἀπαραίτητα μέσα γιὰ τὴν ἀξιοπρεπη ζωή τους, ἢ τέλος νὰ τοὺς θανατώση, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν μποροῦν να ζήσουν.

Καὶ τελειώνουν μὲ τὰ ἑξῆς « . . . πάλιν σᾶς παρακαλοῦμεν θερμῶς μὴν μᾶς ἀφήσετε καὶ χανόμεθα ἐδῶ, εὖσπλαγχνισθῆτε τὴν ἀδυναμίαν μας, διὰ νὰ μᾶς καταστήσετε ευγνώμονας κήρυκας, καὶ ἐτταινἑτας τῆς εὐγενοῦς φιλανθρωπίας τοῦ ἔθνους σας». Κάτω δὲ ἀπὸ τὴν ἀναφορὰ δίδουν αναλυτικὸ σημείωμα τῶν 46 τούρκων αἰχμαλώτων τοῦ Ναυπλίου, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὅμως ἀφαιοοὗν 2, ποὺ ἔχουν πεθαίνει.Η αναφορά αὐτὴ τῶν δυὸ πασσάδων, ὅπως καὶ ἡ προηγούμενη τῶν αιχμαλώτων της Τριπολιτσᾶς, διαβιβάστηκε ’στὴ Β΄ Εθνική Συνέλευση καὶ διαβάστηκε στὴ συνεδρίᾳ τῆς 12 ᾿Απριλίου 1823 ἀλλὰ δὲν αποφασίστηκε τίποτε.

Αργότερα, τὴν 11 Νοεμβρίου 1823, τὸ βουλευτικὸ στέλνει στὸ ἐκτελεστικό τὸ ὑπ’ ἄρ. 459 ἔγγραφό του, ὅπου καταγγέλλει, ὅτι αρκετοὶ «ἐκ τῶν ἐθνικῶν δορυαλώτων ᾿Οθωμανῶν» πουλήθηκαν, δηλαδὴ ἐξαγοράστηκαν από διαφόρους συγγενείς τους πιθανὸν καὶ μὲ τὴν ἄδεια τῶν αρμοδίων υπουργείων ἐπιβιβάστηκαν σὲ εὖρωπαϊκὰ πλοῖα. Απορεί, πῶς ἔγιναν ὅλα αυτά, χωρὶς κὰν νὰ εἴδοποιηθῆ τὸ Βουλευτικό, καὶ μάλιστα ἐνῶ κατὰ τὸν ᾽Οργανικὸ Νόμο θ’ «εἷς τὴν ἑλληνικὴν ἐπικράτειαν οὔτε πωλεῖται, οὔτε ἀγοράζεται ἅνθρωπος κτλ.». ᾽Αλλ᾿ ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε τὴ χειρότερη ἀκόμη ἐντύπωση. ἀναφέρεται στὸ ἕγγραφο, εἶναι ὅτι τὸ βουλευτικὸ μαθαίνει, ὅτι γίνονται διαπραγματεύσεις γιὰ τὴν ἑξαγορὰ τῶν πασάδων, πρᾶγμα, ποὺ δὲν τὸ πίστεψε. Μολαταύτα τὸ πρᾶγμα εἶναι «τόσον ὀλέθριον (ἐπειδὴ καὶ εἶναι άνθρωποι ὁποῦ δύνανται νὰ μᾶς βλάψωσιν) ’, ὅσον καὶ σκανδαλοποιόν, γιατὶ υπάρχουν πολλοὶ ἄξιοι ὁμογενεῖς, ποὺ τὰ θυσιάσαν όλα᾿ περιουσία, πλούτη, πατρίδα καὶ οἰκογένεια γιὰ τὴν Πελοπόννησο καὶ ποὺ θ’ απογοητευτοῦν φοβερὰ βλέποντας τὴν κυβέρνηση νἀ προτιμᾶ νὰ εἰσπράξη χρήματα αντί ν᾽ ἀπελευθερώση μὲ ἁνταλλαγὴ τὶς αἰχμαλωτες οικογένειες τῶν ὁμογενῶν’.

“Ενας ἀπ’ αὐτοὺς εἶναι καὶ ὁ στρατηγὸς Γεώργιος Κίτσος, ποὺ μὲ ἀναφορά του στὸ βουλευτικό, ποὺ διαβάστηκε τὴν 7 Δεκεμβρίου, ζητοῦσε σὰν ἀμοιβὴ τῶν ὑπηρεσιῶν του νὰ τοῦ δοθῆ ἕνας ἀπὸ τοὺς πασάδες τοῦ Ναυπλίου, γιὰ ν’ απολυτρώσὴ μὲ ἄνταλλαγὴ τὴν αἰχμαλωτισμένη οἰκογένεια καὶ τὴν ἀδελφή του. Το  βουλευτικό του στέλλει τὸ ὕπ᾽ ἀρ. 539 17-12- 1823 ἔγγραφό του, ὅπου τὸν διαβεβαιώνει ὅτι οἱ ὗπηρεσίες του, καὶ χωρὶς πὰν νὰ τὶς εξέθετε, εἶναι πολὺ γνωστἐς καὶ τοῦ συνιστᾶ νἀ κάνη ἀκόμη ὑπομονὴ μερικῶν ἡμερῶν, ἕως ὅτου οἱ περιστάσεις ἔπιτρέψουν τὴν ἀπολύτρωση τῶν συγγενῶν του.

Στὸ βουλευτικὸ ὅμως συχνὰ γίνεται πάλιν λόγος γιὰ τοὺς αἰχλὠτους πασάδες, ποὺ κατὰ πληροφορίες μερικῶν βουλευτών ἓπρόκειτο νὰ ἐξαγοραστούν. Τὸ βουλευτικὸ ειδοποιεί τὸν αστυνόμο, τοὺς ἔπιστάτες καὶ δημογέροντες τοῦ Ναυπλίου  καὶ τοῦ Πόρου καὶ τὴν 5 ᾽Ιανουαρίου 1824 ἔκδίδει τὴν ὗπ’ ᾶρ. 599 προκήρυξη, ποὺ ἐφιστᾶ τὴν προσοχή τους στὶς κινήσεις καὶ γενικά στὴν παρεμπόδιση τῆς ἀναχώρησης τῶν πασάδων. Η κίνηση, ποὺ παρατηρήθηκε γιὰ τὴν ἄπελευθέρωση τῶν πασάδων, περιγράφεται καθαρώτερα σ᾽ἕνα γράμμα, ποὺ στέλλουν ἀπὸ τὸ Κρανίδι τὴν 1 Ἴανυυαρίου 1824 οἱ Υδραἴοι Σταμ. Μπουντούρης Νικ. Οἰκονόμος καὶ Νικ. Νέγκα στοὺς προκρίτους τῆς Ὑδρας. ᾽Εκεῖ γράφουν, ὅτι ὁ ψαριανὸς Γεώργιος Σκανδάλης, ποὺ ἦλθε ἀπὸ τὸ Ναύπλιο, τοὺς βεβαιώνει. ὅτι οἱ ἐκεί – τα μέλη τοῦ ἕκτελεστικού ἀσφαλῶς – διαπραγματεύονταν μὲ κάποιον καπετὰν Νατάλε Σκλαβούνον, αυστριακό, τὸ πούλημα τῶν πασάδων γιὰ 200,000 γρ. καὶ σχεδὸν ἦταν πρὸς τὸ τέλος τῶν διαπραγματεύσεων. Αποκαλύπτουν ὅτι ἐκεῖνος, ποὺ ἐνδιαφέρεται ἐνεργότατα γιὰ τὸ πούλημα, εἶναι ὁ Ανδρ. Μεταξᾶς.᾽Επειδὴ ὅμως οἱ αἰχμάλωτοι πασάδες, γράφουν, εἶναι δυνατὸν νὰ χρησιμοποιηθοῦν, ὥστε ν᾿ ἀπελευθερωθοῦν μὲ άνταλλαγὴ αἰχμάλωτοι “Ελληνες,γι᾽αυτὸ πρέπει νὰ παρεμποδιστἦ ἡ ἀναχώρηση τῶν πασάδων. Προτείνουν λοιπὸν νὰ συνεννοηθοῦν μὲ τοὺς Σπετσιῶτες καὶ «νὰ ἔβγῃ ἕνα αρμαμέντο νὰ πλέῃ εἰς τὰ νερὰ τῶν Κεγχριῶν τῆς Κορίνθου, τὸ ὁποῖον εὑρισκόμενον ἐκεῖ νὰ συλλάβῃ αὐτούς, ὅταν ἀπὸ τὸ Ναύπλιον τοὺς στείλωσι. Ωσαύτως ἔγραψε καὶ τὸ βουλευτικὸν πρὸς τοὺς Δερβενοχωρίτας ὅτι νὰ προσέχουν καλά, καὶ ἂν τοὺς απεράσουν διὰ ξηρᾶς, νὰ τοὺς πιάσουν καὶ νὰ τοὺς φέρουν ἐδῶ».

Τούρκοι παραδίνονται στον Λάμπρο Κατσώνη

Καὶ ναὶ μὲν ματαιώνεται ἡ εξαγορὰ καὶ ἡ απολύτρωση τῶν πασάδων – άγνωστο γιατί – ἀλλ᾽ ὁ στρατηγὸς Γεώργ. Κίτσος, ποὺ εἶναι τώρα φρούραρχος του ᾿Ακροκορίνθου καὶ ἀνυπομονεῖ μῆνες ὁλοκλήρους, στέλλει νέο γράμμα στὸ βουλευτικὸ καὶ παρακαλεῖ νὰ τοῦ δοθῆ ἕνας ἀπὸ τοὺς αἰχμαλώτους πασάδες, ο ονομαζόμενος Χαβοὺζ πασάς, ἢ καλύτερα Μουχαβοὺζ πασάς, (είναι το ίδιο πρόσωπο ε τον Σελίμ πασά που αναφέραμε στην αρχή)  γιὰ νὰ τὸν ανταλλάξη μὲ τὴν οἰκογένεια του, ὅπως ἄλλωστε τοῦ ὗποσχέθηκε τὸ βουλευτικό. ᾽Εγκρίνεται μὲ τὸ ὕπ᾽ ἂρ. 919 προβούλευμα ν᾿ ἀρχίσουν οἱ διαπραγματεύσεις γιὰ τὴν ανταλλαγή τοῦ πασᾶ μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ Κίτσου – καὶ ἂν ἦταν δυνατὸν καὶ μὲ ἅλλους ὁμογενεῖς-, ἀλλ᾽ ο πασάς νὰ μείνη στὸ Ναύπλιο, ἕως ὅτου φτάση ἡ οἰκογένεια τοῦ Κίτσου, καὶ τότε νὰ σταλῆ στὴν Κόρινθο. Τὸ προβούλευμα μὲ τὴν ἀναφορὰ τοῦ Κίτσου στέλλονται στὸ εκτελεστικό για γνωμάτευση (19 Ιουνίου 1824). Στοιχεία γιὰ τὴν περαιτέρω ἐξἑλιξη τοῦ ζητήματο; δὲν μπόρεσα νὰ βρῶ. Το  βἑβαιιο ὅμως εἶναι, ὅτι οἱ δυὸ πασάδες του Ναυπλίου Αλῆ πασάς καὶ Σελὶμ ἢ Μουχαβοὺζ πασὰς δὲν ελευθερώθηκαν τὴν ἐποχὴ αυτή.

Νέα κίνηση γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση ὅλων τῶν τούρκων αἰχμαλώτων, του Ναυπλίου φαίνεται, ἔχουμε κατὰ τὰ μέσα Ἰουνίου 1824. Την 18 τοῦ μηνὸς αὗτοὔ ὁ ναύαρχος τῆς μοίρας τοῦ γαλλικοῦ στόλου στὸ Αἰγαῖο παρουσιάζεται στὸ ἐκτελεστικὸ καὶ τοῦ προτείνει νὰ ἕξαγοράση τοὺς αἰχμαλώτους γιὰ 300,000 γρ. Το ἐκτελεστικὸ ὅμως ἔχοντας ὕπ᾽ ὄψη της ἀσφαλῶς τὰ προηγούμενα σκάνδαλα, τοῦ απάντησε ὅτι αὐτὸ αντιβαίνει στὸν ᾽Οργανικὀ Νόμο. Τότε ὁ ναύαρχος κάλεσε τὸν Κωλέττη καὶ τοῦ ὖποοχέθηκε, πὼς ἂν πραγματοποιηθῆ ἡ εξαγορά, εἶναι πρόθυμος νὰ τοῦ δώση 40,000 γρ. ᾿Αλλὰ κι’ αὐτὸς ἔμεινε ἀδέκαστος. ‘Ο πρόεδρος τοῦ ὲκτελεστικοῦ Γ. Κουντουριώτης, ποὺ μᾶς δίδει τὶς πληροφορίες αὐτὲς σ᾽ἕνα σύγχρονο γράμμα του πρὸς τὸν ἀδελφό του, συνεχίζοντας γράφει “Μὴ δυνηθεὶς λοιπὸν καὶ οὕτως νὰ ἐκτελέσῃ τὸν σκοπόν του, ἐζήτησε νὰ ἔλθῃ εἰς τῶν αιχμαλώτων διὰ νὰ δώσῃ μερικὰ χρήματα δι᾿ ἕξοδά των ἐπροσκαλέσαμεν οὖν τὸν υἱὸν τοῦ πασᾶ καὶ τοῦ ἐμέτρησεν ἓξ χιλιάδας γρόσια. Οι Γάλλοι, ἀδελφέ, μεγάλην δίψαν ἔχουν νὰ απελευθερώσουν τούτους τοὺς αἰχμαλώτους, καὶ ἄλλο δὲν εἶναι εἰμὴ ὅτι θέλουν νὰ ευχαριστήσουν τὸν Σουλτάνον καὶ νὰ λάβουν καὶ χρήματα παρ᾿ αὐτοῦ ἷκανά.

 

ΠΗΓΗ

Αιχμάλωτοι Ελλήνων κατά την επανάσταση του 1821

ΑΠ. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ